Αυτή την περίοδο συντελείται το μεγαλύτερο κτηριακό πρόγραμμα που έχει γίνει ποτέ στην ελληνική Δικαιοσύνη, με την κατασκευή επτά νέων δικαστικών μεγάρων μέσω του προγράμματος ΣΔΙΤ, σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, στο Κιλκίς, στην Έδεσσα, στις Σέρρες, στο Βόλο, στη Λαμία, στο Ηράκλειο και στα Χανιά, ανέφερε στη Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης, Κώστας Τσιάρας.
Στο πλαίσιο της συζήτησης του νομοσχεδίου για την επιλογή και επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ο κ. Τσιάρας σημείωσε ότι έχει υπογραφεί ήδη η διακήρυξη για το νέο πρωτοδικείο και την νέα εισαγγελία Πρωτοδικών της Αθήνας, ώστε μέχρι το τέλος του 2026 να έχουμε ένα νέο πρωτοδικείο και μια νέα εισαγγελέα Πρωτοδικών 50.000 τ.μ. στον χώρο που βρίσκεται πάνω από το Εφετείο, πάνω από τον ‘Αρειο Πάγο. “Θα έχουμε ένα τετράγωνο Δικαιοσύνης στην Αθήνα, το οποίο θα οριοθετείται στην καρδιά της Αθήνας και θα δίνει μια ταυτότητα συνολικά στη Δικαιοσύνη, και νομίζω ότι με αυτόν τον τρόπο θα έχουμε συμβάλει ουσιαστικά σε ένα πολύ μεγάλο βήμα που αφορά τη δικαιοσύνη γενικότερα στην Ελλάδα, πολύ δε περισσότερο στο μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας που είναι το Πρωτοδικείο της Αθήνας” είπε ο κ. Τσιάρας. Επίσης ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη ο δημόσιος διεθνής διαγωνισμός για την αγορά κτιρίου για το νέο δικαστήριο του Πειραιά.
“Αν όλα αυτά δεν συνιστούν μια τεράστια προσπάθεια από την πλευρά του υπουργείου Δικαιοσύνης να δημιουργήσει μια άλλη πραγματικότητα, με αναβαθμισμένες υποδομές, με υποδομές που αξίζουν και στην ελληνική Δικαιοσύνη, αλλά και στους Έλληνες πολίτες, και που να δημιουργούν τον λόγο για τον οποίο θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που έρχονται από το παρελθόν, αυτό είναι ένα ερώτημα, το οποίο, αν δεν απαντάται από τους αξιότιμους συναδέλφους των κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι βέβαιο ότι θα απαντηθεί από τους Έλληνες πολίτες” τόνισε ο κ. Τσιάρας.
Ο εισηγητής της πλειοψηφίας
Επί του νομοσχεδίου τοποθετήθηκε εκ μέρους της ΝΔ, ο εισηγητής Ευριπίδης Στυλιανίδης, ο οποίος ανάφερε ότι κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι σαφώς η βελτίωση της ταχύτητας και της ποιότητας της παρεχόμενης δικαιοσύνης και μια σημαντική παράμετρος, της πολυπαραγοντικής αυτής υπόθεσης, εκτός των άλλων που την επηρεάζουν, είναι αναμφισβήτητα η υποστελέχωση των κεντρικών και των περιφερειακών δικαστηρίων σε εξειδικευμένους και συνεχώς καταρτιζόμενους στα νέα δεδομένα δικαστικούς υπαλλήλους. “Όσο φιλότιμο και αν είναι το υφιστάμενο προσωπικό, όσο ικανοί και ευσυνείδητοι και αν είναι οι Έλληνες δικαστές, αυτό δεν αρκεί, αν οι υποδομές και τα μέσα δεν εκσυγχρονίζονται και η διοίκηση δεν ενισχύεται κεντρικά και περιφερειακά από δικαστικούς υπαλλήλους, κατάλληλα επιλεγμένους, σωστά εκπαιδευμένους, αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό που υπηρετούν, συνεχώς επιμορφούμενους, για να μπορούν να προσαρμόζονται στις σύγχρονες ανάγκες απονομής δικαιοσύνης, με ποιότητα, αλλά κυρίως και με ταχύτητα που σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι το ζητούμενο. Σε αυτή την αναγκαιότητα απαντά με πληρότητα το παρόν σχέδιο νόμου το οποίο εισάγει για πρώτη φορά κατεύθυνση δικαστικών υπαλλήλων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών που αφορά στον κλάδο των γραμματέων όλων των κατηγοριών, Π.Ε., Τ.Ε. και Δ.Ε., αναγνωρίζοντας τον ειδικό ρόλο που καλούνται αυτοί να διαδραματίσουν στη συνέχεια της καριέρας τους” τόνισε ο κ. Στυλιανίδης. Επίσης αναφέρθηκε στις ρυθμισεις που θεσπίζονται για την επιλογή, την κατάρτιση και την επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων από την Εθνική Σχολή Δικαστών (με εισαγωγικό διαγωνισμό, που θα προκηρύσσεται κάθε έτος προκειμένου να καλυφθούν οι κενές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων του κλάδου των γραμματέων όλων των κατηγοριών). Ειδική μνεία έκανε ο εισηγητής της ΝΔ στις τροποποιήσεις, τόσο στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και ενίσχυση του ΑΣΕΠ, με σκοπό την εναρμόνισή τους με το κανονιστικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστών, όσο και στις μεταβατικές διατάξεις, που αφορούν τόσο στο χρόνο διενέργειας των εξετάσεων, με σκοπό την άμεση κάλυψη των κενών που υπάρχουν στις δικαστικές υπηρεσίες, όσο και στον προϋπολογισμό της Εθνικής Σχολής για το 2023. Τέλος, αναφέρθηκε στις τροποποιήσεις στον ν.4871/2021 που διέπει την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, που στόχο έχουν την επικαιροποίηση μιας σειράς διατάξεων, λόγω της εκ των υστέρων ισχύος νέου κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και οργάνωσης δικαστικών λειτουργών και στις διορθωτικές παρεμβάσεις στο στάδιο της κατάρτισης των εκπαιδευόμενων δικαστικών λειτουργών, καθώς και σε σχέση με την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών.
Καταλήγοντας, ο κ. Στυλιανίδης υπογράμμισε ότι ο νέος νόμος στοχεύει στην αποκατάσταση της αναλογίας τριών δικαστικών υπαλλήλων ανά δικαστή, διασφαλίζει την αξιοκρατική επιλογή, την άρτια θεωρητική και πρακτική τους εκπαίδευση, την εξ αρχής συνεργασία των δικαστικών υπαλλήλων με τους δικαστές, τη διά βίου εκπαίδευσή τους σε νέες δεξιότητες και, επομένως, την εξοικείωση με τη συνεχώς εξελισσόμενη ψηφιακή τεχνολογία, ενώ όμως εκσυγχρονίζει τεχνικά, βελτιώνει λειτουργικά και θωρακίζει θεσμικά το χώρο της ελληνικής δικαιοσύνης, “για αυτό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός”.
Οι εισηγητές των κομμάτων
Η εισηγήτρια της μειοψηφίας, Τάνια Ελευθεριάδου, αφού περιέγραψε με μελανά χρώματα την κατάσταση στον χώρο της Δικαιοσύνης με την υποστελέχωση, το κτηριακό πρόβλημα, τις κενές οργανικές θέσεις κ.ά., κατηγόρησε την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι το νομοσχέδιο δεν έλαβε υπόψη του τις απόψεις, την κριτική και τις προτάσεις των καθ’ ύλην αρμόδιων δικαστικών υπαλλήλων, κάτι που είναι απαξιωτικό, τόσο προς τους δικαστικούς υπαλλήλους, όσο και προς τα μέλη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δικαστικούς λειτουργούς και άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες. Επίσης, υποστήριξε ότι τα κενά που υπάρχουν, δεν θα καλυφθούν με βάση τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, ούτε σε δέκα χρόνια, ενώ ούτε η υποαμειβόμενη εργασία των δικαστικών υπαλλήλων αντιμετωπίζεται. Πολύπλοκη και απαιτητική είναι επίσης, σύμφωνα με την κ. Ελευθεριάδου, η διαδικασία που προβλέπεται για την πρόσληψη των υπαλλήλων. Το ΑΣΕΠ παρακάμπτεται και μπαίνουν γραπτές εξετάσεις και προφορικές στο ίδιο γνωστικό αντικείμενο. Η επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων δεν χρειάζεται να γίνεται μέσω της Σχολής, παρά να υπάρχει δια βίου επιμόρφωση τους, επεσήμανε.
“Η μόνη λύση που υπάρχει, είναι αυτή που ζητούν που ζητούν και οι δικαστικοί υπάλληλοι, να αποσύρετε το νομοσχέδιο για περαιτέρω επεξεργασία με τους αρμόδιους φορείς και να κάνετε άμεσα τις απολύτως απαραίτητες προσλήψεις που έχουν εγκριθεί, τουλάχιστον για το 2022, με το νόμο 4798 το 2021” κατέληξε η κα Ευλεθεριάδου.
Η ειδική αγορήτρια του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, Νάντια Γιαννακοπούλου, υπογράμμισε ότι πέραν των θετικών σημείων του νομοσχεδίου, (αφού προβλέπει την αναβάθμιση του ρόλου των δικαστικών υπαλλήλων μέσω της δημιουργίας μιας Σχολής η οποία θα λειτουργεί και στόχος θα είναι να υπάρχει εκσυγχρονισμός της ελληνικής Δικαιοσύνης) υπάρχουν ορισμένα άρθρα που απαιτούν περαιτέρω διευκρινίσεις. Ωστόσο, τόνισε την ανάγκη να απαντηθεί το ερώτημα “αν μπορούμε να δώσουμε οριστική ριζική λύση με τις προτάσεις οι οποίες επέρχονται με βάση τα συγκεκριμένα από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ή μήπως χρειάζονται άλλες προβλέψεις”. Επεσήμανε δε, ως το πιο σημαντικό πρόβλημα, όχι απλώς την έλλειψη καταρτισμένων δικαστικών υπαλλήλων, αλλά γενικώς την έλλειψη υπαλλήλων. Εξάλλου, ζήτησε να υπάρχει απόλυτη διαφάνεια στη διαδικασία των προσλήψεων, να γίνουν κάποιες προσλήψεις με βάση το άρθρο 11 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων και από το 2023 και μετά, θα μπορούσε να ξεκινήσει η όποια διαδικασία με βάση τη μεταρρύθμιση αυτή. Τέλος, κατέθεσε προβληματισμό και ως προς τον χρόνο εκπαίδευσης.
Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, ανέφερε ότι ανεξάρτητα από την όποια αποτελεσματικότητα των διαφόρων εγχειρημάτων, ώστε να επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης, το κύριο χαρακτηριστικό αυτών των παρεμβάσεων, είναι η ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης κυρίως στις υποθέσεις επενδυτικού ενδιαφέροντος. “Πέρα από το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτός ο στόχος – με γλαφυρότητα που είχε περιγραφεί και στη γνωστή απαράδεκτη Έκθεση Πισσαρίδη – συνολικότερα για την οικονομία, τους θεσμούς και ειδικότερα για τη δικαιοσύνη, υλοποιείται βήμα το βήμα, μέσα από αυτού του είδους τις αλλαγές στη λειτουργία της δικαιοσύνης. Έτσι είναι και ο αντιλαϊκός δικαστικός “Καλλικράτης”, που προετοιμάζεται εντατικά από την κυβέρνηση. Ήδη έχουν κυκλοφορήσει οι πρώτοι σχεδιασμοί για την υλοποίησή του. Αυτή την επιδίωξη, κατά τη γνώμη μας, υπηρετεί και το συζητούμενο νομοσχέδιο” είπε.
Ειδικότερα, η κα Κομνηνάκα είπε πως δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες ότι με τις διατάξεις του νομοσχεδίου θα ανατραπεί η κατάσταση με τις “εξοντωτικές” συνθήκες λειτουργίας για τους ίδιους τους υπαλλήλους, τις κενές οργανικές θέσεις που βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ τα τελευταία χρόνια, τις συνταξιοδοτήσεις και τις παραιτήσεις δικαστικών υπαλλήλων. Επίσης εξέφρασε αντιρρήσεις για την διαδικασία που υφίστανται οι υποψήφιοι για μια θέση δικαστικού υπαλλήλου, και κάλεσε τον υπουργό να προχωρήσει άμεσα σε ένα συνδυασμό μέτρων που θα λύνουν και άμεσα το πρόβλημα, αλλά θα έχουν και ένα μακροπρόθεσμο ορίζοντα για την άμεση προκήρυξη διαγωνισμού για την κάλυψη όλων των κενών οργανικών θέσεων στις δικαστικές υπηρεσίες, ταυτόχρονα με έναν ετήσιο προγραμματισμό για την αναπλήρωση των κενών θέσεων που δημιουργούνται λόγω συνταξιοδοτήσεων, παραιτήσεων κ.λπ..
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Χήτας, υπογράμμισε την ανάγκη να ενισχυθούν τα δικαστήρια, να στελεχωθούν με το απαραίτητο και φυσικά καταρτισμένο προσωπικό με την πρόσληψη μονίμων δικαστικών υπαλλήλων, ή την πλήρωση των κενών οργανικών θέσεων, αλλά έθεσε και το ερώτημα, γιατί δεν αρκούν οι διαγωνιστικές διαδικασίες του ΑΣΕΠ, για την επιλογή των δικαστικών υπαλλήλων. Επίσης εκτίμησε ότι είναι πιθανό μέσω του συγκεκριμένου τρόπου πρόσληψης να δημιουργηθούν δικαστικοί υπάλληλοι δύο ταχυτήτων, και από μόνο του αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη λειτουργία των δικαστηρίων. “Γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχει εξασφαλισθεί η αξιοκρατία και η ίση αντιμετώπιση όλων των δικαστικών υπαλλήλων σε κάθε νέο μέτρο” τόνισε. Κατέληξε δε, επισημαίνοντας ότι οι δικαστικές υπηρεσίες πρέπει να είναι άρτια συγκροτημένες και στελεχωμένες, για να βοηθούν τους δικαστικούς λειτουργούς – και το ζητούμενο είναι η καταπολέμηση της βραδύτητας της απονομής δικαιοσύνης και η επιτάχυνση των διαδικασιών με διαφανείς και αξιοκρατικές προσλήψεις.
Η ειδική αγορήτρια του ΜέΡΑ25, Μαρία Απατζίδη, παρατήρησε ότι έρχεται ένα σχέδιο νόμου που δεν προβλέπει καμία Σχολή Δικαστικών Υπαλλήλων αλλά κάτι εντελώς διαφορετικό, καθώς, σύμφωνα με τις προβλέψεις, οι προσλήψεις και η επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων θα γίνονται μέσω της Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και το γεγονός αυτό δείχνει μεγάλη προχειρότητα και αποδεικνύει τον εμπαιγμό της κυβέρνησης προς τους δικαστικούς υπαλλήλους, την αυταρχική της στροφή καθώς και την αποστροφή της προς τη διαφάνεια, τον έλεγχο και τον ουσιαστικό διάλογο. Ανέφερε επίσης, ότι το σχέδιο νόμου σε καμία περίπτωση δεν απαντά στα χρόνια και συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα των δικαστικών υπηρεσιών και των δικαστικών υπαλλήλων, η υποστελέχωση παραμένει, και τα κενά αυτά δεν πρόκειται να αναπληρωθούν ούτε στην επόμενη δεκαετία, δεδομένου μάλιστα του ετήσιου αριθμού αποχωρήσεων λόγω συνταξιοδότησης, ενώ παραμένει και η υπαμειβόμενη εργασία, γιατί οι αποδοχές έχουν μειωθεί δραματικά. Η κα Απατζίδη, δήλωσε ότι το ΜέΡΑ25 στηρίζει τα αιτήματα των δικαστικών υπαλλήλων και στέκεται κριτικά απέναντι στο νομοσχέδιο, και δήλωσε επιφύλαξη για την τελική τοποθέτηση του κόμματός της επ’ αυτού.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης
“Με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο κλείνουμε έναν πολύ μεγάλο κύκλο μεταρρυθμίσεων που έχουμε επιχειρήσει στην ελληνική δικαιοσύνη τα τελευταία τρεισήμισι χρόνια. Εκτιμώ ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικότερη εξέλιξη που αφορά σε κάτι απολύτως θετικό σε ό,τι αφορά την λειτουργία του δικαστικού μας συστήματος” τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης κατά την ομιλία του και απάντησε στα επιμέρους ζητήματα που έθεσαν οι εκπρόσωποι των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Ο κ. Τσιάρας απέρριψε την κριτική που αφορά σε κενά στην διαδικασία των προσλήψεων, λέγοντας πως υπάρχουν τρία μέλη του ΑΣΕΠ στην Επιτροπή και εξέφρασε την απορία του για το πώς μπορεί να εκφράστηκαν έστω και δειλά κάποια ερωτήματα ή κάποια υπόνοια ερωτημάτων, σε σχέση με τη διαφάνεια της συγκεκριμένης διαδικασίας. “Αν υπήρχαν τέτοιου είδους ζητήματα, προφανώς θα τα είχαμε δει σε κάθε διαγωνισμό του ΑΣΕΠ. Όταν όμως διασφαλίζεται η ακεραιότητα, η διαφάνεια του διαγωνισμού, με την παρουσία τουλάχιστον των τριών μελών του ΑΣΕΠ που προσδιορίζονται από το σχέδιο νόμου, δεν μπορεί να διατυπώνονται τέτοιου είδους ερωτήματα. Όπως επίσης και το γεγονός ότι με ρωτήσατε, γιατί δεν κάνουμε τον διαγωνισμό που προβλέπεται με τον νόμο που ψηφίσαμε, κατά τον Κώδικα των Δικαστικών Υπαλλήλων; Μα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εσείς εκφράσατε ανησυχία για τη διαφάνεια του διαγωνισμού, όταν ήδη προσδιορίζεται ο διαγωνισμός με τη συμμετοχή των τριών μελών του ΑΣΕΠ. Σε μια άλλη περίπτωση, αλήθεια, θα λέγατε ότι μπορούμε να κάνουμε έναν διαγωνισμό χωρίς τη συμμετοχή του ΑΣΕΠ; Αυτό θέλω να μου το απαντήσετε κάποια στιγμή στις επόμενες συνεδριάσεις, για να το καταλάβω. Διότι εδώ νομίζω, ότι η προσπάθεια του να διατυπώσει κανείς μια διαφορετική άποψη ή να αντιπαραθέσει επιχειρήματα, προφανώς αντιβαίνει σε κάποια ζητήματα, τα οποία νομίζω ότι είναι η αρχή, κατά βάσιν, όλης της διαδικασίας που ακολουθεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα, εδώ και τουλάχιστον δυόμισι δεκαετίες, από την ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου που αφορά στο ΑΣΕΠ” ανέφερε.
Σχετικώς με την αμφισβήτηση που υπήρξε, ότι δεν λύνεται το πρόβλημα της υποστελέχωσης των υπηρεσιών των δικαστηρίων, ο κ. Τσιάρας, αφού τόνισε ότι είναι απολύτως γνωστό ότι μέσω των κλασικών διαδικασιών πρόσληψης του Δημοσίου, μέσω του ΑΣΕΠ, η δυνατότητά του να στελεχώσουμε τη Δικαιοσύνη με δικαστικούς υπαλλήλους είναι ανύπαρκτη, εξήγησε ότι η προσπάθεια για αναζήτηση της λύσης στο θέμα αυτό, κατέληξε στη σύσταση της συγκεκριμένης διαδικασίας, επαναλαμβανόμενη κάθε χρόνο με συγκεκριμένους όρους στο μοντέλο της Εθνικής Σχολής Δικαστών, ώστε να μπορέσει να λύσει το πρόβλημα σε ένα συγκεκριμένο βαθμό. Έθεσε δε το ερώτημα ιδιαιτέρως προς την εισηγήτρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πόσοι δικαστικοί υπάλληλοι προσελήφθησαν επί διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. “Διότι το να έρχεται εδώ κανείς και να κάνει κριτική με τόσο μεγάλη ευκολία, όταν η δική του περίοδος είναι απολύτως προβληματική σε όλα τα μέτωπα και σε όλα τα επίπεδα, νομίζω ότι συνιστά τουλάχιστον μία ανακόλουθη στάση σε σχέση με την πολιτική επιχειρηματολογία” παρατήρησε.
“Αν έρχεται ο καθένας υποκριτικά, απλά και μόνο για να κάνει μια κριτική η οποία δεν εδράζεται σε μια πολιτική θέση, αλλά σε μια έκφραση ενδεχομένως του συνδικαλιστικού οργάνου της ΟΔΥΕ, θα το δεχτώ αυτό. Αυτό όμως δεν είναι πολιτική, και πρέπει να το καταλάβουμε αυτό” είπε επίσης. Διαβεβαίωσε δε, ότι όσα θέματα τέθηκαν και δημιουργούν ενδεχομένως προβληματισμό, αποτέλεσαν σημεία προβληματισμού και του ίδιου του υπουργείου καθ’ όλη την περίοδο που ετοιμαζόταν το νομοσχέδιο.
Αναφορικώς με την επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων, ο κ. Τσιάρας είπε ότι δεν μπορεί παρά να είναι ένα σταθερό ζητούμενο, το οποίο δρομολογείται με την κατεύθυνση στην Εθνική Σχολή Δικαστών, ακριβώς για να υπάρχει η διά βίου επιμόρφωση αυτή. Εξήγησε ότι θα πραγματοποιηθεί με την ταχύτερη δυνατή διαδικασία ειδικά για φέτος, ενώ δεν προβλέπεται να ακολουθήσουμε τη διαδικασία του Ιουνίου που περιγράφεται στο νομοσχέδιο, αλλά αμέσως μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου θα δρομολογηθούν οι διαδικασίες για να μπορέσουμε να τους έχουμε το ταχύτερο δυνατό. “Αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με fast track διαδικασίες. Θα ακολουθήσουμε τα συγκεκριμένα βήματα τα οποία θα άρουν κάθε υποψία σε σχέση με τη διαδικασία και τη διαφάνεια του διαγωνισμού” προσέθεσε.
“Αν θέλουμε όντως να αντιμετωπίσουμε τις παθογένειες που έχει η ελληνική δικαιοσύνη, αν θέλουμε κυρίως να αντιμετωπίσουμε το θέμα της καθυστέρησης στο χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, νομίζω ότι το να μπούμε στο δικαστικό σύστημα καταρτισμένοι υπάλληλοι, είναι ο βασικός αν θέλετε παράγοντας, που θα μας βοηθήσει να κινηθούμε σε αυτή την κατεύθυνση” επισήμανε επίσης.
Τέλος, διαβεβαίωσε ότι δεν θα υπάρχουν υπάλληλοι δύο ταχυτήτων διότι όλα αυτά προβλέπονται ήδη από τον Κώδικα των Δικαστικών Υπαλλήλων και έχουν ξεκαθαρίσει.
”Η προσπάθεια που κάνουμε στο κομμάτι της ενίσχυσης, γενικά της λειτουργίας της Δικαιοσύνης, πέρα από την πλινθοποίηση που έχει κάνει άλματα το τελευταίο χρονικό διάστημα, οι δικαστικοί υπάλληλοι αναγνωρίζουν την προσπάθεια που έχει κάνει το υπουργείο Δικαιοσύνης, και για την ψηφιακή απομαγνητοφώνηση των πρακτικών των ποινικών δικαστηρίων, και για το ηλεκτρονικό πινάκιο, όπου πλέον αρχίζει και γίνεται πραγματικότητα, και για την ηλεκτρονική ροή της μήνυσης, και για τη γενικότερη ψηφιοποίηση η οποία, σε ένα μεγάλο βαθμό, έχει αποφορτίσει από όγκο δουλειάς τους δικαστικούς υπαλλήλους. Ξέρω πολύ καλά και το γνωρίζουμε όλοι μας, ότι δεν φτάνουν μόνο αυτά, γι’ αυτό κάνουμε και τα επόμενα βήματα. Και βεβαίως, δεν φτάνει ούτε καν το γεγονός ότι έχουμε καταφέρει και έχουμε εξασφαλίσει υπερωρίες για τη φετινή χρονιά, για πρώτη φορά, που ανέρχονται στο 1,5 εκατ. ευρώ για τους δικαστικούς υπαλλήλους, ούτε επίσης για το γεγονός ότι έχουμε καταφέρει να εντάξουμε το λεγόμενο μπόνους για τους δικαστικούς υπαλλήλους στο Ταμείο Ανάκαμψης, που θα δώσει ένα επιπλέον κίνητρο σε ανθρώπους που προσφέρουν πραγματική εργασία, ακόμη και πέρα από τον χρόνο του συγκεκριμένου ωραρίου και βοηθούν καθοριστικά το σύστημα της δικαιοσύνης να λειτουργήσει μέσα από τις δυνατότητές του” κατέληξε ο υπουργός Δικαιοσύνης.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