Μια δροσερή σταγόνα ποίησης βγήκε από το ραδιόφωνο, αμέσως μετά από ένα καψουροτράγουδο που υμνούσε τον παράνομο έρωτα…

«Όμορφη πόλη/φωνές μουσικές/απέραντοι δρόμοι/κλεμμένες ματιές

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο ήλιος χρυσίζει/χέρια σπαρμένα/βουνά και γιαπιά/πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου/πριν έρθει η νύχτα/τα χλωμά τα φώτα/πριν ρίξουν δίχτυα/θα γίνεις δικιά μου»

Το έπαιξε ραδιοφωνικός σταθμός που καθημερινά μας τρέφει με κάθε λογής ακούσματα λαϊκά, συνήθως από αυτά που τα ξεχνάς μετά από δυο μήνες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Προς στιγμήν σάστισα: Αναρωτήθηκα «τι δουλειά έχει μια ερωτική μπαλάντα του Μίκη; Προφανώς είχε προστεθεί στη λίστα εκείνης της ημέρας προκειμένου το αφεντικό του σταθμού να αποκτήσει άλλοθι, διότι με τόσους παράφωνους που παίζει, γνωρίζει ότι μακροπρόθεσμα το υγιές κοινό του ραδιοφώνου, απλά θα γυρίσει το κουμπί (ή θα πατήσει το πλήκτρο).

Το εκπληκτικής ευαισθησίας μελοποιημένο ποιητικό κομμάτι κάποια στιγμή έφτασε στο τέλος του και τότε με περίμενε μια νέα έκπληξη, αυτή τη φορά οδυνηρή. Η κοπελίτσα που συνδέει τα τραγούδια στη ροή της λίστας, εντελώς σίγουρη για τις γνώσεις της πέταξε:

«Ήταν μια δημιουργία σε μουσική και στίχους του Μίκη Θεοδωράκη».

Έλεος!

Πρώτον δεν επρόκειτο για στίχους αλλά για ΠΟΙΗΣΗ.

Δεύτερο, αυτή η ποίηση, μελοποιημένη αριστουργηματικά από τον Μίκη, ήταν έμπνευση του μέγιστου ποιητή Γιάννη Θεοδωράκη.

Και τώρα τι γίνεται;

Επρόκειτο για απαράδεκτη άγνοια ή ληστεία;

Ο Γιάννης Θεοδωράκης –το έχω ξαναγράψει- υπήρξε ένας σπουδαίος ποιητής της ευαισθησίας και του έρωτα, ίσως οι μεγαλύτεροι τεχνίτες της γενιάς τους μαζί με τον Λειβαδίτη. Τον αγαπούσαν όλες οι γυναίκες (όσες βέβαια τον είχαν γνωρίσει), διότι από αυτές δεν ήθελε ποτέ να πάρει κάτι, να «τρυγήσει». Μόνο να δώσει. Πρόσφερε ένα λουλούδι, ένα μικρό στίχο. Ήταν ένας ρομαντικός που αφιέρωσε τη ζωή του και την τέχνη του στο αριστερό κίνημα, στον έρωτα, στις μεγάλες ιδέες, στη φιλία, στην ανωτερότητα, στην κουλτούρα. Και παράλληλα υπήρξε προσιτός –ως δημοσιογράφος- σε όσους είχαν ανάγκη ένα καλό λόγο, ένα στήριγμα.

Ο Μίκης, φτασμένος και προβεβλημένος από τα μέσα της δεκαετίας του 60, λέγεται ότι αγαπούσε τον μικρότερο αδελφό του και ο στενός κύκλος του υποστηρίζει ότι στις δύσκολες ώρες πάντα του ζητούσε τη γνώμη του, τον συμβουλευόταν. Παράλληλα, τον έβλεπε να βασανίζεται στον «Ριζοσπάστη» για «ένα πιάτο φαγητό», αλλά να χορταίνει με τις ιδέες του και το πάθος του και τον χαιρόταν. Είχε καταλάβει ότι εκείνος δεν μπορούσε να φτάσει το μεγαλείο της λιτής ζωής του ή να σταθεί «στου ήλιου τα μπαλκόνια», που αγνάντευε στα όνειρά του ο Γιάννης.

Αλλά, το θέμα με τη ζωή και το έργο του Γιάννη Θεοδωράκη δεν κλείνει σε μια μικρή αναφορά που είχε  αφορμή την «ασέλγεια» μιας ημιμαθούς νεαρής στο χάος της ιδιωτικής ραδιοφωνίας. Ούτε βέβαια είναι αρμοδιότητα της ταπεινότητάς μου να το πράξει.

Θα προσθέσω μόνο τούτο: Αν ζούσε ο ποιητής, είμαι σίγουρος πως θα την είχε ήδη συγχωρήσει τη ραδιοφωνική παραγωγό και ίσως της χάριζε θέση στα «Χερουβείμ» και «Σεραφείμ» που ένοιωθε σχεδόν αδέλφια του…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης