Η δημοσιογράφος Τσίγκντεμ Ακιόλ μελετά εδώ και χρόνια την προσωπικότητα και τη ζωή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Στην «Deutsche Welle» μίλησε για την πορεία του Τούρκου προέδρου αλλά και τη ζωή του πριν γίνει πολιτικός.

Τον τελευταίο καιρό ο ισχυρός πρόεδρος της Τουρκίας προκαλεί όλο και συχνότερα με μηνύσεις και απειλές κατά δημοσιογράφων, όχι μόνο στην ίδια τη χώρα αλλά και εκτός συνόρων.

Η δημοσιογράφος Τσίγκντεμ Ακιόλ, που έχει γράψει τη βιογραφία του Ταγίπ Ερντογάν, γνωρίζει πώς λειτουργεί και εξηγεί αυτές τις εξάρσεις: «Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος όσον αφορά στην άσκηση κριτικής στο πρόσωπό του. Δεν είναι κάποιος ο οποίος θα αναρωτηθεί αν τα κάνει όλα σωστά ή θα παραδεχτεί τα λάθη του. Με ουδένα τρόπο δέχεται κάποιος να του ασκεί κριτική. Αυτό έγινε και στην περίπτωση του Γερμανού κωμικού Γιαν Μπέμερμαν. Ακόμη και οι σύμβουλοι που έχει του λένε ‘’ναι’’ σε όλα.

»Ο Ερντογάν δημιούργησε ένα σύστημα στο οποίο περιβάλλεται μόνο από ανθρώπους που τον αντιμετωπίζουν ευνοϊκά, δεν του φέρνουν αντιρρήσεις και απλώς εκτελούν ό,τι διατάσσει ο πρόεδρος της χώρας».

Η ακραία συμπεριφορά του Τούρκου προέδρου οφείλεται, όπως υποστηρίζει η βιογράφος του, στην καταγωγή του.

«Μεγάλωσε σε μια φτωχική γειτονιά. Ο Ερντογάν ανήκε στους λεγόμενους ”μαύρους Τούρκους, προέρχεται δηλαδή από την κατώτερη κοινωνική τάξη και αναρριχήθηκε μέσω της δουλειάς του. Πρόκειται για μια πολύ εντυπωσιακή καριέρα. Τα έβαλε με το κεμαλικό σύστημα και ξεπέρασε όλες τις αντιξοότητες. Ανέπτυξε μια φιλοδοξία που μόνο ένας άνθρωπος που έχει ζήσει στο περιθώριο θα μπορούσε να έχει» προσθέτει.

«Ο Ερντογάν προοριζόταν να καθαρίζει σπίτια»

Μπορεί σε άλλες χώρες η καταγωγή ενός ανθρώπου να μην προδιαγράφει τη μετέπειτα πορεία του, στην Τουρκία όμως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά, όπως τονίζει η δημοσιογράφος: «Ουδείς θα μπορούσε να φανταστεί κάποιον σαν τον Ταγίπ Ερντογάν σε θέση ισχύος. Κάποιος σαν αυτόν θα προοριζόταν ως προσωπικό στα σπίτια της ελίτ, των ”λευκών Τούρκων”, για να καθαρίζει.

Ουδείς περίμενε ότι θα είχε κάποτε τόση δύναμη. Γι’ αυτό και η καριέρα του είναι ιστορική. Πρόκειται και για ένα είδος εκδίκησης στο κατεστημένο, η εξόφληση για την ταπείνωση που υπέστη τόσα χρόνια».

Η παλιά αίγλη του προέδρου

Πάντως, αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού συνεχίζει να στηρίζει τον πρόεδρό του, αν και έχουν ελαττωθεί οι εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του, όπως συνηθιζόταν παλιότερα. «Ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν κάποτε πολύ δημοφιλής στην Τουρκία. Οι άνθρωποι ήλπιζαν σ’ αυτόν. Προώθησε και πολλές μεταρρυθμίσεις στην Τουρκία.

Οδήγησε τη χώρα στις πόρτες της Ευρώπης, διεύρυνε τα δικαιώματα του Τύπου (όσο απίστευτο κι αν ακούγεται τώρα αυτό), όπως και τα δικαιώματα των γυναικών. Προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας και των ασφαλίσεων. Καμία από τις προηγούμενες κυβερνήσεις δεν το έκανε αυτό. Γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι τον στήριζαν.

Στο μεταξύ, όμως, αυτή η φήμη του έχει εξασθενίσει, γιατί συνέβησαν πολλά άσχημα γεγονότα. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποιος άλλος στην πολιτική σκηνή της χώρας που θα μπορούσε να τα βάλει με τον Ερντογάν. Μόνο που δεν διαφαίνεται εναλλακτική λύση» επισημαίνει η Τσίγκντεμ Ακιόλ.

Οι δημοσιογράφοι αποτελούν πρόβλημα για την τουρκική ηγεσία

Οι δημοσιογράφοι εργάζονται πάντα υπό πίεση. Στην Τουρκία όμως, η πίεση αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη και προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τους πολιτικούς.

Σύμφωνα με τον Χασνάιν Καζίμ, πρώην ανταποκριτή του περιοδικού «Der Spiegel» στην Τουρκία, ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει διαμορφώσει πολύ συγκεκριμένη άποψη για το έργο των δημοσιογράφων: Μπορούν να γράφουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μην του φέρνουν αντιρρήσεις. Σε αυτό, υποστηρίζει, οι επιτηρητές των ΜΜΕ στην Τουρκία φαίνεται να μοιάζουν με τη λαϊκιστική Δεξιά στη Γερμανία.

Ο Καζίμ βρέθηκε αντιμέτωπος και με τις δύο αυτές προσπάθειες φίμωσης της ελευθεροτυπίας. Μέχρι πρότινος ο 41χρονος δημοσιογράφος ήταν ανταποκριτής του «Spiegel» και αντιμετώπιζε με κριτική διάθεση τον Ερντογάν. Τον Μάρτιο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Τουρκία. Έζησε στο πετσί του τον ασφυκτικό έλεγχο σε μία χώρα όπου «κριτικά πνεύματα» απειλούνται με διώξεις ή και με φυλάκιση.

Τώρα, όμως, αντιμετωπίζει και ξενοφοβικές επιθέσεις στη Γερμανία, καθώς οι υπερσυντηρητικοί λαϊκιστές τον κατηγορούν για «δημοσιογραφία του ψεύδους». Πρόκειται για έναν όρο απεχθή, τον οποίο είχαν χρησιμοποιήσει παλαιότερα οι ναζί, αλλά αναβιώνει σήμερα από το ξενοφοβικό και ισλαμοφοβικό κίνημα «Pegida».

Ο Χασνάιν Καζίμ προέρχεται από μικτή ινδοπακιστανική οικογένεια και γεννήθηκε στο Όλντενμπουργκ της Γερμανίας. Θεωρεί ότι οι οπαδοί του τουρκικού κυβερνώντος κόμματος AKP και του γερμανικού ξενοφοβικού Pegida είναι «αδελφά πνεύματα», αλλά ο κίνδυνος είναι διαφορετικός στις δύο χώρες: ενώ οι δημοσιογράφοι-επικριτές της τουρκικής κυβέρνησης απειλούνται με συλλήψεις και διώξεις, οι Γερμανοί συνάδελφοί τους δέχονται απειλές σωματικής βίας από δεξιούς λαϊκιστές.


Τελικά, τον περασμένο Μάρτιο οι τουρκικές Αρχές αρνήθηκαν να παρατείνουν την άδεια παραμονής του, καθώς ο Καζίμ είχε δεχθεί εδώ και χρόνια απειλές και πιέσεις από οπαδούς του AKP, κάποιοι από τους οποίους μάλιστα ζούσαν στη Γερμανία. «Η προσφυγική κρίση έχει οξύνει τα πνεύματα» υποστηρίζει ο Σάσα Φόιχερτ, συνεργάτης της εταιρείας συγγραφέων PEN, ο οποίος τονίζει ότι στη σημερινή Τουρκία περίπου 40 πνευματικοί άνθρωποι βρίσκονται στη φυλακή ή απειλούνται με φυλάκιση. «Σε καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν έχουν φυλακιστεί τόσοι πολλοί» επισημαίνει.

Οι απειλές των λαϊκιστών

Ο Καζίμ θεωρεί ότι το βαρύ χέρι της τουρκικής λογοκρισίας επηρεάζει πλέον και τη Γερμανία. Ένα σατιρικό τραγούδι για τον Ερντογάν στην εκπομπή Extra 3 του τηλεοπτικού σταθμού NDR και μία εκ προθέσεως προσβλητική καταγραφή του κωμικού Γιαν Μπέμερμαν για το ZDF προκάλεσαν πολιτικές επιπλοκές. Αλλά ο Καζίμ διαβλέπει επικίνδυνες εξελίξεις και στην ίδια τη Γερμανία, και θεωρεί ότι ο κίνδυνος προέρχεται κυρίως από όσους ανακυκλώνουν συνεχώς τις κατηγορίες περί «δημοσιογραφίας του ψεύδους».

«Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που με βρίζουν για το όνομά μου ή το χρώμα της επιδερμίδας μου» λέει ο δημοσιογράφος.

Αλλά και ο Σάσα Φόιχερτ από την ένωση συγγραφέων PEN κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη συνεχή χρήση του όρου «δημοσιογραφία του ψεύδους»: «Κατ’ αυτόν τον τρόπο σού ασκείται μια πίεση να εξηγήσεις και να νομιμοποιήσεις τη δουλειά σου, μια πίεση που, τουλάχιστον έμμεσα, περιορίζει και την ελευθερία του Τύπου».

«Απέλαση» για τον ανταποκριτή της ARD

Πριν από 10 ημέρες η τουρκική λογοκρισία επανήλθε δριμύτερη: οι τουρκικές Αρχές απαγόρευσαν στον Φόλκερ Σβενκ, απεσταλμένο του πρώτου προγράμματος της Γερμανικής Τηλεόρασης (ARD), να εισέλθει στη χώρα.

Σύμφωνα με το κανάλι του, ο Σβενκ είχε φτάσει στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης από το Κάιρο με τελικό προορισμό τα σύνορα Τουρκίας-Συρίας.

Αντί να συνεχίσει το ταξίδι του, οδηγήθηκε σε χώρο απελάσεων στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης, ενώ ενημερώθηκαν η γερμανική πρεσβεία στην Άγκυρα και το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών. «Είμαι δημοσιογράφος. Υπάρχει πρόβλημα;» σχολίασε ο ίδιος ο Σβενκ μέσω Twitter.

Πληροφορίες από Deutsche Welle
Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης

Διαβάστε επίσης: