Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις η ρωσική οικονομία δεν κατέρρευσε μετά τις κυρώσεις της Δύσης. Ωστόσο, δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο κόστος του πολέμου, όπως αναφέρει σε άρθρο της η Deutsche Welle.
Δύο χρόνια πέρασαν από την εισβολη της Ρωσίας στη γειτονική Ουκρανία. Πολλοί είχαν προβλέψει ότι η ρωσική οικονομία θα καταρρεύσει υπό το βάρος των πρωτοφανών κυρώσεων που άρχισαν σταδιακά να επιβάλλονται στη Μόσχα από τον Φεβρουάριο του 2022. Κι όμως, σήμερα οι οικονομολόγοι συμφωνούν στην εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Αυτό που συζητείται όμως εν εκτάσει, είναι το πόσο στέρεα είναι τα θεμέλια της ρωσικής οικονομίας και πόσο ανθεκτικά στον χρόνο θα αποδειχθούν τα στοιχεία που δίνονται επισήμως στη δημοσιότητα. Πρόσφατα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) είχε προβλέψει ότι το ρωσικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,6% το τρέχον έτος, ενώ ήδη το 2023 ο δείκτης ανάπτυξης είχε φτάσει το 3%. Τα κρατικά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου αυξάνονται και πάλι, ενώ η ανεργία στη Ρωσία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά.
Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες για ασφάλεια και άμυνα εκτινάσσονται στο 40% του ΑΕΠ. Ειδικοί κάνουν λόγο για μία «οικονομία του πολέμου» που βρίσκεται στα πρόθυρα της υπερθέρμανσης, καθώς καλπάζει ο πληθωρισμός και πληθαίνουν οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού- δεδομένου άλλωστε ότι πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, με υψηλή επαγγελματική κατάρτιση, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Πώς επιβιώνει η Ρωσία
Η Ελίνα Ριμπάκοβα, οικονομολόγος στο Peterson Institute for International Economics, επισημαίνει στη Deutsche Welle ότι υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους η ρωσική οικονομία επιδεικνύει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα: Πρώτον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει σε «κατάσταση επιφυλακής» από την περίοδο της εισβολής στην Κριμαία το 2014 και μπορεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των διεθνών κυρώσεων. Δεύτερον, η Ρωσία κατάφερε να εισπράξει τεράστια ποσά από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2022, καθώς οι τιμές πήραν την ανιούσα αμέσως μετά την εισβολή, ενώ οι δυτικές δυνάμεις άργησαν να εφαρμόσουν πλήρως τα περιοριστικά μέτρα. Τρίτον, οι όποιες κυρώσεις δεν εμπόδισαν τη Ρωσία να προμηθευτεί από τρίτες χώρες υλικά και προϊόντα που χρειαζόταν το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας.
Σημειωτέον ότι από το 2021 ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ρωσίας έχει τριπλασιαστεί. Αυτή η εξέλιξη ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας, αλλά «με επενδύσεις που μεσοπρόθεσμα δεν κρίνονται παραγωγικές», επισημαίνει η Έλενα Ριμπάκοβα. Σε κάθε περίπτωση, αναφέρει στη DW ο Μπένιαμιν Χίλγκενστοκ, καθηγητής Οικονομικών στο Κίεβο, «το μακροοικονομικό περιβάλλον έχει σαφώς αποσταθεροποιηθεί λόγω των κυρώσεων, ακόμη και αν οι επιδόσεις της ρωσικής οικονομίας είναι καλύτερες από τις αναμενόμενες». Υπάρχουν πολλές σχετικές ενδείξεις σε επί μέρους δείκτες, όπως η μείωση εσόδων από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου το 2023, καθώς και η άνοδος των ρωσικών επιτοκίων στο 16%.
Το ότι η Μόσχα παρακάμπτει μέρος των κυρώσεων, εξάγοντας πετρέλαιο σε τιμές κοντά σε εκείνες της διεθνούς αγοράς για περισσότερο από έναν χρόνο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον αποκαλούμενο «σκιώδη στόλο» που μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο στα πέρατα της γης. Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει κυρώσεις σε μεμονωμένα πλοία ή εταιρείες που θεωρούν ότι παραβιάζουν το καθεστώς κυρώσεων.
Περιζήτητες παραμένουν οι πρώτες ύλες
Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας που μάλλον είχε υποτιμηθεί από τις δυτικές δυνάμεις: Οι ρωσικές πρώτες ύλες παραμένουν ανεξάντλητες και περιζήτητες. Παράδειγμα αποτελεί το ρωσικό ουράνιο, το οποίο οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προμηθεύονται.
Με απλά λόγια, λέει η Έλενα Ριμπάκοβα, «με το ένα χέρι παρέχουμε οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, ενώ με το άλλο χέρι προσφέρουμε βοήθεια στη Ρωσία. Εξακολουθούμε να αγοράζουμε τους ενεργειακούς πόρους της, δεν τηρούμε πλήρως το πλαφόν και το εμπάργκο στο πετρέλαιό της, δεν εφαρμόζουμε απολύτως τους περιορισμούς στις εξαγωγές της…».