Ένας θρυλικός αλχημιστής του φωτός, ο ιταλός διευθυντής φωτογραφίας Λουτσιάνο Τόβολι, αποκάλυψε στιγμές από την σπουδαία καριέρα του και τα επαγγελματικά του μυστικά που τον έκαναν διάσημο, σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον masterclass που παρέδωσε την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016 στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Τιμή για τη διοργάνωση» χαρακτήρισε την παρουσία στη Θεσσαλονίκη του Λουτσιάνο Τόβολι, του «μαέστρο», όπως τον αποκάλεσε, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης, προσθέτοντας: «Ο Λουτσιάνο Τόβολι συμμετέχει στο 57ο ΦΚΘ με την τελευταία ταινία στην οποία υπογράφει τη διεύθυνση φωτογραφίας, το Ένας Εβραίος για παραδειγματισμό, που σκηνοθέτησε ο Τζέικομπ Μπέργκερ. Ο κ. Τόβολι έχει συνεργαστεί με μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Μικελάντζελο Αντονιόνι στο εξαιρετικό Επάγγελμα ρεπόρτερ και ο Μπαρμπέτ Σρέντερ στο Θεωρίες εγκλήματος, αλλά και με διακεκριμένους ηθοποιούς όπως η Τζούλι Τέιμορ στο φιλμ Τίτος και ο Νάνι Μορέτι στο Μπιάνκα.»
Ο κ. Ανδρεαδάκης αποκάλυψε μάλιστα στο κοινό ότι ο ιταλός διευθυντής φωτογραφίας είχε έρθει ξανά στη Θεσσαλονίκη πριν από 30 χρόνια με αφορμή την κινηματογραφική διασκευή του βιβλίου «Το λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη με τον Ούγκο Τονιάτσι και τον Μισέλ Πικολί.
Αεικίνητος, στα 80 του χρόνια και με ζωηρό χιούμορ, ο Λουτσιάνο Τόβολι παρέδωσε το masterclass όρθιος με ένα μικρόφωνο στο χέρι, ανεβοκατεβαίνοντας στη σκηνή της αίθουσας. Ο ίδιος βρήκε τη Θεσσαλονίκη πολύ αλλαγμένη από το πρώτο του ταξίδι πριν από 30 χρόνια. «Εντυπωσιάστηκα από το πόσο μεγάλωσε η πόλη και χάρηκα που μου δόθηκε η ευκαιρία να έρθω στο Φεστιβάλ», τόνισε. Ο ίδιος σημείωσε ότι από τα γυρίσματα του ‘Λάθους’ δεν ξεχνά τον Τονιάτσι που γκρίνιαζε για τον ήλιο και τον γαλάζιο ουρανό και «ζητούσε συνεχώς διαλείμματα προφασιζόμενος ότι το φως δεν ήταν καλό, για να πηγαίνει στην ψαραγορά και να μας φέρνει ψάρια», όπως είπε.
Ο Λουτσιάνο Τόβολι δηλώνει οπερατέρ, κινηματογραφιστής και διευθυντής φωτογραφίας. Ο ίδιος σημείωσε χαρακτηριστικά: «Όλοι αυτοί οι όροι περιγράφουν το ίδιο επάγγελμα. Όταν οι αμερικανοί σκηνοθέτες ίδρυσαν την ένωσή τους, το Directors Guild of America, οι κινηματογραφιστές που ήθελαν να έχουν το προνόμιο των σκηνοθετών, επέλεξαν να ονομάζονται ‘διευθυντές φωτογραφίας’, χωρίς όμως τελικά να κερδίσουν κάτι. Σήμερα επανερχόμαστε στον όρο ‘κινηματογραφιστής’. Μου αρέσει η λέξη ‘κινηματογραφία’, προέρχεται από το ‘γράφω’ και την ‘κίνηση’, κι επειδή βρισκόμαστε στην Ελλάδα με καταλαβαίνετε: αυτό που με ενδιέφερε ήταν πώς μπορούμε να γράψουμε το φως με μία κίνηση. Πολλοί μεγάλοι φωτογράφοι ήταν σπουδαίοι καλλιτέχνες, δεν ήθελαν όμως να περάσουν στην κινηματογραφική φωτογραφία. Ο οπερατέρ είναι ο αρχηγός επί του πεδίου, όχι ένας καλλιτέχνης που δουλεύει για τον εαυτό του. Σήμερα οι ομάδες στα γυρίσματα μειώνονται λόγω της τεχνολογίας, ενώ παλιότερα το πλατό ήταν ένα τσίρκο, μία γιορτή γεμάτη θόρυβο. Σήμερα όλα γίνονται διακριτικά, δεν υπάρχουν φωνές, ούτε σκόνη. Ο καθένας παραμένει στη γωνιά του. Κι έτσι ο κινηματογράφος άλλαξε πρόσωπο».
Ξετυλίγοντας το νήμα της κινηματογραφικής του διαδρομής, που υπερβαίνει τον μισό αιώνα, ο Τόβολι έφτασε στην πρώτη του ταινία, τους Ληστές του Οργκόζολο του Βιτόριο ντε Σέτα. Ο ίδιος θυμήθηκε: «Βρεθήκαμε στα βουνά της Σαρδηνίας, όπου μείναμε για έξι μήνες ανάμεσα σε βοσκούς. Ο σκηνοθέτης δούλεψε μία μυθοπλασία με ήχο και εικόνα, χωρίς σχόλια, στηριζόμενος στην καθημερινότητα των βοσκών που ανεβαίνουν στα βουνά και γίνονται κακοποιοί. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε μία νεορεαλιστική ταινία, που ήταν κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Για μένα ο κινηματογράφος είναι ντοκιμαντέρ, δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Υπάρχει πάντα ένας κοινός παρονομαστής, θέλουμε να παρουσιάσουμε στην οθόνη μία κατάσταση είτε πραγματική είτε μυθοπλαστική».
Στη συνέχεια, ο Τόβολι έκανε πολλές ακόμη ταινίες «όμως το πάθος μου ήταν να γίνω ρεπόρτερ, όχι διευθυντής φωτογραφίας», αποκάλυψε. Τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα κοινωνικά θέματα και το επάγγελμα του διευθυντή φωτογραφίας τον έφερε κοντά στο όνειρό του να γίνει ρεπόρτερ. «Το 1974, πάλι με τον ντε Σέτα, γυρίσαμε μία σημαντική ταινία, το Un año en Pietralata, στα προάστια της Ρώμης, σε περιοχές με σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Καταγράψαμε ένα δημόσιο σχολείο που έδιωχνε από τις τάξεις του κάποια παιδιά, τα οποία στη συνέχεια γίνονταν κλέφτες. Ο σκηνοθέτης συνάντησε τα παιδιά και τους γονείς τους, απευθύνθηκε στο υπουργείο παιδείας και κατάφερε να επαναφέρει τους μαθητές στο ίδιο σχολείο. Χάρη στην κάμερα, ίσως να άλλαξε η κατάσταση. Τέσσερις μήνες αργότερα, τα αγοράκια αυτά που είχαν εμπλακεί σε κλοπές, πέτυχαν καλύτερα αποτελέσματα στις εξετάσεις από τα άλλα παιδιά. Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία, παίχτηκε και στον τηλεοπτικό σταθμό RAI. Είδαμε έτσι το πάθος για ρεπορτάζ σε κοινωνικό επίπεδο να μεταφέρεται στο σινεμά».
Ιδιαίτερα στάθηκε ο Λουτσιάνο Τόβολι στη συνεργασία του με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι τη δεκαετία του ‘70, με αφετηρία το ντοκιµαντέρ του Κίνα για την κοµµουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ. «Ο Αντονιόνι ήταν ο απόλυτος μύθος και ξαφνιάστηκα όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημά του στο οποίο μου πρότεινε να πάω στην Κίνα μαζί του. Η Κίνα του Μάο ήταν για εμάς μία χώρα άγνωστη, ξέραμε περίπου τι συνέβαινε, αλλά όχι πολλά. Για μένα η φωτογραφία συνδέεται περισσότερο με την πολιτική και την κοινωνία παρά με την τεχνική. Βρεθήκαμε λοιπόν στην Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης -κακώς μιλάμε για πολιτιστική επανάσταση γιατί καταδιώκονταν όλοι οι άνθρωποι του πνεύματος -, καλεσμένοι της κινέζικης κυβέρνησης και υπό διαρκή παρακολούθηση. Μείναμε πολλούς μήνες κι όταν γυρίσαμε προβάλλαμε την ταινία στην Ουάσιγκτον, παρουσία του Κινέζου πρέσβη κι έγινε σκάνδαλο. Όλη η κινεζική αντιπροσωπεία έφυγε από την προβολή, η ταινία λογοκρίθηκε και δεν προβλήθηκε στην Κίνα για 30 χρόνια. Μας κατηγόρησαν ότι ήμασταν καπιταλιστές, ότι δείξαμε μία πλευρά της Κίνας που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα κι ότι κάναμε σφάλματα για τα οποία έφταιγα εγώ». Τέτοια σφάλματα, όπως αποκάλυψε ο ιταλός διευθυντής φωτογραφίας, ήταν για παράδειγμα μια σκηνή σε χοιροστάσιο, όπου ακούγεται ένα κινέζικο τραγούδι καθώς οι χοίροι τρώνε. «Όπως μάθαμε αργότερα, το τραγούδι έλεγε ‘λαέ ήρθε η ώρα να εξεγερθείς κατά των καπιταλιστών’ κι εμείς το είχαμε αφήσει να παίζει καθώς δείχναμε τους χοίρους. Μας κατηγόρησαν ότι παρομοιάζαμε τους χοίρους με τον κινέζικο λαό, ότι ήμασταν προδότες», είπε ο κ. Τόβολι.
