Προτάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους διατύπωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης μιλώντας το Σάββατο σε εκδήλωση του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και του ΚΕΠΕ.

Στην ομιλία του με θέμα «Η λύση για το Δημόσιο Χρέος και η προοπτική της Ανάπτυξης» ο κ. Σαχινίδης τόνισε πως λαμβάνοντας υπ’ όψιν την περιορισμένη δυνατότητα που υπάρχει στα Κοινοβούλια των άλλων χωρών να πάρουν αποφάσεις για την ελάφρυνση του χρέους, η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει την περαιτέρω επιμήκυνση του χρέους -με γνώμονα όχι τη μείωση του σε όρους παρούσας αξίας, αλλά τον μηδενισμό του ρίσκου αναχρηματοδότησής του-, αλλά και να κλειδώσει τα επιτόκια στα παρόντα χαμηλά επίπεδα.

Όπως είπε, συνολικά τα δάνεια από την Ευρωζώνη ανέρχονται στα 188 δισ. ευρώ. Τα διμερή δάνεια η Ελλάδα θα αρχίσει να τα αποπληρώνει από το 2020 και η τελευταία προγραμματισμένη δόση είναι το 2041. Ωστόσο, ο μέσος χρόνος αποπληρωμής τους είναι 17 χρόνια, ενώ οι προγραμματισμένες δόσεις αποπληρωμής είναι άνισα κατανεμημένες. Τα δάνεια από τον EFSF έχουν μέση διάρκεια τα 30 έτη και η δομή του προγράμματος αποπληρωμών είναι πιο συγκεκριμένη.

«Η Ελλάδα μπορεί να επιδιώξει την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των διμερών δανείων και εκείνων από τον EFSF στα 70 χρόνια. Αυτό θα οδηγήσει σε αισθητή μείωση των ετήσιων αναγκών αποπληρωμής των δανείων» τόνισε ο κ. Σαχινίδης.

Όσον αφορά στα επιτόκια δανεισμού, υποστήριξε πως περιθώρια μείωσης υπάρχουν μόνο σε εκείνα των διμερών δανείων, καθώς ο EFSF δανείζει την Ελλάδα σχεδόν με το επιτόκιο που δανείζεται ο ίδιος ο μηχανισμός.

«Σήμερα, η Ελλάδα, καταβάλλει κυμαινόμενο επιτόκιο για τα διμερή δάνεια ίσο με το Euribor 3μήνου συν 0,50%.Όμως, μετά την πάροδο 3-5 ετών, εκτιμάται ότι τα επιτόκια αυτά θα αυξηθούν και έτσι θα αυξηθούν και οι δαπάνες για τόκους. Γι’ αυτό πρέπει να ζητήσουμε τη μετατροπή του χαμηλού κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό, για τα επόμενα 15 χρόνια» είπε.

Ο πρώην υπουργός Οικονομικών ανέφερε ακόμα πως, πέρα από τη προαναφερθείσα στόχευση για την ελάφρυνση του χρέους, η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα πρέπει να επεξεργαστεί περαιτέρω και να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα της πρότασης Paris – Wyplosz που οδηγεί σε απομείωση του χρέους των χωρών κατά μέσο όρο κατά 50% μέσω της τιτλοποίησης των εσόδων από το εκδοτικό προνόμιο της ΕΚΤ και να συνεργαστεί με άλλες χώρες για την προώθησή της και την αποδοχή της.