Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, δικηγόρος – Συνταγματολόγος – νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. ιδρύματος Μπότσαρη – Δ. Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.
Δυστυχώς, οι παρακολουθήσεις τηλεφώνων στην Ελλάδα, δεν αποτελούν καινούργια ιστορία, αλλά επανάληψη της ίδιας ιστορίας, με τις υποθέσεις συνήθως να καταλήγουν στο αρχείο. Διαπιστώθηκε ότι παρακολουθήθηκαν τα τηλέφωνα του Μιλτιάδη Έβερτ πρώην Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, ως τον Αύγουστο του 1991 , του γραφείου του ως το 1991 και του Υπουργείου Προεδρίας, κατά το διάστημα που ήταν Υπουργός ως το Δεκέμβριο του 1991.
Η πρόσφατη παρακολούθηση του τηλεφώνου του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οι παλαιότερες υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών πολιτικών στην χώρα μας, παραβιάζουν το Σύνταγμα, τους νόμους και τον πυλώνα της Δημοκρατίας. Παλαιότερα, υποκλοπή τηλεφωνικών συνομιλιών, έλαβε χώρα στους κάτωθι: στον πρώην Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, πρώην υπουργό εξωτερικών Πέτρο Μολυβιάτη , πρώην υπουργό Εθνικής Άμυνας Σπηλιωτόπουλο Σπήλιο, πρώην υπουργό δημόσιας τάξης Βουλγαράκη Γιώργο, πρώην υπουργό Δικαιοσύνης Παπαληγούρα Αναστάσιο, πρώην αν. υπουργό εξωτερικών Βαλληνάκη Γιάννη, πρώην Βουλευτή της Ν.Δ. Δήμα Σταύρο, πρώην υπουργό εξωτερικών και Δήμαρχο Αθηναίων Μπακογιάννη Θεοδώρα και ακολουθούν Μαραβέλης Δημήτριος, Ιατροπούλου Αικατερίνη, Μεϊντάνη Μαρίνα, Μαρής Γεώργιος, Κόκα Αικατερίνη, Βαλληνδάς Γεώργιος, Φεργάδης Θεόδωρος, Ψυχογιός Γεώργιος, Αγγελάκης Δημήτριος, Χορευτάκη Γλυκερία, Γιαννόπουλος Νικόλαος, Μακρής Κων/νος, Μουρατίδης Αργύριος, Μπαρμπαρούση Δήμητρα, Βιτούνη Δέσποινα, Ρουμπινίδου Μιλάνα, Βουτσίνος Αλέξανδρος, Κακοταρίτης Ιωάννης, Σηφακάκης Ιωάννης, Κουλίδου Αναστασία, Τσιλιμάντος Γρηγόριος, Νικολίνας Ιωάννης, Νότας Αναστάσιος, Σόντις Θεόδωρος, Παυλίδης Πέτρος, Παπαντωνίου Ιωάννης, Πνευματικάκης Εμμανουήλ, Μοκτάρ Ραμζί, Ισκιάρ Αττίλα, Μαλούμ Μοχαμάτ Ουντίν, Αντουλάχ Τζαμάλ, Χουσεΐν Μοχάμετ Σαντίκ, Μοχαμάτ Μείμ, Χουσείν Μοχάμεν, Ιμπραχήμ Αχμάντ Τάρεκ, Καντίρ Αρης, Ταίρ Χερμίζ και Σαντί Αγιούμπι.
Οι εντελώς ανήθικες μυστικές επιχειρήσεις που ενέκρινε ο τότε Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Ρίτσαρντ Νίξον για να αμαυρώσει την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών και η συμμετοχή του στην προσπάθεια συγκάλυψης, προκάλεσαν ένα απ’ τα μεγαλύτερα πολιτικά σκάνδαλα στην ιστορία της Αμερικής και του κόσμου.
Το όνομα «Γουότεργκεϊτ» (Watergate) προέρχεται από το ξενοδοχείο και τα γραφεία Γουότεργκεϊτ στην Ουάσινγκτον, όπου το Δημοκρατικό Κόμμα διατηρούσε τα κεντρικά γραφεία του το 1972.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιουλίου, ένας φύλακας στα γραφεία του 6ου ορόφου, παρατήρησε πως σε αρκετές από τις πόρτες είχε τοποθετηθεί κολλητική ταινία, ώστε να κλείνουν χωρίς να κλειδώνουν, οπότε κάλεσε την αστυνομία.
Πέντε άνδρες συνελήφθησαν να φωτογραφίζουν και να κλέβουν έγγραφα, καθώς και να τοποθετούν κοριούς σε τηλεφωνικές γραμμές. Η παραίτησή του Ρεπουμπλικάνου Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ήρθε ως συνέχεια του σκανδάλου Γουότεργκε’ι’τ σε μια απόπειρα να αποφύγει την καθαίρεσή του από το αξίωμα του Προέδρου και αποτελεί την πρώτη παραίτηση Αμερικανού Προέδρου. Διαδικασία νόμιμης άρσης του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών:.
Η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις, που ορίζονται ρητά, στις διατάξεις του άρθρου 3 ν. 2225/1994 «Για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας και άλλες διατάξεις», όπως ισχύει καθώς και του π.δ. 47/2005. Οι περιπτώσεις άρσης του απορρήτου αφορούν λόγους εθνικής ασφάλειας ή τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων.
Η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι ποινικό αδίκημα. Στη νομοθεσία (άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα, Ν.3674/2008, Ν.3115/2003, όπως ισχύει) προβλέπονται αυστηρές ποινικές κυρώσεις έναντι φυσικών προσώπων (έως 10ετής κάθειρξη). Εξάλλου, η παραβίαση της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών επισύρει την επιβολή διοικητικών κυρώσεων έναντι παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών (σύσταση, χρηματικό πρόστιμο, ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών), από την ΑΔΑΕ και άλλες δημόσιες αρχές. Επιπλέον, κάθε χρήστης υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί, εάν παραβιάζεται το απόρρητο της επικοινωνίας του, να προσφεύγει στα δικαστήρια, πολιτικά ή/και ποινικά, για ικανοποίησή του.
Νομοθετικές διατάξεις σχετικές με το απόρρητο των επικοινωνιών περιλαμβάνονται επίσης και στον Ποινικό Κώδικα, όπως ισχύει μετά και τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν. 3674/2008, και συγκεκριμένα στα άρθρα 248-250 που τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου από ταχυδρομικούς υπαλλήλους καθώς και από υπαλλήλους τηλεπικοινωνιακών οργανισμών. Επίσης τα άρθρα 370 και 370Α του ΠΚ τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών και των τηλεφωνημάτων αντιστοίχως.
Τι μπορώ να κάνω για να προστατεύσω το απόρρητο των επικοινωνιών μου;
Είναι σημαντικό να είμαστε όλοι επαρκώς ενημερωμένοι γιατί η διασφάλιση του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν εξαρτάται μόνο από τους παρόχους, τους οποίους ελέγχει η ΑΔΑΕ, αλλά και από τους ίδιους τους χρήστες και συνδρομητές.
Ο ρόλος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών είναι η προστασία του θεμελιώδους και συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας. Ένα δικαίωμα που το Σύνταγμα ήδη από το 1844 προσδιορίζει ως απαραβίαστο είτε πρόκειται για το απόρρητο των επιστολών είτε και κάθε τρόπου επικοινωνίας, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά. Συνεπώς, η προστασία του δικαιώματος αυτού αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας.
Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) είναι μια από τις συνταγματικά καθιερωμένες Ανεξάρτητες Αρχές που συστάθηκε με το Ν.3115/2003 σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.2. του Συντάγματος.
Σημαντικό ρόλο στην ηλεκτρονική εγκληματικότητα, καθώς και στις δικονομικές διατάξεις για την απόδειξη των εγκλημάτων εν γένει, διαδραματίζει το απόρρητο. Απόρρητο μπορεί να θεωρηθεί οτιδήποτε είναι γνωστό σε περιορισμένο αριθμό προσώπων και χαρακτηρίζεται από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον – βούληση του φορέα του να παραμείνει απόρρητο. Η βούληση του φορέα διακρίνεται πολλές φορές από τα μέτρα, τεχνικά ή οργανωτικά, που έχει λάβει, ώστε να διασφαλίσει ότι το απόρρητο δε θα ξεπεράσει τον κλειστό κύκλο όσων το γνωρίζουν.
Το άρθρο 19 παρ. 1 εδ. γ’ Συντάγματος ορίζει ότι «Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δε δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφαλείας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Στον κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η ειδική ανακριτική πράξη της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών ορίζεται στο άρθρο 254 παρ. 1δ’, ο οποίος παραπέμπει στον ειδικότερο νόμο, που ορίζει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, ήτοι τον ν. 2225/1994 για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας. Στα άρθρα 3 (λόγοι εθνικής ασφάλειας) και 4 (διακρίβωση εγκλημάτων) του ανωτέρω ειδικού νόμου ορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να διαταχθεί η άρση του απορρήτου.
Η αίτηση για άρση πρέπει να υποβληθεί στον Εισαγγελέα Εφετών είτε του τόπου της αιτούσας αρχής της προηγούμενης παραγράφου είτε του τόπου, όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση. Εν συνεχεία, ο Εισαγγελέας Εφετών πρέπει εντός 24 ωρών να αποφασίσει για την άρση ή όχι του απορρήτου, αναφέροντας στη διάταξή του τα αναφερόμενα στο αρ. 5 παρ. 1 ν.2225/94 στοιχεία, ήτοι: α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) τη δημόσια αρχή που ζητεί την επιβολή της άρσης, γ) τον σκοπό επιβολής της, δ) τα μέσα επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια, στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης του (αρ. 3 παρ. 2). Όσον αφορά τη δεύτερη περίπτωση άρσης του απορρήτου (διακρίβωση εγκλημάτων – αρ. 4), αυτή επιτρέπεται σε περιπτώσεις αξιόποινων πράξεων περιοριστικά αναφερόμενων στο νόμο, όπως για παράδειγμα: των άρθρων 187 παρ. 1, 2 (εγκληματική οργάνωση), 323Α (εμπορία ανθρώπων) , 336 (βιασμός) σε βάρος ανηλίκου, αρ. 338 παρ. 1 (σε βάρος ανηλίκου), 339 παρ. 1, 4, αρ. 342 παρ. 1,2, 348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 348Β (προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους), 348Γ (πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων), όπως αναφέρονται στη διάταξη του αρ. 254 παρ. 1 ΚΠΔ για τις ανακριτικές πράξεις, ενώ στον ν. 2225/1994 αναφέρονται αποκλειστικά οι περιπτώσεις των άρθρων 134, 135 παρ. 1,2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ.1, 168, παρ.1, 207, 208 παρ.1, 264 παρ. β,γ, 265 παρ. 3, 270. 272. 275 παρ. β, 291 παρ. 1, εδ. β, γ’, 299, 322, 324 παρ. 2, 3, 374, 380,385ΠΚ, τα άρθρα 26, 27, 28, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 39, 40, 41, 63, 64, 76, 93 και 97ΣτρΠΚ, 15παρ.1ν. 2168/1993, δ) 5,6,7,8ν. 1729/1987, ε) τα άρθρα 89, 90 και 93 του ν.1165/1968, ενώ, επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος (211 ΠΚ).
Η άρση του απορρήτου, στις περιπτώσεις των εγκλημάτων της προηγούμενης παραγράφου, επιτρέπεται μόνο, αν το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, αιτιολογημένα, διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς 14 αυτήν (αρ. 4 παρ. 2 ν. 2225/94). Η αιτιολογημένη απόφανση του αρμόδιου δικαστικού συμβουλίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της δίκαιης δίκης, αλλά και γενικότερα την προστασία του δικαιώματος του άρθρου 19 παρ. 1 του Συντάγματος. Η άρση αυτή πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση .
Το άρθρο 19 του Συντάγματος, κατοχυρώνοντας το απόρρητο των επιστολών και εν γένει της επικοινωνίας κάθε μορφής (έντυπης ή ηλεκτρονικής) ως «απαραβίαστο», εξειδικεύει την υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να προστατεύει την ιδιωτική ζωή του ατόμου στην ειδική αυτή εκδήλωσή της κατά τη «μεταβίβαση μηνυμάτων» πέραν αυτής της προστασίας που ήδη απολαμβάνει εντός του ασύλου της κατοικίας του κατά το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος.
Θεσπίζεται έτσι ένα πρόσθετο ατομικό δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής σφαίρας του ατόμου, αυτό της διαβίβασης των μηνυμάτων του (επιστολών, ηλεκτρονικών μηνυμάτων e-mail, τηλεφωνημάτων, fax, τηλεγραφημάτων, sms κλπ) εκτός της κατοικίας του, χωρίς να παραβιάζεται η μυστικότητα και η εμπιστευτικότητα του περιεχομένου τους.
Καθιερώνεται δηλαδή η προστασία της επικοινωνίας με την έννοια της ανταλλαγής διανοημάτων, ειδήσεων, γνωμών και συναισθημάτων και ειδικότερα αυτής που γίνεται εντός πλαισίων οικειότητας και εμπιστευτικότητας (Χρυσογόνος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδ. (2006), σ. 256 επ., Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα Α΄ αριθ. 534, σ. 350 επ., Τσακυράκης, Το απόρρητο της επικοινωνίας, ΝοΒ 1993, 995). Προστατεύεται το δικαίωμα του ατόμου να μοιράζεται με πρόσωπο της επιλογής του σκέψεις, ιδέες και συναισθήματα χωρίς τον κίνδυνο της αποκάλυψης αυτών σε τρίτους και χωρίς να ζει με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφραση, στα πλαίσια μιας ιδιωτικής επικοινωνίας, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του (Ολ. ΑΠ 1/2001, Ελλ. Δικ. 2001, 374 και την υπ ‘ αριθμ. 12/2009 Γνωμοδότηση του Εισ.Α.Π. κ. Ι.Τέντε).
Απαγορεύεται δηλαδή κάθε ενέργεια του κράτους (σε οποιαδήποτε μορφή του- νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική εξουσία καθώς και νομικών προσώπων που δρουν κατά παραχώρηση της αρχής), καθώς και των ιδιωτών (βάσει της τριτενέργειας των συνταγματικών διατάξεων δυνάμει του αρ.25 παρ.1 εδ.γ΄ Σ) με σκοπό τη γνώση είτε του περιεχομένου της επικοινωνίας, είτε και μόνο αυτού του γεγονότος της επικοινωνίας (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ στην υπόθεση Malone και Copland κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου η κρίση ότι και τα εξωτερικά στοιχεία επικοινωνίας εμπίπτουν στην ιδιωτική σφαίρα του απορρήτου), καθώς και η γνωστοποίηση αυτών των δεδομένων σε τρίτους. Χαρακτηριστικά, απαγορεύεται το άνοιγμα ή η ανάγνωση επιστολών ή μηνυμάτων, καθώς και η ακρόαση ή η καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων.
Παραβίαση των διατάξεων για το απόρρητο των επικοινωνιών επιφέρει ποινικές κυρώσεις βάσει των άρθρων 248-250 ΠΚ, όπως ισχύουν μετά και τις τροποποιήσεις που επέφερε ο ν.3674/2008, που τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου από ταχυδρομικούς υπαλλήλους , καθώς και από υπαλλήλους τηλεπικοινωνιακών οργανισμών. Τα άρθρα 370 και 370Α του ΠΚ τιμωρούν την παραβίαση του απορρήτου των επιστολών και των τηλεφωνημάτων αντιστοίχως. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3115/2003, όπως ισχύει, η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών ή των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από 15.000 ως 60.000 ευρώ, εφόσον δεν προβλέπονται βαρύτερες ποινές από άλλες ισχύουσες διατάξεις.
Κατ’ εξαίρεση, και μόνο υπό την διαδικασία που ορίζει εκτελεστικός του συντάγματος νόμος, μπορεί το απόρρητο των επικοινωνιών να αρθεί και τα στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία είναι καταρχήν απόρρητα, να γίνουν γνωστά σε συγκεκριμένες Αρχές και μόνο για τους συγκεκριμένους λόγους που προβλέπει το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 in finem του Συντάγματος, η άρση αυτή είναι δυνατόν να ισχύσει μόνο για τη δικαστική αρχή -όχι έναντι της διοίκησης-, για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. Δεν επιτρέπεται δηλαδή η άρση του απορρήτου για συνηθισμένους λόγους ή για απλή διευκόλυνση του έργου της αστυνομίας ή για τη διακρίβωση αξιόποινων πράξεων μεν, αλλά μη εντασσόμενων στον κατάλογο των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων.
Την διαδικασία, τις τεχνικές και τις οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών προβλέπουν, εξειδικεύοντας τη διάταξη του άρθρου 19 του Συντάγματος, οι διατάξεις του ν. 2225/1994 για την προστασία της ελευθερίας της ανταπόκρισης και επικοινωνίας, του ν. 3115/2003, με τον οποίο συστάθηκε η ανεξάρτητη αρχή διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), και του ΠΔ 47/2005 «Διαδικασίες καθώς και τεχνικές και οργανωτικές εγγυήσεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και για τη διασφάλισή του».
Οι προαναφερθέντες λόγοι άρσης του απορρήτου εξειδικεύονται με τις διατάξεις του ν. 2225/1994, όπως ισχύει, ο οποίος περιλαμβάνει στο άρθρο 4 κατάλογο των εγκλημάτων-κακουργημάτων για τη διακρίβωση των οποίων μπορεί να διαταχθεί η άρση του απορρήτου (ενδεικτικώς: προσβολές κατά του πολιτεύματος, βασανιστήρια, δωροδοκία, εγκληματική οργάνωση, εμπρησμός, έκρηξη, ανθρωποκτονία με πρόθεση, αρπαγή, κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, διευκόλυνση ακολασίας άλλων, πορνογραφία ανηλίκων, διακεκριμένη κλοπή, ληστεία, εκβίαση, στρατιωτικά ποινικά αδικήματα κα.) κατά κανόνα με διάταξη του αρμόδιου Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών, κατόπιν αίτησης του εισαγγελέα ή του ανακριτή. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.
Στο άρθρο 87 του νόμου 4790/2021, προβλέπεται:
1. Η παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 (Α΄121) αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Στις περιπτώσεις του άρθρου 4, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του μέτρου αυτού στους θιγόμενους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και υπό την προϋπόθεση, ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε.
Τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Στις περιπτώσεις των παρ. 1α και 1γ του άρθρου 4 και της περ. ζ΄ της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 4443/2016 (Α΄ 232) τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (Α΄ 112), του άρθρου 93α του ν. 4099/2012 (Α΄ 250), καθώς και των διατάξεων των στοιχείων (α) και (β) του άρθρου 14 και του άρθρου 15 του Κανονισμού (ΕΕ) 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (Κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των Οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (L 173) και επισυνάπτονται στη σχετική δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
Διαφορετικά επιστρέφονται στον κύριό τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το πρώτο εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή. Υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με τον λόγο επιβολής του μέτρου. Η παρούσα δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με το άρθρο 3.».Η παρ. 1 εφαρμόζεται και για τις άρσεις του απορρήτου που έχουν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση του παρόντος.
Αποφάσεις Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για περιπτώσεις υποκλοπών στις συνομιλίες:.
α) Υπόθεση Akhlyustin:
Παραβίαση του άρθρου 8
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα.
β) Υπόθεση Dudchenko:
Παραβίαση του άρθρου 3 (εξευτελιστική μεταχείριση), λόγω των συνθηκών κράτησης του κ. Dudchenko εν αναμονή της δίκης,
Παραβίαση του άρθρου 3 (απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση), λόγω των συνθηκών μεταφοράς μεταξύ των χώρων κράτησης
Παραβίαση του άρθρου 5 § 3
Παραβίαση του άρθρου 8, λόγω της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών με τον συνένοχο.
Παραβίαση του άρθρου 8, λόγω της παρακολούθησης των τηλεφωνικών συνομιλιών με τον δικηγόρο του.
Μη παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ)
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 14.000 ευρώ για ηθική του βλάβη.
γ) Υπόθεση Konstantin Moskalev :
Παραβίαση του άρθρου 8
Παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 8
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
δ) Υπόθεση Moskalev:
Παραβίαση του άρθρου 8
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 400 ευρώ για έξοδα.
ε) υπόθεση Zubkov κ.λπ.:
Παραβίαση του άρθρου 8, όσον αφορά τους κκ. Zubkov, Ippolitov και Gorbunov
Παραβίαση του άρθρου 5 § 4, όσον αφορά τον κ. Gorbunov
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε το ποσό των 7.500 ευρώ σε καθένα των κ.κ. Zubkov και Ippolitov, 4.300 ευρώ στον κ. Gorbunov για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ στον κ. Gorbunov για έξοδα(επιμέλεια echrcaselaw.com).