Οι γονείς των ατόμων με ιδιαιτερότητες στις νοητικές, αισθητηριακές ή κινητικές λειτουργίες είναι αυτοί που έρχονται κατά κύριο λόγο αντιμέτωποι με τη διαφορετικότητα των παιδιών τους. Μια διαφορετικότητα που είναι πολύ συχνά δύσκολο να κατανοήσουν, να αποδεχθούν και να ενσωματώσουν αρμονικά στη λειτουργία της οικογένειας.

Συνήθως είναι η οικογενειακή ζωή που προσαρμόζεται στην ιδιαιτερότητα του παιδιού, στον βαθμό που αυτή στερείται ποικίλα κοινωνικά ερεθίσματα, στο όνομα της προστασίας και της ασφάλειας. Για παράδειγμα, πολύ συχνά οι οικογένειες αυτές αποφεύγουν κοινωνικές επαφές κι εξόδους, τόσο για να μην έρθουν οι ίδιοι οι γονείς σε δύσκολη θέση όσο και για να προστατέψουν το παιδί από άσχημες εμπειρίες απόρριψης, δυσάρεστους σχολιασμούς και πειράγματα.

Το ζητούμενο είναι να δίνεται έμφαση στην προσαρμογή του παιδιού σε μια οικογενειακή ζωή που να ενθαρρύνει την κοινωνικοποίηση. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να υπάρχει ένα κατάλληλα δομημένο οικογενειακό περιβάλλον, που θα μπορεί να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του ατόμου σε οργανωμένες και ασφαλείς κοινωνικές δομές. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν σωστό η οικογένεια να έχει τον ρόλο του προστατευτικού κλουβιού, που αποκόπτει το άτομο από την κοινωνία. Χρειάζεται, λοιπόν, να δοθεί σημασία σε αυτό το τόσο πολύτιμο όριο που διαχωρίζει την προστασία από την υπερπροστασία.

Καθώς τα άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες μεγαλώνουν και ενηλικιώνονται, η στάση των γονιών απέναντί τους παραμένει συχνά η ίδια κι ενισχύει με αυτόν τον τρόπο τα πρότυπα παιδικής συμπεριφοράς και την εξάρτηση.

Η στάση αυτή αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ατόμων, δεν δίνει ευκαιρίες για απόκτηση κοινωνικών δεξιοτήτων και καταργεί οποιαδήποτε προσπάθεια προς την αυτονομία. Πολλά από αυτά τα άτομα μπορεί να μείνουν εξαρτημένα για μια ζωή, ενώ θα μπορούσαν με τη σωστή καθοδήγηση και ενθάρρυνση να λειτουργήσουν αυτόνομα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές μητέρες επιμένουν να ντύνουν, να πλένουν και να περιποιούνται το σώμα του παιδιού τους, τη στιγμή που το ίδιο είναι ικανό να το κάνει με μια μικρή καθοδήγηση ή ακόμα και παρακίνηση. Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά αυτά να μην αντιλαμβάνονται σε ικανοποιητικό βαθμό ότι το σώμα τους τούς ανήκει και κατά συνέπεια να παρεμποδίζεται η υγιής σεξουαλική ανάπτυξη.

Άλλωστε, η σεξουαλικότητα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της προσωπικότητας του ατόμου και η έκφρασή της αποτελεί ένδειξη ψυχοβιολογικής ωρίμανσης. Όταν η ανάπτυξη της προσωπικότητας ανακόπτεται μέσα από την ενίσχυση της εξάρτησης και την απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή, τότε παρεμποδίζεται η ενθάρρυνση σεξουαλικών συμπεριφορών, μέσα από τις οποίες το άτομο απολαμβάνει τον έρωτα με ασφαλές και κοινωνικά αποδεκτό τρόπο.

Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να αναζητήσουν με τη βοήθεια ειδικού το υποκειμενικό κίνητρο, που τροφοδοτεί τη συντήρηση της εξάρτησης. Παράλληλα, είναι χρήσιμη η κατάλληλη καθοδήγηση, έτσι ώστε να βοηθήσουν τα παιδιά τους να ανεξαρτητοποιηθούν, να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους και να ανακαλύψουν τη ζωτική αυτή πτυχή της, που ονομάζεται σεξουαλικότητα.

Το κείμενο υπογράφει η Α. Γυφτοπούλου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Εξειδικευμένη στην Ειδική Αγωγή, επιστημονική συνεργάτιδα του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών