Σαν μαύρο σύννεφο πλανάται πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη η πολιτική κρίση στη Γαλλία, της οποίας οι ρίζες φτάνουν πολύ βαθιά. Μια κατάρρευση – πολιτική και οικονομική -, με τους επενδυτές να εγκαταλείπουν τη χώρα και να ξεπουλάνε τα γαλλικά ομόλογα, θα οδηγούσε ολόκληρη την αγορά σε μια δύσκολη περίοδο.
Η Γαλλία θα χρειαστεί στήριξη αν συμβεί κάτι τέτοιο και συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι θα απαιτηθεί ένα πακέτο διάσωσης, ισοδύναμο με δύο «ελληνικά».
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι αν πέσει η Κυβέρνηση στις 8 Σεπτεμβρίου, τότε θα ακολουθήσει ξεπούλημα των γαλλικών ομολόγων. Αυτό σημαίνει πως τα επιτόκιά τους θα οδηγηθούν στα ύψη και το γαλλικό κράτος θα χρειαστεί βοήθεια για να καλύψει τις δανειακές ανάγκες τους, ώστε να αναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος που ήδη βρίσκεται στο 114,1% του ΑΕΠ. Η Γαλλία, ως γνωστόν, είναι η τρίτη πιο χρεωμένη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά την Ελλάδα (152,5%) και την Ιταλία (137,9%).
Το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού έχει φτάσει στο 5,8% του ΑΕΠ.
Δάνειο 400 δισ. ευρώ
Η Γαλλική Κυβέρνηση θα χρειαστεί να δανειστεί από την αγορά γύρω στα 400 δισ. ευρώ για να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της μέσα στους επόμενους 12 μήνες, ενώ περίπου 250-300 δισ. ευρώ θα χρειαστούν μέσα σε έξι μήνες.
Τα τελευταία 24ωρα, το επιτόκιο για το 10ετές γαλλικό ομόλογο ανέβηκε στο 3,52%, πάνω από το ελληνικό, που ήταν στο 3,42%, ενώ η διαφορά από το γερμανικό ομόλογο που έχει επιτόκιο 2,69%, το σπρεντ έφτασε τις 0,8 μονάδες.
Υπολογίζεται ότι εάν υπάρξει κρίση εμπιστοσύνης στα γαλλικά ομόλογα, θα δημιουργηθεί ένα κενό χρηματοδότησης της τάξης των 200 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με δύο ελληνικά πακέτα στήριξης, που δόθηκαν με τα μνημόνια, συμπιεσμένα όμως μέσα σε έξι μήνες.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα θα ήταν πρωτοφανές και σίγουρα θα συναντούσε σφοδρή αντίθεση από χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, που παραδοσιακά αντιστέκονται στη χρηματοδότηση κρατών μελών από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο εργαλείο, το οποίο ποτέ δεν έχει χρησιμοποιηθεί, το TPI (Transmission Protection Instrument).
Παραλύει το «πολιτικό εργαστήριο» της Ευρώπης
«Αρκεί μία μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα, για να καταρρεύσει η κυβέρνηση» έλεγε ο σοσιαλιστής πρώην Πρωθυπουργός της Γαλλίας, Μισέλ Ροκάρ. Δυστυχώς για τον ίδιο, δικαιώθηκε πολύ γρήγορα. Η πρώτη κυβέρνηση που κατέρρευσε λόγω ασφαλιστικού ήταν η δική του.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 32 χρόνια, να «θυσιαστεί» πολιτικά ο Εμανουέλ Μακρόν και να εγγράψει υποθήκη για το Προεδρικό Μέγαρο η Μαρίν Λεπέν, ώστε να εφαρμοστεί μία «μεταρρυθμισούλα» που ανεβάζει το όριο συνταξιοδότησης στα 64 (ενώ άλλες χώρες βρίσκονται στα 67 και συζητούν για τα 70) και να γίνει αποδεκτό ότι 42 διαφορετικά συνταξιοδοτικά ταμεία είναι κάπως πολλά, ακόμη και για τη Γαλλία.
Άλλες μεταρρυθμίσεις ματαιώθηκαν ή έμειναν μετέωρες εν μέσω διαμαρτυριών. Τις επόμενες ημέρες αναμένονται νέες κινητοποιήσεις, δεν αποκλείεται να επανέλθουν δυναμικά και τα «Κίτρινα Γιλέκα». Λένε συχνά στην πολιτική ότι «αν δεν σπάσεις αυγά, ομελέτα δεν γίνεται». Δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες οι Γάλλοι είδαν πολλά αυγά να σπάνε, αλλά ομελέτα δεν έφαγαν. Παράλληλα, το δημόσιο (αλλά και το ιδιωτικό) χρέος εκτοξεύθηκε σε δυσθεώρητα ύψη.
