Εγκαινιάστηκε χθες (18/4) το Περίπτερο της Ελλάδας στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας, με χαιρετισμούς από τον Υφυπουργό Πολιτισμού Χρίστο Δήμα, την καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Γρέγου, τον επιμελητή της ελληνικής εκπροσώπησης Πάνο Γιαννικόπουλο και την ομάδα καλλιτεχνών. Η έκθεση ανοίγει για το κοινό το Σάββατο 20 Απριλίου και θα παραμείνει ανοιχτή έως τις 24 Νοεμβρίου.
Το «Ξηρόμερο» – «Dryland» που εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης, είναι ένα διαμεσικό συλλογικό έργο σε σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου με συνδημιουργούς την Έλια Καλογιάννη, τον Γιώργο Κυβερνήτη, τον Κώστα Χαϊκάλη και τον Φώτη Σαγώνα. Αποτελείται από ένα αγροτικό μηχάνημα άρδευσης το οποίο συντονίζει σε πραγματικό χρόνο τον ήχο, την κινούμενη εικόνα, και το φωτιστικό περιβάλλον της εγκατάστασης.
Η ελληνική εκπροσώπηση εξετάζει την εμπειρία ενός πανηγυριού, παρακολουθώντας μια διαδρομή από την πλατεία του χωριού έως τις παρυφές του γεωργικού τοπίου που το περιβάλλει. Συγκεκριμένα, αντλεί έμπνευση από τα πανηγύρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της περιοχής του Ξηρομέρου στην Δυτική Ελλάδα, που δανείζει τον τίτλο στο έργο.
Οι καλλιτέχνες/ιδες αναφέρονται στο νερό ως πρίσμα -ένα μέσο να βλέπουμε και να σκεφτόμαστε – εστιάζοντας στην έλλειψή ή το πλεόνασμα, την ανάγκη ή τη σπατάλη του, καθώς και τις κοινωνικές συνδηλώσεις του. Η εξάντληση των πόρων συνδέεται με τη φυσική και οικονομική εξάντληση. Το έργο διερευνά τις πολιτικές δυνατότητες του ήχου και της μουσικής, την επίδραση της τεχνολογίας στα αγροτικά τοπία και την πολιτιστική ποικιλομορφία.
Ο εορτασμός του πανηγυριού μεταφέρει πληροφορίες και νόημα ως τελετουργία και ψυχαγωγία. Συνδέεται με τις γεωργικές εργασίες, παράγεται από -αλλά και παράγει- την εσωτερική χρονικότητα της κοινότητας με το πότισμα και τις αγροτικές ευθύνες. Βοηθά την κάθε κοινότητα να δημιουργήσει την εικόνα του εαυτού της. Ταυτόχρονα, όμως, αντίθετες έννοιες συνυφαίνονται: οι θεατές μετατρέπονται σε συμμετέχοντες, από τη σκηνή βρισκόμαστε εκτός σκηνής, από την επιτελεστική δράση στην καθημερινή δραστηριότητα.
Αυτή η αδιάκοπη αλληλεπίδραση μεταξύ «παράστασης» και πραγματικότητας μεταφέρεται στο έργο. Το «Ξηρόμερο»/ «Dryland» αξιοποιεί τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ελληνικού περιπτέρου για να αναδείξει συσχετίσεις με τις γεωργικές αποθήκες και τη θρησκευτική αρχιτεκτονική που αποτελούν συνήθως το φόντο των πανηγυριών.
Επιπλέον, το ποτιστικό που βρίσκεται στο κέντρο του περιπτέρου, ορίζει κυκλικά το περιβάλλον της εγκατάστασης. Το έργο μεταφέρει επίσης τον χώρο συνάντησης της κοινότητας -την πλατεία, τη δημόσια συγκέντρωση- από το εξωτερικό στο εσωτερικό. Καθώς το σύστημα ποτίσματος τίθεται σε κίνηση, δημιουργεί έναν ρυθμό, οριοθετεί τον χρόνο όπως ένα ρολόι ή μια κασέτα που ξετυλίγεται, παρακινώντας τα σώματα των επισκεπτών να ακολουθήσουν διαδρομές και να αλλάξουν τρόπους θέασης. Το έργο αποφεύγει μια αισθητική προσέγγιση και τονίζει τη συναισθηματική αμεσότητα της επαφής με αντικείμενα, ήχους και εικόνες.
Παρατηρώντας τις έμφυλες σχέσεις στο πανηγύρι, εξετάζονται οι δυνατότητες παρουσίασης του εαυτού, οι διαφορετικές εκδοχές της θηλυκότητας και της αποκάλυψης ή απόκρυψης του γυναικείου σώματος, αλλά και η αμφισημία της χειρονομίας του υποκειμένου που αποσύρεται επιλέγοντας την απουσία και τον αποκλεισμό του από τη γιορτή.
Σύμφωνα με την καλλιτεχνική ομάδα, το «Ξηρόμερο»/ «Dryland» επιχειρεί συσχετίσεις μεταξύ της εμπλαισιωμένης γεωγραφικά εμπειρίας με την παγκόσμια συνθήκη, μία μετατόπιση μεταξύ κυρίαρχου και περιθωριοποιημένου πολιτιστικού αντικειμένου, που φαίνεται να δημιουργεί τον ενδιάμεσο χώρο συγκρότησης νέων νοημάτων.
Η έρευνα του έργου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Margaroni Residency σε ανάθεση του Onassis Culture από τον δημιουργό διαμεσικών έργων και συνθέτη Θανάση Δεληγιάννη και τον δραματουργό και φιλόλογο Γιάννη Μιχαλόπουλο ως Onassis AiR Fellows.
Η υλοποίηση του έργου και η έκθεση του στην Βενετία έχει ως κύριο χρηματοδότη το Υπουργείο Πολιτισμού και ως Εθνικό Επίτροπο υπεύθυνο για την οργάνωση, παραγωγή, και προώθηση του έργου το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Το Onassis Culture είναι ο βασικός υποστηρικτής της ελληνικής συμμετοχής στην 60ή Μπιενάλε της Βενετίας. Επιπλέον υποστηρικτές είναι το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και ο ΕΟΤ. Το έργο πραγματοποιείται με την υποστήριξη της ARTWORKS μέσα από την ιδρυτική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος (ΙΣΝ), του Οργανισμού Πολιτισμού και Ανάπτυξης ΝΕΟΝ, της Outset και του Qualco Foundation. Η AEGEAN είναι επίσημος χορηγός αερομεταφορών, ενώ η εκπροσώπηση τελεί υπό την αιγίδα του Δήμου Ξηρομέρου.
«Ξένοι Παντού»
Φέτος, συμπληρώνονται 90 χρόνια από την πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στην Μπιενάλε της Βενετίας, μία από τις 30 χώρες που έχουν το δικό τους περίπτερο μέσα στα Giardini, τον κεντρικό χώρο διεξαγωγής της διοργάνωσης, η οποία αυτή τη φορά περιλαμβάνει 88 εθνικές συμμετοχές.
Η κεντρική έκθεση της Μπιενάλε, αντλεί τον τίτλο της- «Ξένοι Παντού» από μια ιταλική αντιρατσιστική κολεκτίβα και πραγματοποιείται στο κεντρικό περίπτερο των Giardini και στην Arsenale. Το θέμα έχει διττό νόημα καθώς δεν υποδηλώνει μόνο ότι όπου κι αν πάμε στον κόσμο θα συναντήσουμε αυτούς που θεωρούμε ξένους, αλλά και ότι «όπου κι αν βρεθείς, είσαι πάντα αληθινά και βαθιά μέσα σου κι εσύ ο ίδιος ξένος», όπως δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής της 60ής διοργάνωσης, Αντριάνο Πεδρόζα.
Η έκθεση διαθέτει έναν ιστορικό και έναν σύγχρονο πυρήνα. Το ιστορικό κομμάτι περιλαμβάνει καλλιτέχνες του 20ού αιώνα από τη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία, με έμφαση στον μοντερνισμό του παγκόσμιου Νότου, ενώ το σύγχρονο θα επικεντρωθεί σε queer θέματα και καλλιτέχνες outsiders, αυτοδίδακτους ή λαϊκούς.