Η ενασχόληση των Ελλήνων με την τέχνη της τυπογραφίας, δηλαδή από το 1476 στο Μιλάνο έως την τρίτη δεκαετία του 16ου αιώνα στη Ρώμη, είναι, κυριολεκτικά, «κρητική υπόθεση».

Η εκτύπωση ελληνικών εντύπων στην Ιταλία είναι απότοκο της συστηματικής διδασκαλίας των ελληνικών γραμμάτων, από το 1397, τότε δηλαδή που ο καγκελάριος της Φλωρεντίας, και άνθρωπος των γραμμάτων, Collucio Salutati, θεσμοθέτησε έδρα Ελληνικών στο Στούντιο, με πρώτο δάσκαλο τον Μανουήλ Χρυσολωρά. Το μαθητικό κοινό του Χρυσολωρά, όπως και οι ακροατές του, δεν γνώριζαν ελληνικά και έτσι ο βυζαντινός δάσκαλος συνέταξε ένα γραμματικό εγχειρίδιο, τα Ερωτήματα, αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Το εν λόγω εγχειρίδιο κυκλοφόρησε σε χειρόγραφη μορφή, ενίοτε μάλιστα και δίγλωσσο (ελληνικά-λατινικά) και από τα πρώτα βήματα της τυπογραφίας στην Ιταλία, γύρω στο 1470, Ιταλοί τυπογράφοι άρχισαν να εκδίδουν τα Ερωτήματα για τη χρήση σχολικών κέντρων σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας, όπως η Βιτσέντζα, η Βενετία, η Πάρμα κ.ά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στο πλαίσιο της συστηματικής καλλιέργειας των ελληνικών γραμμάτων, σε όλα σχεδόν τα πανεπιστημιακά και σχολικά κέντρα της Ιταλίας, πραγματοποιήθηκε και η πρώτη έκδοση της Γραμματικής του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, την οποία είχε συντάξει για λογαριασμό της μαθήτριάς του Ιππολύτης, κόρης του δούκα του Μιλάνου. Για την έκδοση της Γραμματικής, χαράχθηκε μια νέα πλήρης σειρά τυπογραφικών χαρακτήρων, που βρέθηκε στο τυπογραφείο του περιώνυμου καλλιγράφου από την Κρήτη, Δημήτριου Δαμιλά. Το βιβλίο αυτό, που είναι το πρώτο που φέρει χρονολογία έκδοσης (1476), τυπώθηκε σε ένα τυπογραφικό εργαστήρι του Μιλάνου, του Dionysius Paravicinus.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Δύο χρόνια, περίπου, αργότερα, ένας ουμανιστής, ονόματι Bonus Accursius, θα ανοίξει μια σχολή στο Μιλάνο με αποκλειστικό σκοπό να καλλιεργήσει τα ανθρωπιστικά γράμματα και να διαδώσει την ελληνική γλώσσα. Στο πλαίσιο αυτό συνεργάστηκε με κάποιους τυπογράφους και αφού «κόπηκε» μια νέα σειρά τυπογραφικών χαρακτήρων, βασισμένη στην προηγούμενη (1476) του Δαμιλά, εκτύπωσε μια σειρά ελληνικών και ελληνο-λατινικών βιβλίων, από το 1478 και το 1482, στα οποία δεν αναφέρεται ο τυπογράφος, αλλά πιθανότατα ήταν ο ίδιος ο Δαμιλάς. Ανάμεσα στις εκδόσεις αυτές είναι το Ψαλτήριο (πρώτο έντυπο ελληνικό λειτουργικό βιβλίο), τα Ειδύλλια του Θεόκριτου, η επανέκδοση της Γραμματικής του Λάσκαρη και το Ελληνο-λατινικό λεξικό του J. Crastonus.

Ο Δαμιλάς, πέραν της κωδικογραφικής του δεξιοτεχνίας, απέκτησε πρόσθετη αίγλη στα πνευματικά κέντρα της Ιταλίας και κλήθηκε από τον Δημήτριο Χαλκοκονδύλη στη Φλωρεντία, όπου συμμετείχε εκτυπωτικά, και όχι μόνο, στη μνημειώδη έκδοση των Απάντων του Ομήρου. Η έκδοση αυτή, με τα έπη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά και με άλλα μικρότερα έργα που αποδίδονταν τότε στον Όμηρο, κυκλοφόρησε σε δύο τόμους (1488/89), με την οικονομική αρωγή ενός μαθητή του Χαλκοκονδύλη, και χαιρετίστηκε από όλο τον ουμανικό κόσμο της Ιταλίας, από ηγεμόνες και πρίγκιπες ιταλικών κρατιδίων αλλά και το περιβάλλον του ίδιου του Πάπα.

Η έκδοση των Απάντων προκάλεσε το ενδιαφέρον της οικογένειας των Μεδίκων, μέλη της οποίας, πριν από το 1494, στήριζαν οικονομικά την πρόθεση του Ιανού Λάσκαρη να εκδώσει σε μεγαλογράμματη γραφή –τα γνωστά καπιταλάκια– την Ανθολογία του Μάξιμου Πλανούδη, με σκοπό να θυμίζει τυπογραφικά την αρχαία γραφή.

Η Ανθολογία, που περιείχε πλήθος υλικού από την αρχαία επιγραμματική τέχνη, υπήρξε θεμέλιο για σημαντικές εκδόσεις που ακολούθησαν, όπως: Τραγωδίαι του Ευριπίδη, Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου, Διάλογοι του Λουκιανού κ.ά. Η αρχική μεγαλογράμματη γραμματοσειρά αποδείχθηκε με το χρόνο δύσχρηστη και αδόκιμη για εκτενή κείμενα και σχόλια και έτσι στην έκδοση των Διαλόγων του Λουκιανού χρησιμοποιήθηκαν και πεζά στοιχεία που χαράχθηκαν στο τυπογραφείο του Λάσκαρη. Η λειτουργία του τυπογραφείου αυτού στη Φλωρεντία διήρκησε ως την κατάληψη της πόλης από τα γαλλικά στρατεύματα του Καρόλου Η΄.

Στη Βενετία τώρα, είχαν καταφύγει, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κυρίως, πολλοί Έλληνες, όπως και άλλοι που προέρχονταν από τις νησιωτικές κτήσεις της Γαληνοτάτης, την Κρήτη, την Κέρκυρα και πολλά νησιά του Αιγαίου, αλλά και από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως λόγου χάρη τη Μεσσηνία.
Παράλληλα, πολλοί Βενετοί πατρίκιοι και λόγιοι μεταβαίνουν στην Κρήτη για να σπουδάσουν ελληνικά και καθώς στη Μεγαλόνησο, όπως και σε οποιαδήποτε ελληνική κτήση της Βενετίας δεν λειτουργεί τυπογραφείο, οι Έλληνες στρέφονται στη Βενετία για να εκδώσουν εργασίες τους. Έτσι, δύο ιερείς από την Κρήτη, ο Λαόνικος Κρης (Νικόλαος Καββαδάτος) και ο Αλέξανδρος Χάνδακος (Γεώργιος Αλεξάνδρου) επιχείρησαν να εδραιώσουν ένα τυπογραφείο στην οικία τους στη Βενετία, με σκοπό να κυκλοφορήσουν βιβλία για το ελληνικό μαθητικό κοινό, σε σχολεία της Κρήτης μάλλον. Με μια νέα οικογένεια ελληνικών χαρακτήρων που κόπηκε για λογαριασμό τους, εξέδωσαν το 1486 το Ψαλτήρι και τη Βατραχομυομαχία [εικ. 6], με μαύρη μελάνη το κυρίως κείμενο και ερυθρά τα σχόλια.

Το 1499 αποτελεί ορόσημο για την ελληνική τυπογραφία, καθώς, μετά από πέντε χρόνια προπαρασκευής, άρχισε να λειτουργεί το πρώτο ελληνικής ιδιοκτησίας τυπογραφείο, με πρωτεργάτες τους Νικόλαο Βλαστό και Ζαχαρία Καλλιέργη. Ο Βλαστός, γόνος κρητικής αρχοντικής οικογένειας, υπήρξε πληρεξούσιος της Άννας Νοταρά, κόρης του Μεγάλου Δούκα της Κωνσταντινουπόλεως Λουκά Νοταρά, και έτσι κατόρθωσε το εκδοτικό του εγχείρημα να υποστηριχθεί οικονομικά από τη δεσποσύνη της.

Ο Καλλιέργης πάλι, η γραφή του οποίου υπήρξε πρώτυπο για τη γραμματοσειρά που χαράχθηκε και χρησιμοποιήθηκε και για τις τέσσερις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν από το τυπογραφείο (1499-1500), υπήρξε περιώνυμος κωδικογράφος και λόγιος, γόνος ίσως της γνωστής κρητικής αριστοκρατικής οικογένειας. Ο τυπογραφικός οίκος τους ήταν επανδρωμένος από άτομα κρητικής καταγωγής και μόνο, και πέραν των Καλλιέργη και Βλαστού, να αναφέρουμε εδώ τον Ιωάννη Γρηγορόπουλο και τον σπουδαιότερο καλλιγράφο της εποχής, τον Ιωάννη Ρώσσο, του οποίου τα πρωτογράμματα και επίτιτλα των χειρογράφων που επιμελήθηκε υπήρξαν πρώτυπο για τη χάραξη των αντίστοιχων που κοσμούν όλες τις εκδόσεις του κρητικού οίκου.

Μία άλλα καινοτομία των μελών της τυπογραφικής αυτής σύμπραξης ήταν ο χαρακτηρισμός των εκδόσεων με τα τυπογραφικά σήματά τους, που τυπώθηκαν με ερυθρά και μαύρη μελάνη. Ο Καλλιέργης επέλεξε ως τυπογραφικό σήμα το οικόσημο της οικογένειάς του με το βυζαντινό αετό και τα αρχικά ΖΚ, ενώ ο Βλαστός μία σύνθεση με το όνομά του (Νικόλαος Βλαστός), πλεγμένα σε ένα βλαστάρι άμπελου με κεντρικό κορμό έναν σταυρό – σχεδίαση του Ρώσσου μάλλον.


Το τυπογραφείο εξέδωσε τέσσερα συγγράμματα: Μέγα Ετυμολογικόν, σπουδαίο βυζαντινό λεξικό, Σιμπλίκιος, Υπόμνημα εις τας δέκα κατηγορίας του Αριστοτέλους (1499), Υπόμνημα εις τας πέντε φωνάς από φωνής Αμμωνίου Μικρού του Ερμείου (1500) και Θεραπευτική του Γαληνού (1500).

Θέλοντας να διατηρήσουν τη λαμπρότητα των βυζαντινών χειρογράφων, οι Βλαστός και Καλλιέργης, χρησιμοποίησαν την ερυθροτυπία όχι μόνο στα επίτιτλα και πρωτογράμματα αλλά και στα κεφαλαία γράμματα κάθε σελίδας, που ορίζουν την αρχή του λήμματος. Οι εκδόσεις αυτές θεωρούνται από όλους τους ιστορικούς της τυπογραφίας ως μνημειακές, που συνεχίζουν τη βυζαντινή παράδοση της κωδικογραφίας.

Η παύση και διάλυση του τυπογραφείου, μετά από δύο χρόνια μόνο λειτουργίας, οφείλεται στο τεράστιο κόστος παραγωγής των εκδόσεων αυτών, σε συνδυασμό με τη χρεοκοπία της βενετικής τράπεζας του Lipomano, που διαχειριζόταν τα οικονομικά συμφέροντα του Βλαστού.

Ο Ζαχαρίας Καλλιέργης συνέχισε μόνος την τυπογραφική του περιπέτεια και επιχείρησε να εκδώσει μικρόσχημα βιβλία, στη Βενετία το 1509, έχοντας την οικονομική υποστήριξη ενός Ιταλού εκδότη-βιβλιοπώλη ονόματι Jacobus Pentius de Lenco. Με μια νέα σειρά τυπογραφικών στοιχείων θα τυπώσει τα Εξεψάλματα, το Έκθεσις παραινετική Αγαπητού διακόνου, προς Ιουστινιανόν τον Καίσαρα, ήτις παρ’ Έλλησι ονομάζεται σχέδη και το Ωρολόγιον. Από τα βιβλία αυτά κάνει έκκληση στους απανταχού Έλληνες να υποστηρίξουν το εκδοτικό του εγχείρημα, έτσι ώστε να διατηρηθεί η ελληνική πνευματική παράδοση, η γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη, δηλαδή τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά του Γένους.

Λίγο πριν από το 1515, ο τότε Πάπας Λέων Ι´, γόνος της οικογένειας των Μεδίκων και υπέρμαχος της διάδοσης των ελληνικών γραμμάτων, θέλοντας να καταστήσει τη Ρώμη κέντρο των ελληνικών σπουδών, ώστε να μην υστερεί σε σχέση με άλλα κέντρα, όπως το Μιλάνο, η Φλωρεντία και η Βενετία κυρίως, προσκαλεί τον Καλλιέργη στη Ρώμη, προκειμένου να πρωτοστατήσει στην εκτύπωση ελληνικών βιβλίων.

Ο Καλλιέργης συνεργάστηκε αρχικά με τον Cornelio Benigni, λόγιο στον κύκλο του πάπα Λέοντα Ι´ και του μαικήνα των γραμμάτων Agostino Chigi. Εργάσθηκε εκεί από το 1515 έως το 1523 και εξέδωσε μεγάλο αριθμό μνημειακών εκδόσεων, αλλά και χρηστικού πανεπιστημιακού χαρακτήρα. Η πρώτη του έκδοση, Ωδές του Πινδάρου, πρώτη με σχόλια, αντιπροσωπεύει την πληρέστερη σελίδα τίτλου ελληνικού έντυπου βιβλίου, και όχι μόνο: όνομα συγγραφέα, τίτλος έργου, όνομα και τυπογραφικό σήμα του τυπογράφου και του χρηματοδότη, τόπος και χρονολογία εκτύπωσης, όπως και το προνόμιο αποκλειστικότητας που παρείχε ο ίδιος ο Πάπας.


Θα ακολουθήσουν τα Ειδύλλια του Θεόκριτου, οι Εκλογές του Θωμά Μάγιστρου (1517) και άλλα, με κορύφωμα την τελευταία του έκδοση, το Λεξικό του ελληνιστή Guarino Favorino (1523), που αντιπροσωπεύει και το ογκωδέστερο ελληνικό βιβλίο που τυπώθηκε τουλάχιστον ως τα τέλη του 19ου αιώνα.

Για να υποστηρίξει αποκλειστικά τον δοκιμαζόμενο Ελληνισμό, ο πάπας Λέων Ι´, σε συνεργασία με έναν κύκλο Ιταλών ουμανιστών, έκτισε ένα σχολείο στον Κυρινάλιο λόφο, όπου θα σπούδαζαν Ελληνόπουλα προερχόμενα από διάφορα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νήσων: μεγάλη Μάνη, Κρήτη, Ζάκυνθος, Κέρκυρα. Για τις ανάγκες της σχολής, που λειτούργησε από το 1513 έως το 1521, στήθηκε και ένα τυπογραφικό εργαστήρι, που άρχισε να λειτουργεί από το 1517, με επόπτη τον Καλλιέργη, ο οποίος δίδασκε στη σχολή, και τον Αρσένιο Αποστόλη, λόγιο με μεγάλη πείρα στην ελληνική τυπογραφία, ήδη από το 1495 περίπου. Ανάμεσα στα βιβλία που τυπώθηκαν εκεί είναι τα

Σχόλια παλαιά των πάνυ δοκίμων εις στας σωζομένας των Σοφοκλέους Τραγωδιών [εικ. 12] και μια συλλογή αποφθεγμάτων, που είχε συντάξει ο πατέρας του Αρσένιου, Μιχαήλ Αποστόλης, η λεγομένη Ιωνιάς.

Η λειτουργία της σχολής, όπως και του τυπογραφείου, τελούσε υπό την υψηλή επιστασία του Πάπα και είχε ετήσια χρηματοδότηση. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του έπαψε να λειτουργεί και ο διάδοχός του Αδριανός ΣΤ´ δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για τις ελληνικές σπουδές.

Κ. Σπ. Στάικος
Αρχιτέκτων
Ιστορικός του βιβλίου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης