Εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν το βράδυ της Παρασκευής στο νοτιοανατολικό Λονδίνο σε μια αγρυπνία στη μνήμη της Σαμπίνα Νέσα, μιας 28χρονης Βρετανίδας, που δολοφονήθηκε την περασμένη εβδομάδα σε ένα πάρκο της βρετανικής πρωτεύουσας.
«Βρίσκομαι εδώ για να καταδικάσω τη φρικιαστική, απάνθρωπη δολοφονία μιας γυναίκας», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Πάολα Μάρτινς, κάτοικος της περιοχής. «Κοιτάξτε όλον αυτόν τον κόσμο που ήρθε! Θέλει να επιδείξει τη συμπαράστασή του».
Κοντά σε αυτή την 53χρονη γυναίκα και μητέρα, που δηλώνει πως έχει συγκλονιστεί από τα γεγονότα, εκατοντάδες Λονδρέζοι συγκεντρώθηκαν κρατώντας μπουκέτα λουλουδιών, κεριά και πλακάτ, για να ακούσουν κάποιες ομιλίες προς τιμή της Σαμπίνα Νέσα.
Η 28χρονη δασκάλα εξαφανίστηκε την προηγούμενη Παρασκευή, ενώ είχε βγει από το σπίτι της για να πάει σε ένα μπαρ, που βρισκόταν σε απόσταση 5 λεπτών.
Ένας περαστικός βρήκε το πτώμα της την επομένη, γύρω στις 17.30 το απόγευμα τοπική ώρα. Σύμφωνα με το βρετανικό πρακτορείο ειδήσεων PA, είχε δεχθεί επίθεση με ένα μαχαίρι και ο δράστης είχε κρύψει το πτώμα της κάτω από έναν σωρό από φύλλα.
«Η αγρυπνία για τη Σαμπίνα Νέσα είναι μια σημαντική και συγκινητική στιγμή προκειμένου όλη η κοινότητα να ενωθεί και να επιδείξει τη συμπαράστασή της στην οικογένειά της σε αυτήν την περίοδο αφάνταστου πένθους», ανέφερε σε ένα δελτίο Τύπου ο δήμαρχος του Λονδίνου Σαντίκ Καν, κάνοντας λόγο για μια «τραγωδία» και έναν «εφιάλτη».
Ο πρωθυπουργός της χώρας Μπόρις Τζόνσον άφησε, από την πλευρά του, ένα κερί μπροστά από την πόρτα της πρωθυπουργική κατοικίας στη Ντάουνινγκ Στριτ, ενώ έστειλε τις «σκέψεις του» στους οικείους του θύματος.
Η δολοφονία της νεαρής γυναίκας λαμβάνει χώρα λίγους μήνες έπειτα από εκείνη της Σάρα Έβεραρντ, μιας 33χρονης Λονδρέζας, που δολοφονήθηκε στις αρχές Μαρτίου ενώ επέστρεφε στο σπίτι της. Μια υπόθεση που συγκλόνισε τη χώρα και αναζωπύρωσε τη διαμάχη σχετικά με την ασφάλεια των γυναικών στους δημόσιους χώρους.
Κάνοντας λόγο για ένα «περιστατικό απίστευτα σοκαριστικό», η αναπληρώτρια επίτροπος Λουίζα Ρόλφ επέμεινε στο γεγονός ότι η αστυνομία δεν ζητάει από τις γυναίκες να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, όταν βγαίνουν τη νύχτα, προσθέτοντας πως «θα πρέπει να είναι ελεύθερες να ζήσουν τη ζωή τους χωρίς να φοβούνται την κακοποίηση».