Γαλλία, όπως … Ελλάδα;
Αποτέλεσμα: Αυτή τη στιγμή η Γαλλία δανείζεται με υψηλότερο κόστος από την Ελλάδα (απόδοση 3,51% για το δεκαετές γαλλικό ομόλογο έναντι 3,45% του αντίστοιχου ελληνικού την Τρίτη). Ο παραπαίων Πρωθυπουργός, Φρανσουά Μπαϊρού, αναφέρει την Ελλάδα της κρίσης ως «παράδειγμα προς αποφυγή», και προειδοποιεί ότι «έρχεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» στο Παρίσι, εάν ο ίδιος δεν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και δεν υλοποιήσει το διαβόητο πακέτο περικοπών άνω των 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, για την εξυγίανση του κρατικού προϋπολογισμού.
Μία ανάσα στο «παρά πέντε» προσφέρει στον Μπαϊρού η απόφαση των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών (LR) να στηρίξουν την Κυβέρνησή του στην ψηφοφορία του Σεπτεμβρίου για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, κάτι που μόνο αυτονόητο δεν ήταν μέχρι σήμερα. Κατά τα λοιπά, το φιλοευρωπαϊκό «στρατόπεδο» εξακολουθεί να συνθλίβεται σε μία διπλή μέγγενη: Από τη μία η ελαφρώς λουστραρισμένη πλέον Ακροδεξιά των Μαρίν Λεπέν και Ζορντάν Μπαρντελά, από την άλλη η ενισχυμένη ριζοσπαστική Αριστερά του Ζαν Λυκ Μελανσόν, τον οποίο πολλοί, (και όχι μόνο ακροδεξιοί), αποκαλούν «Λεπέν της Αριστεράς».
Θέλει να κυβερνήσει ο Μελανσόν, αλλά κατά προτίμηση αυτοδύναμος ή τουλάχιστον πανίσχυρος σε μία Κυβέρνηση Συνασπισμού. Δεν έχει ξεχάσει η γαλλική Αριστερά το πάθημα του Ζορζ Μαρσέ, τον οποίο ο σοσιαλιστής Πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν είχε εξουδετερώσει μακιαβελικά «δια του εναγκαλισμού» στη δεκαετία του ’80, προσφέροντάς του σημαντικά Υπουργεία και απομυθοποιώντας, τελικά, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μέσω της συμμετοχής του στην Κυβέρνηση.
Σκοτεινά οράματα στη δημόσια σφαίρα
Αλλά δεν είναι μόνο οι οικονομικές εξελίξεις που ανησυχούν τους Γάλλους. Ζητήματα φυλετικής ή θρησκευτικής ταυτότητας και ετερότητας εντείνουν την κοινωνική πόλωση και την ατομική περιχαράκωση. Εδώ και πολλά χρόνια τη δημόσια συζήτηση δεν ορίζουν οι φιλελεύθερες σκέψεις ενός Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ, αλλά τα σκοτεινά οράματα ενός Μισέλ Ουελμπέκ, ο οποίος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, προβλέποντας την κατάπτωση του δυτικού πολιτισμού ή τη διάβρωσή του από ορδές αλλοφύλων (οι οποίοι μάλιστα καταλαμβάνουν τους αρμούς της εξουσίας στο νέο-καφκικό μυθιστόρημά του «Η Υποταγή»).
Όλα αυτά μάλλον προμηνύουν δυσάρεστες εξελίξεις και για την «καθ’ ημάς Ανατολή». Άλλωστε η Γαλλία θεωρείται το «πολιτικό εργαστήριο της Ευρώπης», γιατί από εκεί ξεκίνησαν ιδέες ρηξικέλευθες. Αρκεί να θυμηθούμε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τον «Μάη του ’68», τη συντηρητική στροφή με κοινωνικό φιλελευθερισμό τον Ζισκάρ ντ’ Εσταίν στη δεκαετία του ’70 και τον «τρίτο δρόμο προς τον σοσιαλισμό» με τον Φρανσουά Μιτεράν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Διαφορετική η πολιτική και ιδεολογική αφετηρία του καθενός, κοινός ο στόχος η πεποίθηση για ένα καλύτερο αύριο. Με σεβασμό θυμόμαστε ακόμη και σήμερα την πολιτική παρακαταθήκη όλων. Τι θα θυμούνται, αλήθεια, οι μελλοντικές γενεές από τα πεπραγμένα των Λεπέν, Μπαρντελά και Μελανσόν;
