Σε σημαντική επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλεπόμενων ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος προχώρησε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις που περιλαμβάνονται στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμάται ότι η ελληνική οικονομία θα μεγεθυνθεί με ρυθμό 2,4% εφέτος και 2,5% ετησίως το 2024 και το 2025 καθώς και με ρυθμό 2,3% το 2026, προειδοποιώντας μάλιστα ότι είναι υπαρκτοί οι κίνδυνοι για ακόμη περαιτέρω επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Κατά τον τελευταίο γύρο των επίσημων προβλέψεων του Ιουνίου, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε εκτιμήσει ρυθμό ανάπτυξης 2,2% για το τρέχον έτος, 3,0% για το 2024 και 2,7% για το 2025.
Η προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης για το 2024 σε σχέση με την πρόβλεψη του Ιουνίου (3,0%) αντανακλά την προς τα κάτω αναθεώρηση του ρυθμού μεγέθυνσης στην ευρωζώνη και την αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα.
Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές, ενώ η καθαρή συμβολή του εξωτερικού τομέα θα είναι οριακά αρνητική.
Η νομισματική πολιτική εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να επιδρά συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ θετικά στην ανάπτυξη θα συμβάλουν οι επενδύσεις χάρη στους πόρους του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα συνεχίσει την καθοδική του πορεία. Το 2023 αναμένεται να υποχωρήσει σε 4,1%, από 9,3% το 2022, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών.
Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (2026), ο πληθωρισμός θα συγκλίνει προς το στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (2%). Στην καθοδική πορεία του πληθωρισμού θα συμβάλουν όλες οι συνιστώσες του.
O πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται στο 5,3% το 2023, ενώ θα μειωθεί έντονα το 2024 και στη συνέχεια θα αποκλιμακώνεται σταθερά.
Σύμφωνα με την ΤτΕ οι κίνδυνοι που διαφαίνονται για μία περαιτέρω επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης συνδέονται με :
(α) τυχόν επιδείνωση της γεωπολιτικής κρίσης στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και οι συνεπαγόμενες επιπτώσεις στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,
(β) ο χαμηλότερος του αναμενομένου ρυθμός απορρόφησης και αξιοποίησης των κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας,
(γ) η καθυστέρηση υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, που θα επιβράδυνε τη διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, και
(δ) ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες και πυρκαγιές, όπως συνέβη το 2023).
Η ελληνική οικονομία θα επηρεαστεί θετικά σε περίπτωση που η ανάκτηση της επενδυτικής κατηγορίας στην πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προκαλέσει ισχυρότερες ευνοϊκές επιδράσεις από τις αναμενόμενες ή σε περίπτωση που τα έσοδα από τον τουρισμό υπερβούν ξανά τις προσδοκίες.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι η εδραίωση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας επισφραγίστηκε με την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία, επιπροσθέτως η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη εφέτος αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης.
Ωστόσο, οι θετικές προοπτικές δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό, καθώς η τρέχουσα διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της πιστοληπτικής αξιολόγησης που είχε το 2009, αλλά και της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης που έχουν σήμερα οι χώρες της ευρωζώνης.
Συνεπώς προκειμένου και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Δημοσίου η ΤτΕ συστήνει τη συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης, την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας και την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Οι δράσεις αυτές θα επιτρέψουν την ταχεία υποχώρηση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, την αύξηση των επενδύσεων σε τομείς που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας.
Για το τραπεζικό σύστημα η ΤτΕ αναγνωρίζει ότι διαθέτει θετικές προοπτικές λόγω της αναβάθμισης της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκε το εννεάμηνο του 2023, λόγω της σημαντικής αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους και της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, με τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας όμως να παραμένουν χαμηλότεροι από τον αντίστοιχο μέσο όρο σε επίπεδο ευρωζώνης.
Ωστόσο όπως επισημαίνει τα κόκκινα δάνεια, παρά την αξιοσημείωτη αποκλιμάκωσή του σχετικού δείκτη, παραμένουν υψηλότερα από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης και είναι αναγκαία η μείωσή τους σε ένα περιβάλλον αυξημένων επιτοκίων για μακρότερο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη.
Οι δηλώσεις
Ο διοικητής της ΤτΕ στην εισαγωγική επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής, αναφέρει ότι «η ελληνική οικονομία προβλέπεται να αναπτυχθεί με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με την ευρωζώνη φέτος, αλλά και τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη διαδικασία σύγκλισης του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με τα μέσα επίπεδα της ευρωζώνης».
Επισημαίνει ότι «η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία εν μέσω συσσωρευμένης διεθνούς αβεβαιότητας, λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων και των αυξημένων χρηματοπιστωτικών κινδύνων, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ορόσημο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα πρέπει να λειτουργήσει εφησυχαστικά, καθώς η διαβάθμιση του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπεται αισθητά της μέσης πιστοληπτικής αξιολόγησης των χωρών της ευρωζώνης. Συνεπώς, απαιτείται υπευθυνότητα και συνέχιση της προσπάθειας, ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και να συνεχιστούν οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου». Σύμφωνα με την Έκθεση, «η οικονομία στην Ελλάδα συνέχισε κατά τη διάρκεια του 2023 να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό, αλλά επιβραδυνόμενο ρυθμό.
Ο γενικός πληθωρισμός σημείωσε σημαντική επιβράδυνση, πρωτίστως λόγω της συνεχιζόμενης υποχώρησης των τιμών των ενεργειακών αγαθών». Οι τρέχουσες προβλέψεις της Τραπέζης της Ελλάδος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2023 να διαμορφωθεί στο 2,4%, να αυξηθεί οριακά στο 2,5% το 2024 και το 2025 και να υποχωρήσει ελαφρά στο 2,3% το 2026».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, συνομιλώντας με κοινοβουλευτικούς συντάκτες ανέφερε πως είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η χώρα μας ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας κάνει να εφησυχάσουμε καθώς έχουμε δρόμο ακόμη μπροστά μας να διανύσουμε. Υπάρχουν, είπε ο κ. Στουρνάρας ακόμη άλλες πέντε βαθμίδες μέχρι να φτάσουμε στη Α βαθμίδα, γι’ αυτό και η προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί.
Στόχος, είπε ο διοικητής της ΤτΕ, είναι να έχουμε σταθερά ένα πρωτογενές πλεόνασμα του 2% της ΑΕΠ. Επισήμανε ότι θα πρέπει να συνεχιστούν και με μεγαλύτερή ταχύτητα κυρίως οι διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις
Ερωτηθείς από τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες, ο κ. Στουρνάρας χαρακτήρισε θετικό το νόμο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής ασφάλισης που ψηφίσθηκε και που παρέχει στην ΤτΕ τη δυνατότητα εποπτείας της διαχείρισης κεφαλαίων που κάνουν τα Επαγγελματικά Ταμεία.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, ερωτηθείς σχετικά με το Νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα για τους servicers, ανέφερε πως παρέχει πολύ πιο μεγάλες δυνατότητες στην ΤτΕ για να ελέγχει τις εταιρείες αυτές σε σχέση με το προηγούμενο πλαίσιο.
Ο κ. Στουρνάρας, πρόσθεσε πως η ΤτΕ θέλει οι servicers να προβαίνουν σε ρυθμίσεις καθώς αυτό απομειώνει τους κινδύνους για τις εγγυήσεις που έχει δώσει το δημόσιο μέσω του «Ηρακλή».
Η Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2023 της ΤτΕ θα αποσταλεί για συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.