Η κυβέρνηση επιτέλους αντελήφθη πως η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι καθοδηγούν τις τιμολογιακές πολιτικές στην ενέργεια στην Ευρώπη δεν θα συναινέσουν εύκολα στην επιβολή πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή του φυσικού αερίου που προτείνει η Αθήνα.
Από την άλλη, η αγανάκτηση της κοινωνίας, η οποία παρακολουθεί τις εφιαλτικές αυξήσεις σε όλους τους τομείς της ενέργειας, ρεύμα και καύσιμα, έχει αρχίσει να εκφράζεται και να αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις. Πιεσμένη, λοιπόν, η κυβέρνηση και με ορίζοντα τις επερχόμενες εκλογές, φαίνεται να οδηγείται στην απόφαση να επιβάλει η ίδια πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου, έτσι ώστε να επηρεαστεί η τελική τιμή του ρεύματος στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Το συνολικό κόστος αυτής της παρέμβασης για αυτούς τους 6 μήνες είναι σημαντικό και θα αγγίξει τα 4 δισ. ευρώ. Πρέπει να ξεκαθαρίσει, λοιπόν, η κυβέρνηση πού θα βρει αυτά τα χρήματα και πώς θα τα δικαιολογήσει στον Προϋπολογισμό, αλλά και να απαντήσει στο βασικό ερώτημα τι θα γίνει αν δεν λήξει εγκαίρως η σύγκρουση στην Ουκρανία και αν δεν τιθασευτεί το εφιαλτικό σπιράλ αυξήσεων στην αγορά υδρογονανθράκων.
Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι να επαναφέρει την τιμή της κιλοβατώρας στα μέσα επίπεδα της τιμής του πρώτου εξαμήνου του 2021 -δηλαδή στα 16,6 λεπτά, από 25 λεπτά που είναι σήμερα- και οι σχετικές ανακοινώσεις αναμένονται μέσα στον Μάιο και αφού γνωστοποιηθούν οι προθέσεις της Κομισιόν.
Τα 4 δισ. ευρώ σχεδιάζεται να αντληθούν με πέντε τρόπους. Ο πρώτος είναι η αναθεώρηση των στόχων για το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο θα αυξηθεί από 1,4% σε 2% για το 2022. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξουν επιπλέον κρατικές δαπάνες 1 δισ. ευρώ. Ο δεύτερος βασίζεται στην ελπίδα της υπεραπόδοσης της οικονομίας, για την οποία η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι θα έχει επιπλέον ανάπτυξη 1% και επιπλέον φορολογικά έσοδα 1 δισ. ευρώ. Επίσης, θα δημιουργηθεί «μαξιλάρι» 1,4 δισ. ευρώ και θα εξεταστεί η δυνατότητα φορολόγησης των υπερκερδών των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας. Αν τα παραπάνω δεν αποδειχθούν αρκετά, θα εξεταστεί και η αύξηση του ελλείμματος από τα 2 στα 3 δισ. ευρώ.
Εκτιμάται πως αν το κράτος μπορέσει να καλύψει κατά 70%-100% το αυξημένο κόστος αγοράς φυσικού αερίου, το οποίο συμμετέχει κατά περίπου 30% στο μίγμα της παραγωγής ρεύματος, αλλά η τιμή του τετραπλασιάστηκε το 2021, τότε θα μπορούσαν και οι λογαριασμοί αερίου και ρεύματος να μειωθούν σχεδόν εκεί όπου ήταν πριν από την κρίση.
Ο κίνδυνος σε αυτή την περίπτωση είναι, εφόσον η τιμή στο φυσικό αέριο καθορίζεται χρηματιστηριακά, αντί η κρατική επιδότηση να ενισχύσει το εισόδημα και την κατανάλωση όσων έχουν ανάγκη, να ενισχύει τελικά τους κερδοσκόπους των αγορών: δηλαδή να επιδοτεί την αύξηση των τιμών όσο ψηλά αυτές κι αν φτάσουν, σε περίπτωση που δεν μπει πανευρωπαϊκός κόφτης.
H ωφέλεια, όμως, απλώνεται σε όλο το φάσμα της αγοράς: από το χωράφι, τη μεταποίηση και τη βιομηχανία σε ολόκληρη την παραγωγή και στα νοικοκυριά, ανεξάρτητα από το καύσιμο που χρησιμοποιεί ο καθένας.
Καθώς θεωρείται οριζόντιο μέτρο, δεν δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, ενώ το τελικό δημοσιονομικό κόστος μπορεί και να αποδειχθεί, τελικά, μικρότερο αν το μέτρο συμβάλει στο να αποτραπεί ένα κύμα λουκέτων, απολύσεων και ανατιμήσεων, που θα διέλυαν την παραγωγή, την αγορά, τον καταναλωτή, αλλά και τον προϋπολογισμό, με αυξημένες ανάγκες πληρωμών χωρίς να εισπράττονται τα ανάλογα έσοδα.