Βρισκόμαστε στις αρχές Αυγούστου, κατακαλόκαιρο, και ο Έλληνας μέσος καταναλωτής με τρόμο αντιμετωπίζει την αμείλικτη πραγματικότητα. Είναι υποχρεωμένος αν επιθυμεί να κάνει διακοπές με την οικογένειά του να καταβάλει το μεγαλύτερο τίμημα στην ιστορία του ελληνικού τουρισμού:

Α) Για τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Β) Για τα καταλύματα στα οποία υποχρεωτικά θα καταλύσει

Γ) Για τις τιμές στα εστιατόρια όπου αναγκαστικά θα γευματίσει

Δ) Για τις τιμές των καυσίμων που αναπόφευκτα θα προμηθευτεί

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτή η τελευταία παράμετρος του πολυσύνθετου εφιάλτη των φετινών διακοπών αποτελεί ωστόσο και τη μόνιμη «κατάρα» της ελληνικής πραγματικότητας. Μία χώρα υπερχρεωμένη και μικρή, με μόνιμα προβλήματα υγιούς διάρθρωσης της οικονομίας της μεταφέρει στους ώμους του μέσου πολίτη το δυσβάσταχτο άχθος της τιμής των καυσίμων στην εγχώρια αγορά. Πρόκειται για ένα μόνιμο φαινόμενο νομότυπης κλοπής του Έλληνα μέσου πολίτη με την κάλυψη και την υπογραφή – σφραγίδα του κράτους. Η διαρκής αυτή κλοπή – έγκλημα, εφαρμόζεται στην πράξη από ένα καλολαδωμένο τρίπτυχο. Στις δύο άκρες αυτού του τριπτύχου είναι τα τέσσερα διυλιστήρια που λειτουργούν στην Ελλάδα και στη μέση, η ελληνική κρατική νομοθεσία.

Εξηγούμεθα. Τρία από τα τέσσερα διυλιστήρια, αυτό της Θεσσαλονίκης, του Ασπροπύργου και της Ελευσίνας ανήκουν κατά 47,1% στην Paneuropean Oil and Industrial Holdings SA του Ομίλου Λάτση. Το 35,5% ανήκει στο Ελληνικό Κράτος. Με λίγα λόγια, το ελληνικό δημόσιο διαθέτει ένα ισχυρότατο ποσοστό που του διασφαλίζει και veto point στη διαμόρφωση των πολιτικών αγοράς του τεράστιου αυτού οικονομικού οργανισμού.

Το τέταρτο διυλιστήριο, αυτό της MOTOR OIL, ανήκει εξ ολοκλήρου στην οικογένεια Βαρδινογιάννη.

Αυτοί οι δύο όμιλοι καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αγορά καυσίμων στην Ελλάδα.

Η τελική τιμή στην αντλία καυσίμου του κάθε πρατηρίου, όπου καταφεύγει ο Έλληνας πολίτης για να προμηθευτεί βενζίνη, καθορίζεται ως εξής:

Τι αποκαλύπτει άραγε το παραπάνω – αθώο πινακάκι; Πως το μεγαλύτερο ποσοστό της τιμής ανά λίτρο καυσίμου πηγαίνει στο κράτος υπό τη μορφή φόρων και πως το 30% πηγαίνει στα διυλιστήρια, δηλαδή στους δύο Ομίλους γίγαντες που προαναφέραμε.

Μένει ένα ισχνό 5,88%, δηλαδή περίπου εννιά ευρώ ανά εκατό ευρώ δαπάνης καυσίμου. Αυτό το ποσοστό πηγαίνει στα μεταφορικά και στον πρατηριούχο.

Ποιος λοιπόν ωφελείται κατά κύριο λόγο από τις υψηλές τιμές καυσίμων στην Ελλάδα; Αναντίρρητα το Ελληνικό Κράτος για το οποίο το ποσοστό που λαμβάνει από την κατανάλωση καυσίμου στη χώρα είναι ένα από τα μεγαλύτερα άμεσα έσοδά του. Δευτερευόντως ωφελούνται οι Όμιλοι οι οποίοι προαναφέρθηκαν. Με μία υποσημείωση. Στον έναν εκ των δύο Ομίλων το Ελληνικό Κράτος είναι και ισχυρός Μέτοχος, τουτέστιν συμμέτοχος και άρα συνένοχος στη διαμόρφωση της πολιτικής τιμών του Ομίλου.

Η ισχύουσα νομοθεσία αφενός και η «κρατική σκιά» η οποία είναι παρούσα σε όλο το πλέγμα της διαμόρφωσης της ενεργειακής πολιτικής στη χώρα και άρα η εκάστοτε κυβέρνηση η οποία λειτουργεί με ένα πανίσχυρο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα εξουσίας (Επιτελικό Κράτος Μαξίμου – ΕΚΜ), έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν μία δομή όπου οι δύο αυτοί ενεργειακοί Όμιλοι που ελέγχουν τα διυλιστήρια και ένα μέρος πια του δικτύου παροχής ηλεκτρικού ρεύματος μέσω θυγατρικών λειτουργούν σε συνθήκες ολιγοπωλίου.

Η αποκάλυψη

Ένας πολύ έμπειρος γνώστης της αγοράς καυσίμων και όχι μόνον στην Ελλάδα, αποκάλυψε στη «Ζούγκλα» πως αν του δινόταν η σχετική άδεια εισαγωγής θα πωλούσε σήμερα, 7 Αυγούστου, τη βενζίνη στο πρατήριο, στην τιμή του 1,35 ευρώ το λίτρο. Όταν δηλαδή η αντίστοιχη σημερινή τιμή στα νησιά και την Κρήτη αγγίζει (και ξεπερνά) τα 2,10 ευρώ ανά λίτρο σε μέσους όρους. Η διαφορά θα ήταν τεράστια και το όφελος για τον καταναλωτή πολύ μεγάλο. Γιατί όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο που θα ανακούφιζε προφανώς την κοινωνία και θα συνέβαλε αποφασιστικά στον έλεγχο των τιμών των τροφίμων στο ράφι. αφού θα αφαιρούσε κάθε άλλοθι από τη φαρέτρα των αλυσίδων Σούπερ Μάρκετ, τα οποία έχουν αναγάγει την αισχροκέρδεια σε πάγια τιμαριθμική πολιτική;

Ο λόγος είναι ανατριχιαστικά απλός. Με έναν νόμο «κλειδί» το ελληνικό κράτος και ο «νομοθέτης» διασφάλισαν εσαεί το ολιγοπώλιο των δύο Ομίλων (και του κρατικού συνεταίρου τους). Ο νόμος προβλέπει λοιπόν πως για να δοθεί άδεια εισαγωγής καυσίμων η εταιρεία που υποβάλει το αίτημα οφείλει να διαθέτει αποδεδειγμένα εκτεταμένες υποδομές αποθήκευσης (δεξαμενές). Αυτοί οι αποθηκευτικοί χώροι κατά τον νόμο είναι αναγκαίοι εν καιρώ πολέμου και υπόκεινται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές ασφαλείας (προσβολής από αέρος κλπ.). Οι προδιαγραφές αυτές καθορίζουν και το ποσοστό υπέργειων και υπογείων δεξαμενών.

Αντιλαμβάνεται ο κάθε αφελής πως ούτε ιδιωτικοί χώροι αυτής της έκτασης υπάρχουν, ούτε και η δυνατότητα κατασκευής τέτοιων γιγαντιαίων υποδομών υφίσταται. Μόνον κρατικοί οργανισμοί, οι Ένοπλες Δυνάμεις και το ΝΑΤΟ θα μπορούσαν να διαθέσουν εκτάσεις και κονδύλια για μία τέτοια επένδυση. Με λίγα λόγια το ολιγοπώλιο είναι εξασφαλισμένο από κάθε εν δυνάμει ανταγωνιστή.

Ακόμη και τα φιλικά προς την κυβέρνηση διακείμενα ΜΜΕ είναι πλέον υποχρεωμένα να παραδεχτούν πως ένα νέο κύμα πληθωρισμού πλήττει την Οικονομία. Όπως πάντα η επωδός είναι χαρακτηριστική. Φταίνε οι διεθνείς συγκυρίες και αυτός ο πόλεμος – πανάκεια της Ουκρανίας ο οποίος χρησιμοποιείται ως γενικό άλλοθι για κάθε εκτρωματική οικονομική ή πολιτική απόφαση των ελίτ στην Ευρώπη, τη Δύση και ειδικότερα την Ελλάδα.

Να δοθούν άμεσα άδειες εισαγωγής καυσίμων

Είναι προφανές πως αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Πρέπει να μπει ένα τέλος σε αυτό το χωρίς όρια μεθοδευμένο άρμεγμα του Έλληνα καταναλωτή από δύο οικονομικούς Ομίλους και το Κράτος. Έχουμε να κάνουμε με μία νομότυπη κλοπή.

Η κυβέρνηση ως κυρίαρχος διαχειριστής της εξουσίας οφείλει πάραυτα να τελειώνει με αυτόν τον νόμο – φάντασμα, μέσω του οποίου πρακτικά ακυρώνεται ο ανταγωνισμός και στρεβλώνεται η λειτουργία της αγοράς καυσίμων. Με το πρόσχημα των αποθηκευτικών χώρων το Δημόσιο παρεμβαίνει καταλυτικά και στρεβλώνει το σύστημα ακυρώνοντας τους κανόνες.

Η κυβέρνηση οφείλει να αποκαταστήσει τις συνθήκες ανταγωνισμού και να ακυρώσει το καθεστώς ολιγοπωλίου στην αγορά καυσίμων.

Οφείλει λοιπόν άμεσα να θέσει το νομικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει την εισαγωγή καυσίμων από εταιρείες ώστε να υπάρξουν πραγματικές ανταγωνιστικές συνθήκες διαμόρφωσης των τιμών των καυσίμων στην αντλία του πρατηριούχου. Στόχος υπό τις παρούσες διεθνείς συνθήκες αγοράς η διαμόρφωση πλαισίου τιμών ανά λίτρο βενζίνης που θα κυμαίνονται από 1,35 έως 1,50 ευρώ.

Η κυβέρνηση οφείλει επιτέλους να προστατεύσει την κοινωνία από την αδηφάγο πολιτική τιμών στα καύσιμα από την οποία επωφελείται μόνον το ολιγοπώλιο και το ίδιο το Κράτος.

Πέρα όμως από τα αυτονόητα θα πρέπει και οι ίδιοι οι καταναλωτές και οι θεσμοί, οι οποίοι υπάρχουν και δρουν στο όνομα της κοινωνίας να καταδείξουν τον υπαρκτό τους ρόλο. Δεν είναι δυνατόν σε συνθήκες εφιαλτικού υπερπληθωρισμού στα τρόφιμα και αυταπόδεικτων ολιγοπωλιακών πιέσεων στην αγορά καυσίμων οι κοινωνικές δομές των καταναλωτών να σιωπούν και να απουσιάζουν από το προσκήνιο λόγω… θερινής ραστώνης.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης