Η υπόθεση της Ιεράς Μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά δεν είναι μια απλή υπόθεση όπως σημειώθηκε σε προηγούμενο σημείωμα μας . Σήμερα εν όψει ταχύταττων εξελίξεων που πιέζουν , εν προκειμένω τον Πατριάρχη Ιεροσλύμων Θεόφιλο τον Γ’ και λόγω  κρίσιμων ιστορικών αποφάσεων, και γεγονότων που ενδέχεται να αλλάξουν το ευρύτερο satus qvo της μείζονος και ευρύτερης περιοχής της Νέας Μέσης Ανατολής δημοσιοποιούμε σήμερα επιστολή , το περιεχό,ενο της οποίας και ο Μακαριώτατος Πατριάρχης θα πληροφορηθεί με την δημοσιοποιήση της.

Το όνομα της Προσωπικότητας υψηλότατου ακαδημαϊκού κύρους που απολλαμβάνει  διεθνούς κύρους για την Ελλάδα αλλά και την Παγκόσμια Ορθοδοξία θα πληροφορηθούν άπαντες οι εμπλεκόμενοι δια της νομίμου και φυσικής οδού αλλά όχι μέσω διαδικτύου, καθώς κάτι τέτοιο θα εγκυμονούσε κινδύνους απρόοπτους και ανεξέλεγκτους θέτωντας σε κίνδυνω έτι περεταίρω τα συνολικά ζητήματα της Παγκόσμιας Ορθοδοξίας , που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε μεγάλη ακαταστασία και μέγα σχίσμα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών,  απομείωνοντας επί πλέον , και αποστερώντας  έτσι το δικαίωμα είτε της Ελλάδος είτε πόσο μάλλον των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά τον κόσμο να συνεχίσει ο συντάκτης της επιστολής που σήμερα δημοσιοποιείται, να προσφέρει τις  υψηλές υπηρεσίες  εν ήδη Διακονίας και προσφοράς  επ οφελεία κοινή Της Ορθοδόξου Καθολικής και  Αποστολικής  Εκκλησίας .

Εκείνο που έχει σημασία είναι το ευαίσθητο περιεχόμενο της επιστολής και η σημασία που τυγχάνει να προσλαμβάνει εν όψει κρίσιμων αποφάσεων του Πατριάρχη Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλου του Γ.

Το όνομα του συντάκτη της Επιστολής παραμένει στην διάθεση της Ζούγκλας και του υπογράφοντος και θα κοινοποιηθεί ως οφείλεται στον μεγάλο Παραλήπτη Μακαριότατο Πατριάρχη Ιεροσλύμων τον Γ’.

Η επιστολή:

«Μακαριώτατε 

Ονομάζομαι (……………………….) και είμαι Καθηγητής στο F… Universität Berlin/I für G…….  & L…….  P……., με γνωστικό αντικείμενο την έρευνα και διδασκαλία των ειδικών θεσμικών καθεστώτων του Αγίου Όρους και του Σινά, των δύο απομεινασών μοναστικών κοινοτήτων στην παγκόσμιο Ιστορία, από την ιστορική Βυζαντινορωμαϊκή και Μεταβυζαντινή/Οθωμανική Κοινοπολιτεία της καθ’ημάς Ανατολής, οι οποίες ομού μετά των πρεσβυγενών Πατριαρχείων συμπεριλαμβανομένης και της Αγίας Έδρας του Βατικανού, αυτόν ακριβώς τον ρόλον επιτελούν, ως αποτελούσαι τα μοναδικά αυθεντικά τεκμήρια της Κοινοπολιτείας ταύτης, πέραν του καθαρώς πνευματικού και θρησκευτικού τους προορισμού, δια τον κόσμον τόσον της Ανατολής όσον και της Δύσεως. Η ιδιαιτέρα σημασία αυτών των οντοτήτων, από θεσμικής καθαρώς σκοπιάς, έγκειται εις το ότι αποτελούν όχι απλώς τον πνευματικό, ιστορικό και πολιτισμικό δικαιοπάροχο της παρελθούσης προς την σύγχρονον εποχή μας, αλλά ειδικώτερα εις το ότι συνιστούν την πρόδρομη μορφή της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Διότι δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι η Κοινοπολιτεία αυτή συνεκροτήθη από συστάσεως του imperium Romanum και εξικνείται έως της συντελείας του τελευταίου κοινοπολιτειακού φορέως που υπήρξε η Οθωμανική αυτοκρατορία, ήτις συνετελέσθη μόλις το α΄ τέταρτον του 20ού αι. Επομένως, ούτε η αραβική κατάκτησις των χωρών της νοτιοανατολικής Μεσογείου ούτε καν η άλωσις της Κπόλεως το 1453 αποτελούν τομές και διασπάσεις της Κοινοπολιτείας αυτής, αλλά τω όντι συνέχειες αυτής· η οποία κατελύθη μόλις με την διάλυσι του Οθωμανικού κράτους ως τελευταίου κοινοπολιτειακού φορέως και την εντεύθεν δημιουργία των σημερινών ανταγωνιστικών εθνικών κρατών.

Από της θεσμικής και ιστορικής ταύτης σκοπιάς κατανοούμε καλύτερα την σημασία και τον ρόλο των δύο μοναστικών πολιτειών, της τε πολυμοναστικής  κοινότητος του Αγίου Όρους και της μονομοναστικής κοινότητος του Σινά, αι οποίαι λειτουργούν θεσμικώς και νομικώς κυρίως επί τη βάσει του κοινοπολιτειακού Βυζαντινορωμαϊκού και Μεταβυζαντινού Δικαίου και μόνον παρεπομένως δυνάμει του εκασταχού εθνικού δικαίου.

Μακαριώτατε 

            Απαύγασμα των θεσμών αυτών και της κοινοπολιτειακής των φύσεως αποτελεί το Σιναϊτικόν Δίκαιον, ήτοι το σύνολον των (νομικών) κανόνων λειτουργίας του Σινά, το οποίον μπορεί μεν να είναι ακατάγραφον και ακωδικοποίητον ως σύνολον, ουχ’ήττον όμως είναι το επί αιώνας παραδεδομένον ισχύον και ανεγνωρισμένον δίκαιον, δυνάμει του οποίου λειτουργεί η μονομοναστική πολιτεία του Σινά. Τούτο περιλαμβάνει τόσον κανόνας αγράφους και εθιμικούς, όσον και επισήμους γραπτάς διατάξεις αυτοκρατόρων, σουλτάνων, χαλιφών, πατριαρχών, ακόμη και διατάξεις διεθνούς δικαίου, όπως επί παραδείγματι αποφάσεις

του Μ. Ναπολέοντος εκδοθείσας κατά την κατάκτησιν της περιοχής υπό των Γάλλων περί τας αρχάς του 19ου αι. Συνοπτικήν επιτομήν του Σιναϊτικού Δικαίου αποτελούν οι ισχύοντες Θεμελιώδεις Κανονισμοί.

            Το ανώτατον και κυρίαρχον όργανον του Σινά αποτελεί η Σιναϊτική Αδελφότης, ήτοι η γενική Συνέλευσις των Πατέρων και Αδελφών του Σινά, η οποία δυνάμει των διατάξεων του Σιναϊτικού Δικαίου έχει το τεκμήριον αρμοδιότητος περί παντός ζητήματος αφορώντος το Σινά. Εξ αυτής προέρχονται, νομιμοποιούνται ή παύονται πάντα τα λοιπά σιναϊτικά όργανα ανεξαιρέτως. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Σιναϊτικής Συνελεύσεως συγκαταλέγεται και η παύσις του καθηγουμένου της σιναϊτικής Μονής, όπως ακριβώς η ανάδειξις αυτού. Η πράξις της παύσεως έχει νομικώς χαρακτήρα οριστικόν, τελεσίδικον και αμετάκλητον μη υποκειμένη εις ουδέν ένδικον μέσον, καθ’όσον αποτελεί έκφρασι της βουλήσεως του ανωτάτου και κυριάρχου σιναϊτικού οργάνου. Τελεί δε υπό δύο προϋποθέσεις νομιμότητος, ήτοι μίαν ουσιαστικήν και μία τυπικήν.

Μακαριώτατε 

Η ουσιαστική προϋπόθεσις έγκειται εις την συνδρομήν σοβαρών αιτιών παύσεως του καθηγουμένου, που είναι δύο ειδών, αφ’ενός πνευματικής και εκκλησιολογικής και αφ’ ετέρου νομικής, διοικητικής και διαχειριστικής φύσεως και συγκεκριμένως: Α) η καταχρηστική άσκησις των δικαιωμάτων και εξουσιών αυτού ή/και η οικονομική και περιουσιακή κατάχρησις και ολιγωρία τούτου και Β) η δογματική και εκκλησιολογική απόκλισις αυτού ή/και η περί την διοίκησιν πνευματική ανεπάρκεια. Ο τελευταίος λόγος της περί την διοίκησιν (πνευματικής) ανεπαρκείας οίκοθεν νοείται ότι εμφυλλοχωρεί εις απάσας τας περιπτώσεις καταχρήσεων διαπραχθεισών υπό του καθηγουμένου, ως απότοκος τούτων. Η αντιποίησις, επί παραδείγματι κατ’ άρθ. 16 των Θεμελ. Κανον., δικαιωμάτων Ανωτάτης Αρχής και εξουσίας, άτινα μόνον η Γεν. των Σιναϊτών Συνέλευσις κατέχει, παρά του Αρχιεπισκόπου συνιστά σοβαράν αιτίαν παύσεως τούτου, ως περί την διοίκησιν πνευματική ανεπάρκεια αυτού. Μόνος δε αρμόδιος να αποφασίση κυριαρχικώς περί της συνδρομής σοβαρού τινος λόγου παύσεως είναι η Σιναϊτική Αδελφότης, η οποία ούτως αποφαίνεται εάν επιθυμή να έχη επικεφαλής ως καθηγούμενον αυτής πρόσωπον βαρυνόμενον με τας ως άνω παραβάσεις.

Η τυπική προϋπόθεσις είναι η περί παύσεως απόφασις να ελήφθη κατά την συνέλευσιν της Σιναϊτικής Αδελφότητος, η οποία είναι δύο ειδών: Α) τακτή, που είναι η συγκαλουμένη eo ipso jure περιοδικώς ανά διετίαν κατά μήνα Ιούλιον και Β) έκτακτος, ήτις τελεί, εν αντιθέσει προς την τακτήν, υπό δύο προϋποθέσεις συγκλήσεως, ήτοι αφ’ενός την συνδρομήν σοβαρών λόγων και αφ’ ετέρου την αίτησιν προς τούτο είτε του Αρχιεπισκόπου και της Ι.Συνάξεως είτε της ηυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 της Αδελφότητος. Η καταστατική διαφορά των δύο ειδών συνελεύσεως έγκειται εις το ότι η τακτή χωρεί αυτοδικαίως εκ μόνου του καταστατικού, άνευ συνδρομής οιουδήποτε λόγου ή άλλης τυπικής προϋποθέσεως, πρωτοβουλίας ή πλειοψηφίας, υπό μίαν περιοδικότητα 2ετίας, ακριβώς δια να διασφαλίζεται η κατ’ ελάχιστον θεσμική λειτουργία και εγρήγορσις του ανωτάτου σιναϊτικού οργάνου, ενώ η έκτακτος τελεί υπό συγκεκριμένας ουσιαστικάς και τυπικάς προϋποθέσεις, που είναι η συνδρομή σοβαρών λόγων συγκλήσεως και το αίτημα είτε του Αρχιεπισκόπου και της τριμελούς Ι. Συνάξεως είτε της ηυξημένης πλειοψηφίας των 2/3 της Σιναϊτικής Αδελφότητος.

Η πλειοψηφία δια τον έγκυρον σχηματισμόν της διαμορφώσεως της βουλήσεως του συλλογικού οργάνου και λήψεως της αποφάσεως είναι η συνήθης πλειοψηφία των μελών της Συνελεύσεως, ανεξαρτήτως εάν αύτη είναι τακτή ή έκτακτος, μη απαιτουμένης ειδικής τινος πλειοψηφίας προς λήψιν αποφάσεως. Δεν θα πρέπη δε να συγχέεται η ηυξημένη πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείται ειδικώς και συγκεκριμένως δια την σύγκλησιν εκτάκτου συνελεύσεως, με την συνήθη πλειοψηφία που απαιτείται γενικώς δια την λήψιν αποφάσεων.

Μακαριώτατε 

            Το Σινά απολαύει μεν μίας εκτεταμένης εκκλησιολογικής και θεσμικής αυτοκεφαλίας, ουχ’ ήττον όμως έχει μίαν πνευματικήν αναφοράν και εξάρτησιν από πλευράς Κανονικού Δικαίου από το Πατριαρχείον Ιεροσολύμων, ήτις προβλέπεται και υπό των άρθρων 18, 19 και 24-26 των Θεμελ. Κανον. Από νομικής όμως και θεσμικής πλευράς έχει αυτόνομον λειτουργίαν, υπό την εξαίρεσιν μόνον της περιπτώσεως που προβλέπεται από του άρθρου 19 εδάφ. γ΄ των Θεμελ. Κανον., ήτις ορίζει τα εξής: Ο Αρχιεπίσκοπος του Σιναίου όρους δικάζεται υπό του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, εν ή περιπτώσει ούτος ήθελεν εγκληθή υπό της Σιναϊτικής Αδελφότητος διά παραπτώματα αντιβαίνοντα προς το αρχιεπισκοπικόν αυτού αξίωμα, συμφώνως προς το 12ον άρθρον των Θεμελιωδών Κανονισμών. Η θεσμός ούτος εγκαθιδρύει ειδικώς δικαστικήν αρμοδιότητα του Πατριάρχου Ιεροσολύμων, όστις αναγορεύεται δυνάμει των διατάξεων του Σιναϊτικού Δικαίου εις φυσικόν δικαστήν δια τον Αρχιεπίσκοπον Σιναίου και καθηγούμενον της Σιναϊτικής Μονής, οσάκις ήθελεν ασκηθή έγκλησις και δίωξις εις βάρος του από μέρους του κυριάρχου οργάνου της Σιναϊτικής κοινότητος, ήτοι της Γενικής των Σιναϊτών Συνελεύσεως, η οποία νομικώς δεν θα μπορούσε να ασκήση παραλλήλως και το έργον της εισαγγελίας, ήγουν της διώξεως και κατηγορίας του Αρχιεπισκόπου και το έργον της κρίσεως και εκδικάσεως της κατ’ αυτού κατηγορίας, οπότε θα απητείτο η συνδρομή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου, όπερ θα επελαμβάνετο της κρίσεως ως τρίτος, ουδέτερος, ανεξάρτητος και αμερόληπτος. Η δικαιοδοσία εν προκειμένω του ιεροσολυμιτικού θρόνου είναι καθαρώς δικαστική και όχι διοικητική, καθ’όσον, ως ελέχθη, η απόφασις της παύσεως του Αρχιεπισκόπου ως διοικητική πράξις δεν υπόκειται εις ουδέν ένδικον μέσον, ούσα τελεσίδικος και αμετάκλητος αφ’εαυτής eo ipso jure, ως αφορώσα την λειτουργίαν και τα interna corporis της Σιναϊτικής Αδελφότητος, ενώ η κρίσις του Πατριάρχου Ιεροσολύμων είναι δικαστική κρίσις, προϋποθέτουσα την άσκησιν εγκλήσεως από μέρους της Σιναϊτικής Αδελφότητος, αποτελεί δε έκφρασιν του αξιώματος του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου: ουδείς δικαστής άνευ κατηγόρου. Τυχόν άλλος τρόπος κινήσεως δικαστικής διαδικασίας, όπως φερ’ειπείν προσφυγή του ιδίου του παυθέντος καθηγουμένου ή τρίτου επικαλουμένου έννομον συμφέρον, θα συνιστούσε καταχρηστικήν άσκησιν δικαιώματος, μη προβλεπομένη παρ’ ουδεμιάς καταστατικής διατάξεως και σαφή παραβίασιν των υπαρχόντων Θεμελιωδών Κανονισμών, οίτινες προβλέπουν μόνον καταμήνυσιν της Σιναϊτικής Αδελφότητος ως προαπαιτούμενον δια την νόμιμον κίνησιν δικαστικής διαδικασίας, οιασδήποτε άλλης ενεργείας συνιστώσης σαφή έστω και έμμεσον παραβίασιν της ιδιόμορφης θεσμικής και διοικητικής αυτοκεφαλίας του Σινά.

Μετά βαθυτάτου Σεβασμού

Ασπάζομαι την Δεξιάν Σας»