Ο Λουτσιάνο Τόβολι περιέγραψε μία σκηνή από την ίδια ταινία, όπου εκτυλίσσεται μια καισαρική, όπου αντί για άλλη αναισθησία εφαρμόζεται βελονισμός. «Το 1972 στα νοσοκομεία του Πεκίνου η αναισθησία γινόταν με βελονισμό. Δείξαμε αυτό το πλάνο αργότερα σε ένα ιατρικό συνέδριο και μας έλεγαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Αυτό είναι για μένα το ντοκιμαντέρ, να δείχνεις κάτι που ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί. Αυτήν την ταινία σήμερα την αναφέρουν οι ίδιοι οι Κινέζοι ως καταγραφή του ποια ήταν η κατάσταση στη χώρα τους εκείνα τα χρόνια. Η πραγματικότητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα όταν μπορούμε να τη συλλάβουμε εκείνη την ώρα. Μπορούμε να αφηγηθούμε ενδιαφέρουσες ιστορίες μέσω του κινηματογράφου».
Σε ερώτηση από το κοινό για τα μυστικά των πλάνων του στην ταινία Οι ληστές του Οργκόζολο, ο Λουτσιάνο Τόβολι απάντησε: «Ο χρόνος είναι το μυστικό. Πήγαμε στη Σαρδηνία για 15 μέρες και μείναμε 8 μήνες. Έμεινα μόνος με την κάμερα και τους βοσκούς στα πανέμορφα βουνά, υπήρχαν μέρες που δεν δούλευα, απλά χάζευα, έτρωγα τυρί και έπινα κρασί. Κι έτσι με οδήγησε ένας βοσκός σε δυσπρόσιτα μέρη. Είχα τον χρόνο».
Σταθμός στην καριέρα του Τόβολι ήταν το φιλμ Επάγγελμα ρεπόρτερ του Μικελάντζελο Αντονιόνι. «Μετά την Κίνα θεωρούσα ότι είχα τελειώσει με τον Αντονιόνι, είχαμε γίνει φίλοι και νόμιζα ότι δεν θα δούλευα ξανά μαζί του. Ξαφνικά με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έπρεπε να εμφανιστώ την επόμενη μέρα γιατί ξεκινούσε την ταινία Επάγγελμα ρεπόρτερ με τον Τζακ Νίκολσον, ο οποίος τότε ήταν ακόμη στην αρχή της καριέρας του. Πήγα στο Μόναχο και βρήκα μία ομάδα που δεν γνώριζα καθόλου, πράγμα δύσκολο, διότι σε μία καινούργια ομάδα πρέπει να εξηγείς τα πράγματα από την αρχή. Ήταν επαγγελματίες που είχαν κάνει πολύ περισσότερες ταινίες από μένα, είχαν μεγάλα μηχανήματα, βαριά, με μανιβέλες.
Ήταν σαν χειρουργική επέμβαση. Σήμερα όλα αυτά έχουν γίνει πιο εύκολα. Τότε έπρεπε να δείξω εμπιστοσύνη σε συνεργάτες που δεν ήξερα. Ο Αντονιόνι μου είπε ‘κάνε σαν την Κίνα’ κι εγώ του είπα ‘μα υπάρχει ο Τζακ Νίκολσον’ κι αυτός μου απάντησε ‘κάνε σαν να είναι Κινέζος!’». Μάλιστα, με αφορμή αυτή την ταινία-σταθμό, ο κ. Τόβολι αποκάλυψε στο κοινό πώς έγινε υπαίτιος για να αποκτήσει ο Νίκολσον ένα σημάδι δια βίου στο λαιμό του, όταν στα γυρίσματα χτύπησε κατά λάθος σε μία από τις τεράστιες λάμπες που χρησιμοποιούσε για τον φωτισμό και κάηκε. «Εγώ έκανα απλώς ό,τι μου είχε πει ο Αντονιόνι. Άρα πρέπει να ακούμε τον σκηνοθέτη, αλλά όχι κατά γράμμα», παρατήρησε χιουμοριστικά ο κ. Τόβολι.
Ο ίδιος περιέγραψε αναλυτικά πώς γύρισε στο Επάγγελμα ρεπόρτερ το εξαιρετικό τελευταίο μονοπλάνο του φιλμ, που τον παίδεψε λόγω της αντίθεσης ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό φως, αλλά και για αμέτρητα τεχνικά ζητήματα. «Ο Αντονιόνι μου έλεγε ότι ήθελε σε αυτό το τελικό πλάνο να περάσουμε από μία υποκειμενική σε μία αντικειμενική θεώρηση. Για μένα, που δεν είμαι τόσο φιλόσοφος, το θέμα μου φαινόταν περίεργο. Για τα γυρίσματα επιστρατεύσαμε μία σφαίρα μέσα στην οποία έμπαινε η κάμερα και την οποία είχαν επινοήσει δύο Καναδοί πιλότοι, τεράστια γυροσκόπια κι έναν γερανό 40 μέτρων που μας τον έφεραν από τη Μαδρίτη. Γυρίζαμε αυτό το πλάνο επί μία ολόκληρη εβδομάδα, η κάμερα σχεδόν χάλασε, ένα καλώδιο έπεσε στη μέση του πλάνου, επειδή δεν έβαλε αρκετό σελοτέιπ ο βοηθός κι επιπλέον χάλασαν τα γυροσκόπια, ενώ επίσης φυσούσε αέρας που μας εμπόδιζε και ο παραγωγός Κάρλο Πόντι μας έβρισε γιατί καθυστερούσαμε, αποκαλώντας ‘τρελό’ τον Αντονιόνι. Όμως τελικά το πλάνο γυρίστηκε κι έφτασε να αποτελεί αντικείμενο μελέτης στις σχολές κινηματογράφου. Κάναμε μία εβδομάδα για ένα πλάνο. Καταλαβαίνετε ότι χρειάζεται χρόνος, αυτό είναι το σημείο – κλειδί».
Στην αίθουσα ήταν παρών και ο πρόεδρος του ΦΚΘ, διευθυντής φωτογραφίας Γιώργος Αρβανίτης, ο οποίος ευχαρίστησε τον Τόβολι για τη συμμετοχή του στη φετινή διοργάνωση και αποκάλυψε ότι ο ίδιος άντλησε συχνά έμπνευση στη δουλειά του από την τεχνική του. «Στηρίχτηκα πολύ στη δουλειά σας. Το πλάνο αυτό στο Επάγγελμα ρεπόρτερ αποδείχτηκε σημαντικό για την καριέρα μου. Είναι καταπληκτικό γιατί αναδεικνύει έναν συγκλονιστικό χειρισμό στο συνδυασμό του εσωτερικού με το εξωτερικό φως», παρατήρησε. Από την πλευρά του ο Λουτσιάνο Τόβολι ευχαρίστησε τον κ. Αρβανίτη λέγοντας «χαίρομαι όταν κάποιος που τον εκτιμάς τόσο πολύ εκφράζεται με επαινετικά λόγια για τη δουλειά σου».
Παρών στο masterclass ήταν και ο σκηνοθέτης της ταινίας Ένας Εβραίος για παραδειγματισμό, Τζέικομπ Μπέργκερ, ο οποίος αναφέρθηκε στη συνεργασία του με τον σπουδαίο διευθυντή φωτογραφίας, λέγοντας: «Ο Τόβολι δεν αναφέρεται ποτέ σε καθαρή τεχνική, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το περιεχόμενο, η ύλη. Έχω γνωρίσει πολλούς διευθυντές φωτογραφίας που είχαν εμμονή με την τεχνική. Στις δουλειές του Τόβολι υπάρχει η αίσθηση ότι κοιτάζεις ένα πλάνο προσωπικό και παγκόσμιο, μικρό και τεράστιο. Αυτό το κατάφερε και στην ταινία μου. Η ιδέα ήταν να βρούμε ένα πεδίο μεταξύ του ασπρόμαυρου και του χρώματος, αλλά να μην πέσουμε σε φετιχισμό, να αποφύγουμε τα στερεότυπα, να επανεφεύρουμε το ασπρόμαυρο γυρίζοντας όμως σε έγχρωμο. Κάναμε μία δουλειά σκηνικών, ενδυματολογίας και φωτός κι η συνάντηση αυτών των τάσεων δίνει την πραγματικότητα στην ταινία. Το στυλ του Λουτσιάνο είναι περισσότερο μπαρόκ κι εγώ ήθελα μία ταινία πιο σκοτεινή, σοβαρή, στο στυλ του Αντονιόνι. Μου είπε ότι κάτι τέτοιο ήταν καινούργιο για τον ίδιο και μου πρότεινε να το ψάξουμε μαζί. Είχαμε ένα συνεχή διάλογο, αλλά ποτέ με τις συνηθισμένες εμμονές του διευθυντή φωτογραφίας. Είχαμε πάντα το όραμα της ταινίας που καμιά φορά το χάνει ο σκηνοθέτης κι ο διευθυντής φωτογραφίας είναι ο σύμμαχός του στο πλατό να του το θυμίζει».