Σαν σήμερα στις 19 Αυγούστου του 1975 έφυγε από τη ζωή ο σούπερ σταρ της επαγγελματικής πάλης (κατς), Τζιμ Λόντος, που πρόσφερε ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς στους δοκιμαζόμενους από το οικονομικό κραχ Αμερικανούς. Ο Τζιμ Λόντος (Jim Londos) γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1897 στο Κουτσοπόδι του Άργους ως Χρήστος Θεοφίλου και ήταν το μικρότερο από τα 13 παιδιά της οικογένειάς του.
Η μητέρα του ήθελε να γίνει ιερέας, ενώ ο πατέρας του τον ονειρευόταν στρατιωτικό. Ο ίδιος προτίμησε να γίνει μετανάστης και σε ηλικία μόλις 13 ετών εγκατέλειψε το σπίτι του και ταξίδεψε στην Αμερική. Αρχικά εργάστηκε σε διάφορες δουλειές για βιοπορισμό, όπως αχθοφόρος, καμαρώτος, μοντέλο για ζωγράφους και φωτογράφους κ.ά.
Η ιδέα να ασχοληθεί με την πάλη τού δημιουργήθηκε όταν βρέθηκε τυχαία σ’ έναν αγώνα, καθώς «εξερευνούσε» τους δρόμους του Μανχάταν, λίγες ημέρες μετά την άφιξή του. Με τα πρώτα χρήματα που κέρδισε από τη δουλειά του, γράφτηκε σ’ ένα προπονητήριο και άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά του αθλήματος.
Πολύ σύντομα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των οργανωτών αγώνων, καθώς διέφερε απ’ όλους τους άλλους παλαιστές. Ήταν μικρόσωμος και χωρίς κανένα ψεγάδι τερατομορφίας, ενώ διέθετε δύναμη, ευκινησία, ευστροφία και πονηριά. Αυτή η διαφορετικότητα του ταύτιζε τους θεατές μαζί του, στον ρόλο του «καλού» που μάχεται και τελικά νικάει τον γιγαντόσωμο «κακό» αντίπαλό του. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου συνέρεαν σε κάθε αγώνα του για να παρακολουθήσουν τα κατορθώματά του και να απολαύσουν τις θεαματικές λαβές και το «αεροπλανικό κόλπο» (τεχνική), με το οποίο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του.
Σωματομετρικά μεγέθη
Ήταν κοντός αλλά πολύ γεροδεμένος. Την περίοδο της ακμής του τα σωματομετρικά του μεγέθη ήταν τα ακόλουθα:
ύψος: 1,68μ.
βάρος: 88 κιλά.
περιφέρεια λαιμού: 0,47μ.
περιφέρεια στήθους: 1,15-1,20μ.
περιφέρεια βραχιόνων: 0,41-0,43μ.
περιφέρεια μηρών: 0,55μ.
περιφέρεια κνήμης: 0,39.
Κέρδισε πολλές διακρίσεις στην πάλη με σημαντικότερη την ανάδειξή του σε παγκόσμιο Πρωταθλητή βαρέων βαρών στις 18 Νοεμβρίου 1938. Σκληρότεροι αντίπαλοί του, κατά τους αθλητικούς χρονογράφους της εποχής, ήταν ο «στραγγαλιστής Λιούις» και οι «Στέκερ» Μπράουνιγκ και Σίκατ.
Ο Τζιμ Λόντος – προσωνύμιο που του δόθηκε από τον αθλητικογράφο Ρόσκο Φόσετ, έπειτα από μία νίκη του στην ομιχλώδη αρένα «Λονδίνο» (London) του Πόρτλαντ- υπήρξε από τους πρωτεργάτες τους είδους της πάλης που αργότερα έγινε γνωστό διεθνώς ως «κατς». Στις 18 Νοεμβρίου 1938 ανακηρύχθηκε από την Ομοσπονδία Πάλης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, τίτλο που κράτησε έως το 1946, οπότε και αποσύρθηκε. Σε αυτά τα 16 χρόνια έδωσε περισσότερους από 2.500 αγώνες και ηττήθηκε σε λιγότερους από δέκα!
Οι Έλληνες τον απολάμβαναν κατά καιρούς στο Παναθηναϊκό Στάδιο, όταν ερχόταν για να κατατροπώσει τον Κβαριάνι, τον Μεμέτ Αλή, τον Βάντερβαλντ και το 1959 (στα 64 χρόνια του!) κάποιον άγγλο παλαιστή τριάντα χρόνια νεότερό του…
Η λαμπρή πορεία του στα ρινγκ υπήρξε ιδιαίτερα προσοδοφόρα για τον Λόντο. Αλλά και ο ίδιος υπήρξε γενναιόδωρος, προσφέροντας σημαντικά χρηματικά ποσά για τα ελληνόπουλα που έμειναν ορφανά κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τον Νοέμβριο του 1928 επισκέφθηκε την Ελλάδα και οργάνωσε αγώνα στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας τον αήττητο ως τότε Πολωνοαμερικανό πρωταθλητή Ευρώπης Καρλ Ζμπύσκο, τον οποίο νίκησε. Στις προπονήσεις του Λόντου μαζεύονταν χιλιάδες θεατές και στον αγώνα επικράτησε το αδιαχώρητο παρά τη βροχή. Ο αγώνας έγινε με μεγάλη επισημότητα. Οργανωτής ήταν η εφ. «Η Αθλητική» και επίτιμοι συνδιοργανωτές ο υπουργός Παιδείας, οι πρέσβεις των ΗΠΑ και της Πολωνίας, η Ολυμπιακή Επιτροπή, ο ΣΕΓΑΣ, ο Δήμαρχος Αθηναίων κ.ά. Ο αγώνας αναβλήθηκε δύο φορές, την πρώτη επειδή ο Λόντος ασθένησε από δάγκειο πυρετό και τη δεύτερη λόγω κακοκαιρίας και τελικά έγινε στις 2 Δεκεμβρίου 1928 με διαιτητή τον παλιό ολυμπιονίκη Δημήτρη Τόφαλο.
Το 1933 επανήλθε στην Ελλάδα και αγωνίσθηκε και πάλι στο Παναθηναϊκό Στάδιο αντιμετωπίζοντας νικηφόρα τον Ρωσοπολωνό γίγαντα Κόλα Κοβριάνι, σε έναν αγώνα που διοργάνωσε ο Πανιώνιος, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Σταδίου Ν. Σμύρνης. Για τη μεγάλη νίκη αυτή, ο μεγάλος του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης, έγραψε και ηχογράφησε ένα τραγούδι σε ρυθμό ζεϊμπέκικο:
«Πάρ’ την αιμοβορία σου, και τράβα στην πατρίδα σου, αγαπητέ Κοριάνι,
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σεργιάνι.
Ήρθες απ’ την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις,
κι ο κόσμος αν δε σε γλύτωνε, κόντεψες να πεθάνεις.
Να ήσουνα μονάχα εσύ, κομμάτια πια να γίνει,
μα πόσοι ευρεθήκανε την πάθανε κ’ εκείνοι.
Έτσι λοιπόν ο Λόντος μας, βρέθηκε παλληκάρι,
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά , του Άργους το καμάρι.»
Στις 25 Μαΐου του 1966, ο Τζιμ Λόντος συμμετείχε σε φιλικό γεύμα, σε αθηναϊκή ταβέρνα, με έναν άλλον Έλληνα που διακρίθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες: τον Τομ Πάπας. Ο Τομ Πάπας, με φιλόδοξες επενδύσεις στον τομέα των πετρελαιοειδών, ήταν ο ισχυρότερος, αλλά ο θρυλικός παλαιστής, τον οποίο όλα τα παιδιά της μεταπολεμικής εποχής θαύμαζαν, ήταν ο δημοφιλέστερος.
Το όνομά του έγινε θρύλος στην Ελλάδα. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σχεδόν σε όλη την Ελλάδα όταν ήθελαν να χαρακτηρίσουν ένα άτομο δυνατό, τον αποκαλούσαν «Τσιμπλόντο», σε παραφθορά του ονόματός του.
Πέθανε στην Καλιφόρνια στις 19 Αυγούστου 1975, από ανακοπή καρδιάς.
Δείτε το βίντεο: