Η Deutsche Welle, αποχαιρετά τον «Κάιζερ» του ποδοσφαίρου, τον τεράστιο Φραντς Μπεκενμπάουερ, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, με ένα εξαιρετικό αφιέρωμα.

«Ήταν ευτύχημα που εμφανίστηκε στο γερμανικό ποδόσφαιρο. Ποτέ δεν υπήρξε καλύτερος και ποτέ δεν θα υπάρξει καλύτερος…». Με αυτά τα λόγια αξιολογούσε ένας άλλος «θρύλος» του γερμανικού ποδοσφαίρου, ο Γκύντερ Νέτσερ, τον Φραντς Μπεκενμπάουερ εν έτει 2010, όταν ο «Κάιζερ» συμπλήρωνε τα 65 χρόνια του. Όσοι γνωρίζουν τον αυστηρό Νέτσερ και θυμούνται την κριτική και τις αιχμηρές ατάκες που απηύθυνε ως σχολιαστής της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) ακόμη και στους συμπαρουσιαστές του, αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος έπαινος για την ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα του Μπεκενμπάουερ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο «Κάιζερ» γεννήθηκε το 1945 στο Μόναχο, ανδρώθηκε ποδοσφαιρικά στην Μπάγερν και αναδείχθηκε σε ηγέτη της «Νατσιονάλμανσαφτ» ήδη από το Μουντιάλ του 1966 στην Αγγλία. Ήταν ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος στο γήπεδο, στα αποδυτήρια και αργότερα στους πάγκους. Αλλά πώς προέκυψε το παρατσούκλι «Κάιζερ»; Οι απόψεις διίστανται.

Ο ίδιος έλεγε ότι το 1971, μετά από ένα φιλικό παιχνίδι των Βαυαρών στη Βιέννη, είχε ποζάρει για τους φωτογράφους δίπλα σε μία προτομή του τελευταίου Αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας και έκτοτε τον συνόδευε η συγκεκριμένη προσφώνηση.  Άλλοι λένε ότι το παρατσούκλι πρωτοεμφανίστηκε το 1969 σε αγώνα κυπέλου απέναντι στη Σάλκε, όταν ο Μπεκενμπάουερ «τόλμησε» να κάνει φάουλ στον «βασιλέα της Βεστφαλίας» Ράινχαρντ Λιμπούντα. Οι γνωστοί για το ταμπεραμέντο τους φίλαθλοι της Σάλκε τον αποδοκίμασαν και εκείνος όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά άρχισε να κάνει «ποδαράκια» με τη μπάλα μπροστά τους, μόνο και μόνο για να τους εκνευρίσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Με έλεγαν υπερόπτη»

Ο Μπεκενμπάουερ ήταν ο πρώτος που το αργότερο στις αρχές της δεκαετίας του ’70 καθιέρωσε τον ρόλο του σύγχρονου λίμπερο στην άμυνα της Μπάγερν και της Εθνικής Γερμανίας. Κάθε τόσο εγκατέλειπε την άμυνα για να οργανώσει παιχνίδι, ακόμη και μέχρι την αντίπαλη περιοχή. Είχε αξιοθαύμαστη ακρίβεια στις μακρινές μπαλιές, ακόμη και με εξωτερικό φάλτσο, που δύσκολα μπορούσαν να υπολογίσουν οι αντίπαλοι. Με το παράστημα και τις αέρινες κινήσεις του απέπνεε μεγαλοπρέπεια, έδινε την εντύπωση ότι ανταποκρινόταν με ευκολία ακόμη και στις πιο δύσκολες αποστολές. Κι όμως, δεν έγινε ποτέ ο «αγαπημένος της εξέδρας», αν και πολλοί αναγνώριζαν ότι ήταν ίσως ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο την εποχή εκείνη. «Έλεγαν ότι είμαι αλαζόνας, ότι ακόμη και το παιχνίδι μου φανερώνει υπεροψία» θα πει αργότερα ο ίδιος.

Στα 13 του χρόνια υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιο στη Μπάγερν Μονάχου, με την οποία κατέκτησε τα πάντα σε συλλογικό επίπεδο: τέσσερα πρωταθλήματα, άλλα τέσσερα κύπελα, Κύπελο Πρωταθλητριών επί τρία συναπτά έτη (1974-1976), Κύπελο Κυπελούχων το 1967. Ήταν αρχηγός των Βαυαρών από το 1970 μέχρι το 1977.

Διέπρεψε όμως και με τη φανέλα της «Νατσιονάλμανσαφτ», με την οποία κατέκτησε Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1972, αλλά και το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα το 1974, κερδίζοντας με 2-1 την Ολλανδία του Γιόχαν Κρόιφ σε έναν αξέχαστο τελικό στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου.

Ως αρχηγός της Δυτικής Γερμανίας σηκώνει το παγκόσμιο κύπελλο στο Ολυμπιακό στάδιο του Μονάχου το 1974, μετά τη νίκη με 2-1 επί της Ολλανδίας του Γιόχαν Κρόιφ

Δεν ήταν βέβαια μόνος του. Ευτύχησε να συμπέσει με μία «προικισμένη» φουρνιά μεγάλων ποδοσφαιριστών, όπως ο Ζεπ Μάγερ, ο Ούλι Χένες, ο Γκύντερ Νέτσερ, ο Γκερντ Μίλερ. Το νικητήριο γκολ στον τελικό του 1974 πέτυχε ο Μίλερ, αλλά λίγο πριν ο «Κάιζερ» είχε κλέψει τις εντυπώσεις όταν εκτέλεσε έμμεσο φάουλ με εξωτερικό φάλτσο, χωρίς φόρα, αναγκάζοντας τον Ολλανδό τερματοφύλακα Γιαν Γιόνγκμπλοντ να «απογειωθεί» για να κρατήσει ανέπαφη την εστία του.

Μπεκενμπάουερ, ένας πολίτης του κόσμου

Στη δύση της καριέρας του αιφνιδίασε τους πάντες όταν ταξίδεψε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, για να αγωνιστεί στο ανερχόμενο επαγγελματικό πρωτάθλημα των ΗΠΑ. Υπέγραψε συμβόλαιο στους New York Cosmos παίζοντας δίπλα στον θρυλικό Πελέ, κατακτώντας τρία πρωταθλήματα και απολαμβάνοντας τις ομορφιές της Νέας Υόρκης.

Πρόσφατο ρεπορτάζ της γερμανικής τηλεόρασης (ARD) αποκάλυψε ότι ένας από τους λόγους για την απρόσμενη αναχώρησή του ήταν κάποιοι κλυδωνισμοί στην προσωπική του ζωή, καθώς την εποχή εκείνη η συντηρητική κοινωνία του Μονάχου δύσκολα αποδεχόταν την επιλογή του «Κάιζερ» να πάρει διαζύγιο από τη σύζυγό του για να συζήσει με τη νέα σύντροφό του. Αμερικανοί δημοσιογράφοι έλεγαν ότι ο «Κάιζερ» απολάμβανε να βγαίνει βόλτα στο κέντρο του Μανχάταν και να μην τον αναγνωρίζει κανείς. Αλλά το 1983, όταν οι New York Cosmos αποκλείστηκαν στα προημιτελικά του αμερικανικού πρωταθλήματος, επέστρεψε στη Γερμανία. Για μία ακόμη φορά απέφυγε το Μόναχο. Υπέγραψε στο Αμβούργο, κατά προτροπή του Γκύντερ Νέτσερ. Με την ομάδα του «μεγάλου λιμανιού» κατέκτησε το πέμπτο και τελευταίο πρωτάθλημά του στη Γερμανία. Αντιμετώπιζε όμως πολλά προβλήματα τραυματισμών. Ο Νέτσερ θα πει αργότερα ότι η καταπόνηση στα αμερικανικά γήπεδα με τεχνητό γρασίδι είχε ταλαιπωρήσει τον «Κάιζερ».

Από τα γήπεδα στους πάγκους

Ο Γερμανός αθλητικογράφος Χανς Μπλικενσντόρφερ έλεγε ότι ο Μπεκενμπάουερ λειτουργούσε ως προπονητής, ακόμη και όταν ήταν απλός παίκτης. Τί πιο φυσιολογικό λοιπόν από το να αναλάβει την Εθνική Γερμανίας ο «Κάιζερ» όταν κρέμασε τα παπούτσια του;

Η αλήθεια είναι ότι βρέθηκε στον πάγκο από ανάγκη, καθώς το 1984 οι Γερμανοί αποκλείστηκαν στα προημιτελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος από την Ισπανία και βιάζονταν να «αλλάξουν σελίδα» για να εμφανιστούν πανέτοιμοι στο Μουντιάλ του 1986. Ο «Κάιζερ» τα κατάφερε, καθώς έφερε την ομάδα στον τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος, για να χάσει στις λεπτομέρειες από την Αργεντινή. Ωστόσο οι σχέσεις του έφτασαν σε οριακό σημείο με πολλούς παίκτες. Κι όταν κάποιοι από αυτούς άργησαν να εμφανιστούν στο ξενοδοχείο της Εθνικής, ο «Κάιζερ» τους αποκάλεσε «ηλίθιους», με τον τερματοφύλακα του Αμβούργου Ούλι Στάιν να ανταποδίδει τη φιλοφρόνηση αποκαλώντας τον Μπεκενμπάουερ «καραγκιόζη» και να παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για τη Γερμανία.

Μέσα σε τέσσερα χρόνια όλα αυτά ξεχάστηκαν. Το 1990, στο Μουντιάλ της Ιταλίας, ο Μπεκενμπάουερ βρίσκει και πάλι απέναντί του στον τελικό την Αργεντινή του Μαραντόνα. Αυτή τη φορά, με άμυνα-γρανίτη, οι Γερμανοί παίρνουν τη νίκη με 1-0.

Κανείς άλλος πριν από τον Μπεκενμπάουερ δεν είχε κερδίσει Παγκόσμιο Κύπελο τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής. Στην ιστορία θα περάσει όμως και μία αλλόκοτη εικόνα: Λίγο μετά το σφύριγμα της λήξης και τους πρώτους πανηγυρισμούς, ο «Κάιζερ» περιφέρεται στη σέντρα με τη γραβάτα δεμένη και τα χέρια στις τσέπες, χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Ήταν μάλλον μία εύλογη προσπάθεια να αποφορτίσει την ένταση, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.

Το «καλοκαιρινό παραμύθι» του 2006

Τί άλλο μπορούσε πια να πετύχει ο «Κάιζερ»; Κι όμως, υπήρχε κάτι ακόμη. Όταν η Γερμανία διεκδικούσε το Παγκόσμιο Κύπελο του 2006 και όλοι θεωρούσαν «φαβορί» τη Νότια Αφρική για πολιτικούς λόγους, o Μπεκενμπάουερ ανέλαβε να συντονίσει την Επιτροπή Διεκδίκησης. Και- ω, του θαύματος- έφερε το Μουντιάλ στη Γερμανία. Την εποχή εκείνη το περιοδικό DER SPIEGEL τον χαρακτήριζε «άτυπο υπουργό Εξωτερικών».

Το 2015 το ίδιο περιοδικό θα γκρεμίσει τον μύθο ή έστω ένα μικρό κομμάτι του μύθου, που λέγεται Φραντς Μπεκενμπάουερ. Εκείνη τη χρονιά οι δημοσιογράφοι του DER SPIEGEL αποκαλύπτουν «μαύρα ταμεία» και «ύποπτα» εμβάσματα των διοργανωτών, που κινούν υποψίες ότι η ανάθεση στη Γερμανία έγινε κατόπιν χρηματισμού. Μόνο ο διευθύνων σύμβουλος της Adidas Ρομπέρ Λουί Ντρέιφους φέρεται να έχει καταθέσει στο ταμείο το ποσό των 10,3 εκατομμυρίων ελβετικών φράγκων ως «μυστικό δάνειο».

Η Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου (DFB) θα απορρίψει τις κατηγορίες περί χρηματισμού. Ο ίδιος ο «Κάιζερ», μετά από μία μακρά περίοδο σιωπής, θα δηλώσει ότι «αναλαμβάνει την ευθύνη ως επικεφαλής της Επιτροπής Διεκδίκησης», για να διευκρινίσει ωστόσο ότι «δεν υπήρξε χρηματισμός». Μετά από όλα αυτά ο Μπεκενμπάουερ αποσύρθηκε από τη δημοσιότητα, για να ζήσει με την τρίτη κατά σειρά σύζυγό του στην εξοχική κατοικία του, στις αυστριακές Άλπεις. Την ίδια χρονιά πέρασε ό,τι πιο οδυνηρό μπορεί να περάσει ένας γονιός, καθώς ο 46χρονος γιος του έχασε τη μάχη με τον καρκίνο. «Αυτή ήταν η μεγαλύτερη απώλεια στη ζωή μου», θα δηλώσει αργότερα. «Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να ξεπεράσει την απώλεια του παιδιού του…».

Πηγή: Deutsche Welle

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης