Κραυγή Αγωνίας:TheScream. (Edvard Munch)Αποξενωμένος, αλλοτριωμένος, ο σύγχρονος άνθρωπος, εξόριστος σε μια κοινωνία που δεν θέλει ανθρώπους αυτεξούσιους, με γνώμη ελεύθερη και παρρησία, αλλά μάζα, με παρειά αναίσθητη στους κολάφους. Μάζα που τηνκρατούν, σκοπίμως, απαίδευτη, ταπεινωμένη, στα όρια της φτώχειας, οι μικροί, τυφλοί και ανίκανοι Κυβερνήτες της, για να την χειρίζονται και να την μεταχειρίζονται, κατά τα καλά και συμφέροντα αυτών και των διαπλεκομένων, εργολάβων των ΜΜΕ, (Μέσα Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης) και άλλων προπαγανδιστών της Νέας Τάξης Πραγμάτων, της Παγκοσμιοποίησης του χρήματος και της απαξίωσης των ανθρωπίνων αξιών και των ανθρώπων.

Μοναξιασμένοι οι άνθρωποι στην απάνθρωπη πόλη, τριγυρνούν στους δρόμους με άδειο βλέμμα. Ξένοι, σε μια πόλη που τους είναι ξένη. Μια πόλη που τους αποδιώχνει. Τους μισεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Εάλω η Πόλις.» Την κατάπιε το παγκόσμιο χωριό. Ο ξένιος Δίας εγκατέλειψε τον Όλυμπο. Στη θέση του φτερουγίζει, φτερωτός και ωκύπους, γοργοπόδαρος, ο κερδώος Ερμής, των εμπόρων της γης και των ανθρώπων.

Εξόριστος του πνεύματος, απογυμνωμένος από την ανθρωπιά του, ο σύγχρονος άν-θρωπος πούλησε την ψυχή του στον νέο δυνάστη της αχαλίνωτης τεχνολογίας, νομίζοντας πως θα κερδίσει έτσι τον κόσμο όλο. Και προσκυνά τον νέο αφέντη του, αλαζών, μακάριος και χορτάτος, ενώ αυτός, πανούργος και πονηρός, ληστεύει τη ζωή του.

Όμως «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία, φαίνεται.» (Πλάτων)

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η παιδεία κατάντησε κενή, εκτεχνικευμένη παιδεία, σύρριζα αποκομμένη από τις ρίζες εκείνης της παιδείας, «που από την παιδική ηλικία οδηγεί τον άνθρωπο στην αρετή και του προκαλεί τον έρωτα να γίνει ένας τέλειος πολίτης που ξέρει να κυβερνά και να κυβερνιέται με δικαιοσύνη: την προς αρετὴν εκ παίδων παιδείαν, ποιούσαν επιθυμητήν τε καιεραστὴν του πολίτην γενέσθαι τέλεον, άρχειν τε καιάρχεσθαι επιστάμενον μετὰ δίκης.» (Πλάτων)

Αυτήν την Παιδεία, σκόπιμα τους στερεί η πολιτεία, που δεν θέλει πολίτες, αλλά υπήκοους-μαζάτομα, για να τα χειρίζονται, κατά τα καλά και συμφέροντά τους, οι λαομπαίχτες πολιτικατζήδες, αλληλοδιαπλεκόμενοι με τους εμπόρους του χρήματος, αντλώντας δύναμη και εξουσία η μια φάρα από την άλλη.

Όμως, «τηνεις χρήματα τείνουσαν ή τινα πρὸς ισχύν, ή και προς άλλην τινὰ σοφίαν άνευ νου και δίκης, βάναυσόν τ’ είναι καιανελεύθερον και οὐκ αξίαν το παράπαν παιδείαν καλείσθαι: Παιδεία που αποβλέπει στην απόκτηση χρημάτων ή δύναμης ή σοφίας χωρίς νου και δικαιοσύνη, θα πρέπει να την θεωρούμε ανελεύθερη και βάναυση – και καθόλου άξια να καλείται παιδεία.», λέει ο Πλάτων.

Κι’ όμως, τέτοια, βάναυση και ανελεύθερη, εκτεχνικεύμενηπαιδεία, παρέχει το Κράτος, και οι διάφοροι δεφόμενοι, (δέφω: μαλακώνω το πετσί τρίβοντάς το) βυρσοδέψες Υπουργοί της (α)Παιδείας. Και η κορνίζα, του κορνιζαρισμένου πανεπιστημιακού πτυχίου, αξίζει περισσότερο από το ίδιο το πτυχίο. Και η ακριβή παραπαιδεία είναι συμπλήρωμα της δωρεάν λειψής παιδείας.

Και οι μαθητές, οι φοιτητές, απαίδευτοι, πικραμένοι, απελπισμένοι, -όλοι οι άνθρωποι, και ιδίως οι νέοι, επιζητούν τη γνώση. «Πάντες οι άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» (Αριστοτέλης)-, γεμίζουν το κενό της πίκρας τους και της απαιδευσίας, με τη βία, με την αδιαφορία, με τη βακχεία, με την διαδικτυακή αποξένωση, νομίζοντας, οι περισσότεροι, πως επικοινωνούν. Με ποιόν; Με τι; Με το τίποτατίποτα!
Νομίζουν πως είναι χρήστες, ενώ χειραγωγούνται τακτικά και αιχμαλωτίζονται ύπουλα, από το αόρατο δίχτυ, του διαδικτύου.

Η κοινωνία δεν έχει μέλη, πια, παρά άτομα, μ α ζ ά τ ο μ α, που το καθένα για «την πάρτη» του φροντίζει. Έτσι διδάσκει το νεοφιλελεύθερο, μεταμοντέρνο, δόγμα της παγκοσμιοποιημένης αποβλάκωσης. Η ανθρώπινη προσωπικότητα, έχει γίνει απρόσωπη ατομικότητα μέσα στη μάζα που διαμορφώνει η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τον άνθρωπο-μαζάτομο. Τον άνθρωπο, που από σοφό, ευφυή, HomoSapiens, η νεοφιλελεύθερη ασυδοσία τον έχει καταντήσει σάπιο.

Και η «υψηλή» (λειψή) κοινωνία, η κοινωνία του λάιφ στάιλ (lifestyle, ελληνιστί), της κομπίνας, της διαπλοκής, της αλλαξοκωλιάς, της τρυφηλής ζωής, των Βόρειων και Νοτίων πλουσίων προαστίων και των αστείων θαμώνων τους, των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας, αυγαταίνει την ιδιωτεία της στα νησιά των ανέμων και του ξεκωλώματος.

Σε μια εποχή αλλοτριωμένη, με αλλοτριωμένους ανθρώπους, που μιλάνε επειδή τους ε π ι τ ρ έ π ο υ ν να μιλάνε. Και λένε, αυτό που τους επιτρέπουν να λένε·αυτό που επιβάλλει το «πολιτικώς ορθό» -«υποκριτικώς ορθό»- και υποβάλλουν οι λαομπαίχτες πολιτικατζήδες, και τα Μέσα Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης (ΜΜΕ).

Σε μια τέτοια εποχή, αναρωτιέται κανείς, αν θα πρέπει να συνεχίσει να μιλά. Να μιλά, με τον φυσικό. αυθόρμητο, τρόπο, όπως ταιριάζει στον ελεύθερο άνθρωπο, ο οποίος«κρίνει όσα βλέπει: αναθρών α όπωπε», όπως ορίζει ο Πλάτων τον άνθρωπο.

Τον Άνθρωπο, κι’ όχι τονμαδημένο κόκορα, «ζώον δίπουν άπτερον», όπως τον σατιρίζει ο Κυνικός Διογένης, «ο μαινόμενος Σωκράτης», κατά τον Πλάτωνα.

Αναρωτιέται κανείς, τι να πει, πλέον, σε ώτα ανθρώπων μη ακουόντων, βαρβάρους ψυχάς εχόντων, που, μέσα στο γουρουνοστάσι της νέας Κίρκης,σαν «γουρούνια, ευχαριστιόνται περισσότερο στον βόρβορο παρά στο καθαρό νερό: ύες βορβόρω ήδονται μάλλον ή καθαρώ ύδατι», και τρέφονται με τα βαλανίδια της παγκοσμιοποίησης, μοιραίοι και ανίδεοι αντάμα, κι ούτε προσμένουν, πια,και κάποιο θαύμα.

Και οιαδελφοκτόνοι Κάινσκοτώνουν και σφαγιάζουν, φανατισμένοι με το μίσος της δικής τους μοναδικής αλήθειας, που είναι ο μισερός θρησκευτικός φανατισμός από τη μια και ο Μαμωνάς του άνομου κέρδους και ηαλαζονεία της υπερδύναμης, από την άλλη.

Όμως, ο άνθρωπος ο ψυχωμένος με ανθρωπιά, που δεν οξειδώθηκε στην νοτιά των υπανθρώπων, δεν μπορεί παρά να εξακολουθήσει να μιλά. Να μιλά, ελευθερόστομα, με παρρησία. Να μάχεται, με μόνο όπλο τον λόγο του φωτοδότη Προμηθέα: «Πιο λίγο κι απ’ το τίποτα με μέλει εμένα ο Δίας», αδιαφορώντας για την κατηγορία του εμπρηστή, που θα του προσάψουν οι μικροί, οι ευτελισμένοι, αλλοιωμένοι, σκουριασμένοι, μικρόνοες. λογάδες του καιρού του.

Θα μιλάει, έστω κι αν δε λέει σπουδαία πράγματα, τη γλώσσα της ελεύθερης σκέψης, και θα αναζητά την αλήθεια. Την αλήθεια, «άλη θεία: περιπλάνηση θεία», την οποία συνεχώς θα ψάχνει, συνεχώς θα πλησιάζει, μα πάντα θα του ξεφεύγει.

Και σ’ αυτό το κυνηγητό της αλήθειας, θα ολοκληρώνεται η ανθρωπιά του. Θα πλησιάζει ολοένα και πιο κοντά στον αληθινό Άνθρωπο, πάντα ελπίζοντας να κατακτήσει την αλήθεια, ψυχωμένος από τον ελπιδοφόρο Ηράκλειτο: «αν δεν ελπίζεις το ανέλπιστο δεν θα βρεις: εάν μη έλπηται ανέλπιστον ουκ εξευρήσει.»

Κι έτσι ήταν κι έτσι θα ’ναι, μέχρις ότου ανατείλει, λυκαυγοφωταύγειος, ο Νέος Άνθρωπος, γέννημα θρέμμα του Λόγου, όχι σπορά της τύχης και θρέμμα της οργής. Με τον Λόγο οδηγό, μακριά από τις πλάνες των δίγνωμων, δίκρανων, κενόκρανων μικρών ανθρώπων, θα φυτέψει την άδολη καρδιά της στρογγυλής αλήθειας, στα πετρωμένα στήθη των θνητών.

Εμπρός, βήμα ταχύ.

Για πού;

Από το μακρύ Μονοπάτι των Σκεπτικών της «εποχής», στον μεσαίο και δύσβατο δρόμο του «όντος μη όντος», του Παρμενίδη και του Γοργία «ουκ είναι ουδέν. Ει δ’ έστιν, άγνωστον είναι. Ει δε και έστι και γνωστόν, ου δηλωτόνάλλοις: δεν υπάρχει τίποτε. Αν υπάρχει, είναι άγνωστο. Κι αν υπάρχει και είναι γνωστό, δεν μπορεί να δηλωθεί στους άλλους.», διαγωνίως προς την πλατεία των «όντως όντων αριθμών», του Πυθαγόρα, προς «οδός άνω και κάτω, μία και ωυτή», του Ηρακλείτου, πλάι στην «Ακαδημία των Ιδεών», του Πλάτωνος, απέναντι στο «Λύκειο της Λογικής», κάτω από την ωραία πύλη των Τραγικών, μέσω της οδούτης λοιδορίας της αθυρόστομής Αριστοφανικής Σάτιρας, μέχρι το πυθάρι του αρχαίου αναρχικού Διογένη… Kι αυτός ο δρόμος τελειωμό δεν έχει. Οδηγεί όμως, στην γέννηση του νέου Ανθρώπου «με λογισμό και μ’ όνειρο.»

Έκλεισα, λέει ο ονειροφύλακας!

Αυτό το πλοίο, που μόλις έφυγε, για σένα ήταν. Κι’ ας μην το ήξερες. Έφυγε, κι απόμεινες στην αποβάθρα μόνος, να κουνάς το μαντήλι στο κενό.

«Άνθρωπον ζητώ» (Διογένης ο Κύων)Μπροστά σου υπάρχει ο δρόμος που βγάζει στον αγύριστο.

Μην τον ακολουθήσεις, μέσα στην απελπισία σου.

Υπάρχει παλίντροπος κέλευθος. Δρόμος της επιστροφής, που θα σε φέρει πάλι πίσω. Στον ίδιο σου τον εαυτό. Κι’ αυτή τη φορά, κερδίζοντας παλιρροϊκό, μάταιο, ίσως, χρόνο και πάλι, θα τον γνωρίσεις. Δημιουργός εσύ και δημιούργημα ο άλλος σου εαυτός.

Ποιος είναι αυτός;

Είναι Αυτός, που λέει: Είμαι ελεύθερος, αυτογνώμων, αυτεξούσιος, άνθρωπος, «ουδενός δούλος ουδενός υπήκοος» (Αισχύλος.)

Αυτός που λέει: Δεν οφείλω τίποτα και σε κανέναν. Γιατί τα έδωσα όλα, σε όλους, χωρίς, καν, να το ζητήσουν. Δεν έχω άλλο τίποτα να δώσω. Να πάρω, μόνο, έχω. Να σηκώσω, λίγο από το βάρος, που βαραίνει τον άλλον.

Τι είναι αυτός;

Φυτευτής, που φυτεύει στην καρδιάτων απελπισμένων ανθρώπων χαρούμενα λουλούδια, ιριδίζοντα, ποτισμένα με άλικο αίμα, νέο, ξεπλυμένο από αλαζονεία και μίσος, οξυγονωμένο με το οξυγόνο της αγάπης, που τα πάντα χωρεί και τα πάντα συγχωρεί.

Για να γεννηθεί ο νέος άνθρωπος, χαροκόπος απλοχέρης της χαράς.

Κι αν είναι ένα μικρόνιο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, δεν θα μείνει κούτσουρο στέρφο στην αιωνιότητα. Αυτός ο άνθρωπος ο μικρός ο Μέγας.

Πού ζει, τώρα, αυτός;

Σε μια πόλη φάντασμα, σε μια Χώρα, πλαστογραφημένη, αγορασμένη και πουλημένη στα σαλόνια και της Βουλές των ξένων. Σε μια Χώρα, κουρελοντυμένη ζητιάνα, που ζητιανεύει βοήθεια από τους ανάλγητους, ντόπιους και ξένους εταίρους, λήσταρχους της ψυχής και του ψωμιού του λαού της.

Τους ναούς του, τους γκρέμισαν. Λόρδοι άξεστοι, ευγενείς κλέφτες του μαδημένου Λέοντα της Κυνοπολιτείας, (προσοχή διορθωτά, δεν είναι ορθογραφικό λάθος), του έκλεψαν τα αγάλματα του, τα ζωντανά γλυπτά, που λάτρευαν ανάγλυφη τη γυναικεία ομορφιά. Τα αγάλματα που σμίλευαν ζωντανή τη αλκή των ανδρών. Του έκλεψαν, οι ευγενείς χοντρόπετσοι, τα όμορφα άλογα, που χλιμιντρίζουν, με τεντωμένο τον λαιμό, έτοιμα να καλπάσουν στο μέλλον των αιώνων.

Του έκλεψαν, και την μεγαλομάτα Ευρώπη, για να λένε πως έχουν πολιτισμό. Οι πο-λιτισμένοι βάρβαροι.

Και οι ξενομπάτες, το χώμα του πάτησαν. Μα δεν έμεινε ίχνος της πατημασιάς τους. Το έσβησε η αδούλωτη πνοή. Το αφάνισε η τόλμη η παράτολμη, απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά.

Πώς είναι αυτός;

Σύνθεση του σύνθετου.
Θέλει να ξεπεράσει τον εαυτό του, γνωρίζοντάς τον.
Αισθάνεται με τα μάτια του, κι ακούει με το νου του.
Χαμογελάει στη χαρά. Χαμογελά στη λύπη
Ο έπαινος και η μομφή ρίζες δεν πιάνουν μέσα του.
Το βλέμμα του άβυσσος φωτός, που ερευνά τα βάθη,
του πνεύματος και της ψυχής και της καρδιάς τη σάρκα.
Ψηλά κρατά την αρετή, κακία να μην τη φτάνει.
Και στους μικρούς υπάνθρωπους δεν κάνει τεμενάδες.
Πυρφόρος, Προμηθέας, νιος, βάζει φωτιά στα σάπια,
Αδιαφορώντας για την κατηγορία του εμπρηστή, από τους φωτοσβέστες.
Φτάνει στο τέρμα της ζωής, δημιουργός και νικητής, ελπίδα φορτωμένος,
Δώρο για τους ερχόμενους, παιδιά του και εγγόνια,
Νέους ανθρώπους, ζωντανούς, με τη χαρά στα χείλη.

Κι όταν έρθει εκείνη, η άσχημη αγγελοκρούστρα, να του χτυπήσει το παραθύρι, για το αγύριστο ταξίδι, θα βρει τις στάχτες του μονάχα.
Γιατί όλα μυαλό, καρδιά, ψυχή και σώμα, τα έχει δώσει, υλικά, για να χτιστεί ο κόσμος ο καινός, κι ο Άνθρωπος ο καινούργιος. Κενός από την ύβρι και το μίσος.
Κόσμημα της ανθρωπιάς και του νου.

Νάτος! έρχεται, ο Διγενής, αρχαίο και νέο γένος, καβάλα στο νοητάκι του, τον γρήγορο τον νου του, με την ελπίδα στην καρδιά. Τη σμίλη σφίγγει στο χέρι, για να σμιλέψει τη μορφή της θείας Αφροδίτης, κρυμμένη σε κάθε μάρμαροκαι πέτρα της γης του.

Νάτος! Έρχεται Αυτός, ο Νέος άνθρωπος, ο Μέγας!
Ο γκρεμιστής του παλιού. Ο χτίστης του καινούργιου.

Ο Έλληνας Άνθρωπος, ο ξαναγεννημένος.

Περνά απέναντι στο κάστρο του ονείρου,
από τη γέφυρα των πιθανοδυνατοτήτων.

Στη βροντή του κεραυνού δεν βουβάθηκε.
Στην αφρισμένη θάλασσα δεν πνίγηκε.
Στον αγέρα, βεργολυγερός, λύγισε, μα δεν έσπασε.
Στη λάμψη του φωτός της τύχης δεν τυφλώθηκε.
Στα δίχτυα της πλάνης δεν πιάστηκε.

Φτεροκοπά σαν πεταλούδα από άνθος σε άνθος
Τρυγώντας την ομορφιά των πραγμάτων.

Ηχήστε σάλπιγγες.
Όλα είναι πιθανοδυνατά, σ’ έναν καινούργιο κόσμο.
Η φωτιά τον δημιούργησε και η φωτιά το θρέφει.

Χτυπάτε τύμπανα.
Σ’ αυτόν τον γκρεμιστή δόθηκε το προνόμιο του χτίστη του φωτός.
Με νου καρδιά, πίστη κι αγάπη άσβηστη, έρχεται:

«Ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθή. Γκρεμίζω τη ασκήμια.
Και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
Και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω.
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε.
Γκρικάω, βγαίνει από μέσα μου μια προσταγή: Γκρεμίστε!»
(Κωστή Παλαμά.Ο Γκρεμιστής)

Να γκρεμίσουμε τα σάπια, τα παλιά, τα έργα των πανούργων, ανίκανων, μικρών κυβερνητών μας.

Να χτίσουμε όλοι μαζί, αδερφωμένοι, την καινούργια Ελλάδα. Την Ελλάδα που δεν θα ντρεπόμαστε να τη λέμε Ελλάδα.

Την Ελλάδα των καλών κ’ αγαθών, τολμηρών και δίκαιων Ελλήνων Πολιτών και Πολιτικών.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης