Πριν 50 χρόνια εκπέμφθηκε για πρώτη φορά το Ελληνικό Πρόγραμμα του Μονάχου για τους μετανάστες. Η Βαυαρική Ραδιοφωνία τίμησε την περασμένη Παρασκευή την εκπομπή που ίδρυσε ο Παύλος Μπακογιάννης.

Έτσι, 40 χρόνια από την πτώση της χούντας και 25 χρόνια από τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη υπήρξαν οι τρεις αφορμές για την εκδήλωση. Την περασμένη Παρασκευή στη Βαυαρική Ραδιοφωνία στο Μόναχο τιμήθηκε η εκπομπή, η οποία από το 1964 και για 38 ολόκληρα χρόνια ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής μετανάστευσης στη Γερμανία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Κάθε βράδυ στις 20:20 χιλιάδες μετανάστες περίμεναν με αγωνία να ακούσουν το θρυλικό πια σήμα της εκπομπής «Πέρα στους πέρα κάμπους». Διάχυτη ήταν η συγκίνηση στην αίθουσα, ανάμεσα στους 200 περίπου παρευρισκόμενους , όταν ξανακούστηκε το σήμα, αλλά και αποσπάσματα πολιτικών και πολιτιστικών εκπομπών, σατιρικών κειμένων, ακόμα και μαθημάτων γερμανικής.

Η πρώην εκφωνήτρια της εκπομπής Φανή Αθέρα, η οποία είχε το γενικό συντονισμό της εκδήλωσης, με πολύ κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά της.

Από κεντρική γιγαντοοθόνη αλλά και σε επί μέρους μικρότερες οθόνες προβάλλονταν φωτογραφίες. Ανάμεσα σε άλλες Έλληνες μετανάστες που κατέβαιναν μαζικά στο σταθμό του Μονάχου στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και ο Ασημάκης Χατζηνικολάου – ο οποίος ήταν και συνεργάτης της εκπομπής – που τους υποδέχονταν με μια ντουντούκα και τους έδινε οδηγίες προς τα που να κατευθυνθούν και τι να κάνουν.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι άνθρωποι εκείνοι, εξαναγκασμένοι από τη φτώχεια και την έλλειψη προοπτικής στην Ελλάδα, αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη Γερμανία. Ωστόσο η δίψα της ενημέρωσης για το τι συμβαίνει στην πατρίδα ήταν μεγάλη. Μόνη πηγή τότε η Ελληνική Εκπομπή του Μονάχου.

Πρώτος διευθυντής ο Παύλος Μπακογιάννης

Πρώτος διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος από το 1964,ο οποίος σφράγισε με τις επιλογές του για μια δεκαετία το ύφος του προγράμματος, ήταν ο Παύλος Μπακογιάννης. Επίτιμη προσκεκλημένη για να μιλήσει ήταν η βουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη. Για το τι θυμάται περισσότερο από εκείνη την εποχή, μιλώντας στην Deutsche Welle, αναφέρθηκε κυρίως στα βράδια του Πολυτεχνείου:

«Ο Παύλος είχε πάρα πολλούς ανθρώπους, με τους οποίους συνεργαζόταν και τους οποίους δεν ήξερε κανείς. Για τον Παύλο ήταν πολύ σημαντικό να μη τον διαψεύσουν διότι ήξερε ότι η χούντα θα κάνει πάρτι σε περίπτωση διάψευσης. Διάψευσης φυσικά, η οποία θα έστεκε, διότι διαψεύδανε κάθε μέρα αλλά αποδεικνυόταν ότι δημοσιογραφικά ήταν εντάξει».

Τότε τα σχόλια του Παύλου Μπακογιάννη αναμετέδιδε προς την Ελλάδα η «Deutsche Welle». Ως έναν διευθυντή δυναμικό, χειμαρρώδη, ανοιχτό και κοσμοπολίτη μας τον περιέγραψε η Ελένη Τορόση, η οποία συνεργάστηκε μαζί του και είχε επί χρόνια την επιμέλεια των πολιτιστικών εκπομπών.

Ο Μπακογιάννης δεν δίσταζε μάλιστα να φέρνει στο Μόναχο κατά διαστήματα ηθοποιούς από την Ελλάδα, όπως τον Δημήτρη Χορν, τον Στέφανο Ληναίο ή τις αδελφές Καλουτά για να κάνει ραδιοφωνικές παραγωγές που θα ψυχαγωγούσαν το ακροατήριο. Ο ίδιος ο Παύλος Μπακογιάννης έγραφε σατιρικά κείμενα για την εκπομπή.

Καταιγισμός επιστολών και τηλεφωνημάτων

Για το ρόλο του Ελληνικού Προγράμματος του Μονάχου μίλησε και ο Κώστας Πετρογιάννης, ο οποίος διετέλεσε διευθυντής από το 1978 έως το 2000.

«Το πρόγραμμα ιδρύθηκε για να δώσει κατά πρώτο λόγο τις πρώτες βοήθειες στους Έλληνες που είχαν έρθει εδώ φρέσκοι και δεν ήξεραν τίποτε και δεύτερον για να μην ακούν οι Έλληνες και κατ επέκταση οι ξένοι τις εκπομπές από τις ανατολικές χώρες, τις κομμουνιστικές χώρες, που είχαν εκπομπές από την Πράγα ή την Βουδαπέστη στα ελληνικά. Αυτοί ήταν οι δύο στόχοι, τίποτα άλλο».

Ο Κώστας Πετρογιάννης παραδέχεται πως δεν ήταν οι δημοσιογραφικές αρετές της εκπομπής που την έκανε να ξεχωρίζει – και κυρίως στην αρχή – αλλά το μονοπώλιο της ενημέρωσης στα ελληνικά που διέθετε. Συγκέντρωνε μυθικά ποσοστά ακροαματικότητας που έφθασαν και το 80% ενώ στη σύνταξη έφταναν χιλιάδες γράμματα.

Ο Ασημάκης Χατζηνικολάου, ο οποίος χρίσθηκε αθλητικογράφος από τον Παύλο Μπακογιάννη, εργάσθηκε από την πρώτη μέρα της εκπομπής το 1964 μέχρι το 2002. Θυμάται πως η σύνταξη δεν κατακλυζόταν μόνο από γράμματα αλλά και από τηλεφωνήματα και δίνει ένα γλαφυρό παράδειγμα:

«Θυμάμαι μια φορά, όταν αγωνιζόταν η Ρουμανία με την Ελλάδα στο Βουκουρέστι στον τελευταίο προκριματικό αγώνα για το Μεξικό το 1970. Το παιχνίδι ήταν κάπου μεσημέρι ώρα Γερμανίας και οι ακροατές δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι τις οχτώ και είκοσι για να μάθουν το αποτέλεσμα. Αυτό είχε σαν συνέπεια εγώ από τις μιάμιση, δυο το μεσημέρι μέχρι τις οχτώ το βράδυ να απαντώ στο τηλέφωνο. Δεν μπορούσα να γράψω καν την εκπομπή. Σήκωνα το ακουστικό και έλεγα …δυστυχώς μηδέν μηδέν, δυστυχώς μηδέν μηδέν… και το έκλεινα».

O σκληρός ανταγωνισμός της τεχνολογίας

Τα χρόνια περνούσαν. Η άμεση επικαιρότητα κέρδιζε όλο και μεγαλύτερο έδαφος. Ο Γιώργος Παππάς θυμάται πως κάποτε έφθασαν να κάνουν σχεδόν 15 λεπτά ζωντανές ειδήσεις. Ο ανταγωνισμός της ενημέρωσης όμως από την τηλεόραση και το Ίντερνετ στάθηκε αμείλικτος. Η δυναμική Ελένη Ηλιάδου, η τελευταία διευθύντρια του προγράμματος, προσπάθησε όχι μόνο να δώσει έμφαση στην επικαιρότητα αλλά να δώσει κι έναν πιο διεθνή χαρακτήρα. Δεν στάθηκε δυνατόν.

Το 2002 το Ελληνικό Πρόγραμμα του Μονάχου έκλεισε. Η Ελένη Ηλιάδου και όχι μόνο, αγωνίζεται τώρα μαζί με το Πολιτιστικό Ίδρυμα Παλλάδιον και τη διευθύντριά του Βασιλεία Τριάρχη- Χέρμαν, να φτιάξουν το Αρχείο για την Ελληνική Μετανάστευση στο Μόναχο.

Η Ελληνική Εκπομπή μπορεί να σίγησε και μπορεί να μην την «παντρεύτηκαν», όπως ισχυρίζεται ότι έκανε ο Βασίλης Βασιλικός σε ένα διήγημά του με τον τίτλο «20.20’» (Εκδόσεις 8 1/2, 1971), απόσπασμα του οποίου ακούστηκε στην εκδήλωση, ωστόσο την ερωτεύθηκαν βαθιά για πολλά χρόνια χιλιάδες Έλληνες μετανάστες.

Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης