Σύμφωνα με τις στατιστικές υπηρεσίες του ΝΑΤΟ, η ευρωπαϊκή ένωση δεν υπολείπεται αισθητά σε αριθμό ενεργών στρατιωτών (1,26 εκατ.) σε σχέση με αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (1,37 εκατ.). Συνολικά, τα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής Ένωσης κατέχουν τη δεύτερη θέση παγκοσμίως σε στρατιωτικές δαπάνες.

Πάραυτα, η ευρωπαϊκή ένωση παρουσιάζει κομβικές ελλείψεις στο τομέα της αερομεταφοράς, όπου βρίσκεται χωρίς μεταγωγικά αεροσκάφη που να επιτρέπουν άμεση αποβίβαση στρατευμάτων και εξοπλισμού σε τρίτες χώρες. Σε ότι έχει να κάνει με την επικοινωνία, τη διαλειτουργικότητα, και την προστασία εναέριου χώρου, η ευρωπαϊκή Ένωση είναι απόλυτα εξαρτημένη από την τεχνολογία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μάλιστα, αρκετές από τις χώρες- κράτη μέλη της – προστατεύοντας τις δικές τους αμυντικές βιομηχανίες – προμηθεύονται μέχρι σήμερα εξοπλισμό συμβατό με Αμερικάνικα ή ΝΑΤΟϊκα συστήματα, και όχι με τα αντίστοιχα των Ευρωπαίων συμμάχων τους. Την ίδια στιγμή, ο επαναπροσδιορισμός των παραδοσιακών συμμαχικών σχέσεων, η ανάδειξη νέων σημαντικών γεωπολιτικών δυνάμεων, και οι μεγάλες προκλήσεις των μεταναστευτικών ροών και της κλιματικής αλλαγής, θέτουν νάρκες αποσταθεροποίησης για την ενότητα της. Τα σύνορα των κρατών μελών, είναι ευρωπαϊκά σύνορα και δεν θεωρούνται «ξέφραγο αμπέλι».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και συνθήκη, όπου η Ευρώπη έχει να διεκδικήσει συμφέροντα της στη Βαλτική και Βόρεια Θάλασσα, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, στη Μεσόγειο και στο Σαχέλ, η ανάγκη για στρατιωτική αυτονομία γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ στον 21ο αιώνα. Η ιδέα του ευρωστρατού δεν είναι μία καινοφανής ιδέα. Προωθήθηκε εντόνως στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μετά την αποτυχία της Ευρώπης να αποτρέψει χρόνια αιματοχυσίας στους Γιουγκοσλαβικούς πολέμους (έως και την παρέμβαση των Η.Π.Α.). Το 1999, η ευρωπαϊκή ένωση έθεσε ως πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία στρατού ταχείας αντίδρασης, που, έως το 2003, θα μπορούσε να αναπτύξει ένα σώμα 50.000–60.000 στρατιωτών. Η πολιτική βούληση δεν υπήρξε ποτέ επαρκής για την πραγματοποίηση των εξαγγελιών. Ο στόχος είναι εφικτός, σε συνδυασμό με την ανάγκη προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστική πολιτική βούληση. Ο ευρωστρατός οφείλει να φέρει το στίγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλιώς οι απλές δυνάμεις άμεσης και ταχείας επέμβασης θα αποτελούν μία ημιτελή προσπάθεια ανέτοιμη να σώσει τον βιότοπο της Γηραιάς Ηπείρου. Ο ευρωστρατός βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων από τη στιγμή που ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργούσε σαν επιταχυντής των εξελίξεων. Οι προνομιακές σχέσεις Παρισίου-Βερολίνου-Μόσχας έχουν διακοπεί και η γραμμή των χωρών της Βαλτικής και της Πολωνίας ηγεμονεύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Δεν χρειαζόμαστε άλλο ένα Αφγανιστάν για να αντιληφθούμε ότι η ευρωπαϊκή ένωση πρέπει να επιδιώξει μεγαλύτερη αυτονομία στη λήψη αποφάσεων και ισχυρότερη ικανότητα στην ανάληψη δράσης σε παγκόσμια κλίμακα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πολλές φορές έχει αποδειχθεί κατώτερη των περιστάσεων και απαιτούνται σημαντικά βήματα για την πραγματική ενοποίηση των κρατών μελών, αλλά έχει ήδη συμβάλει καθοριστικά στην υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων έργων, στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, στην ενιαία νομισματική πολιτική με ισχυρο νόμισμα, στην ασφάλεια των μικρών κρατών μελών απέναντι στο δήθεν «δίκαιο του ισχυρού» κ.α.. Η δυνατότητα ανάπτυξης δύναμης ταχείας αντίδρασης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι απολύτως δυνατή από το 1999, ενώ το κενό που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, είχε καλυφθεί από τη στενή συνεργασία της ΕΕ με το ΝΑΤΟ, συνεργασία που τίθεται σε νέο πλαίσιο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επιλογή των ΗΠΑ να υποχωρήσουν μερικώς από το βορειοατλαντικό σύμφωνο, επιμερίζοντας τις δυνάμεις τους μεταξύ ΝΑΤΟ και AUKUS.

Η κυβέρνηση Σολτς στην Γερμανία, δρομολογεί ένα ανεπανάληπτο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Ένα «έκτακτο ταμείο» 100 δισεκατομμυρίων ευρώ θα καλύψει τις ανάγκες για νέες επενδύσεις σε υλικό, αλλά και στην εκπαίδευση των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Στα επόμενα χρόνια ο αμυντικός προϋπολογισμός θα ξεπερνά το 2% του Γερμανικού ΑΕΠ. Στην πράξη, οι όποιες αποφάσεις για την ανάπτυξη της πρώτης μορφής ευρωστρατού αναμένεται να ληφθούν μέχρι τα τέλη Ιουνίου , όπου η Γαλλία έχει την Προεδρία της ΕΕ. Η σύμπτωση, άλλωστε, της ευρωπαϊκής προεδρίας με έναν πιο δυναμικό πρόεδρο, Εμανουέλ Μακρόν, ευνοείται και από το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ, αφού η προεδρεύουσα χώρα είναι σε ανοιχτή γραμμή τόσο με την Πρόεδρο της Κομισιόν, όσο και τον εκάστοτε επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας, συγκεκριμένα τον Ζοζέπ Μπορέλ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο τελευταίος , άλλωστε, τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής δύναμης ταχείας αντίδρασης με 5.000 στρατιώτες, ζητώντας από τα 27 κράτη – μέλη να δράσουν άμεσα. Μέχρι πρότινος, ανατολικές χώρες (Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία) αντιδρούσαν σε έναν ευρωπαϊκό πυλώνα άμυνας και προτιμούσαν την αποκλειστικότητα του ΝΑΤΟ. Μετά τις εξελίξεις όμως, στην Ουκρανία και προηγουμένως στο Αφγανιστάν, οι ανατολικές χώρες ,έχουν αναθεωρήσει την στάση τους. Οι νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, απαιτούν η Ευρωπαϊκή Ένωση να προβεί σε ορισμένα θεσμικά βήματα, ώστε ν’ αποκτήσει ικανές δυνατότητες και να παίξει εκτός απ’ τον αυτόνομο οικονομικό και στρατιωτικό ρόλο. Η Ε.Ε. δεν νοείται να είναι «οικονομικός γίγαντας και στρατιωτικός νάνος», να μην μπορεί να προστατεύσει τα σύνορά της. Πάνω στη λογική αυτή συντάσσονται ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο εκπρόσωπος κοινής Εξωτερικής Πολιτικής , οι οποίοι υπεραμύνονται της ανάγκης να ενταθούν οι προσπάθειες σύστασης του Ευρωστρατού, ο οποίος να λειτουργεί αυτόνομα σε περιπτώσεις συγκρούσεων. Νομικοί τρόποι δημιουργίας Ευρωστρατου: Ουσιαστικά, υπάρχουν δύο κύριοι νομικοί τρόποι για να δημιουργηθεί ο Ευρωστρατός:

  • Εντός του πλαισίου της Ε.Ε. μέσω του άρθρου 42 ή του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ε.Ε. Το άρθρο 42 παρ. 2 ορίζει ότι μία κοινή πολιτική άμυνας μπορεί να θεσπιστεί με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι για να ιδρυθεί Ευρωστρατός βάσει αυτών των θεσμικών ρυθμίσεων θα πρέπει όλα τα κράτη-μέλη, δηλαδή τα νομοθετικά τους όργανα αλλά ενδεχομένως και με δημοψηφίσματα, να εγκρίνουν τις αλλαγές. Εναλλακτικά, το άρθρο 20 της ΣΕΕ επιτρέπει σε έναν μίνιμουμ αριθμό 9 κρατών-μελών να ενισχύσουν τη μεταξύ τους συνεργασία «στο πλαίσιο των μη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της Ενωσης». Αυτή η συνεργασία θα πρέπει να είναι ανοιχτή σε όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και χρειάζεται ομόφωνη έγκριση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
  • Ο δεύτερος τρόπος είναι έξω από το πλαίσιο της Ε.Ε., μέσω της Συνθήκης του Ααχεν. Αυτή η Συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Ιανουαρίου 2019 μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, με σκοπό την ενίσχυση του γαλλογερμανικού άξονα. Στο δεύτερο κεφάλαιο προβλέπεται η ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής αυτονομίας και συνεργασίας σε άμυνα, ασφάλεια και εξωτερική πολιτική. Αν και άλλες χώρες-μέλη αποφασίσουν να ενταχθούν στη Συνθήκη του Ααχεν, μπορεί να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο για έναν ευρωπαϊκό στρατό.

Η ευρωπαϊκή άμυνα επανήλθε στο προσκήνιο για τέσσερις λόγους:

  1. Το Brexit έχει απομακρύνει την Αγγλία, που αντιτασσόταν εξαρχής στην ιδέα του Ευρωστρατού. Η Βρετανία διέθετε τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνατότητες. αλλά και πολύτιμες ικανότητες στον τομέα της ασφάλειας και της συλλογής πληροφοριών. Ολα αυτά δεν είναι πια στη διάθεση της Ενωσης, κάτι που επέδειξε με τον πιο τρανταχτό τρόπο η δημιουργία της AUCUS, που αφήνει την Ευρώπη απέξω, κάτι που προκάλεσε την οργή της Γαλλίας.
  2. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και στη μετά Τραμπ εποχή, επικεντρώνονται στην Κίνα και αποφεύγουν περιοχές της διεθνούς σκηνής που θεωρούν χαμηλού ενδιαφέροντος πλέον, όπως η Μέση Ανατολή, . Μετά και την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η Ε.Ε. συνειδητοποίησε ότι διαθέτει ελάχιστη ικανότητα να ελέγχει τη δική της μοίρα και ότι στρατιωτικά υστερεί κατά πολύ από ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα.
  3. Το γεωπολιτικό ανάστημα της Ευρώπης είναι, δυστυχώς, αμελητέο. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού θα έδινε τη λύση σε μια Ευρώπη που εξαρτάται από την ισχύ της αμερικανικής ασφάλειας μέσω ΝΑΤΟ. Επιπλέον, αν η επόμενη μεγάλη κρίση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ε.Ε. δεν είναι οικονομική, όπως το 2010, αλλά κρίση στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, κανείς δεν γνωρίζει αν θα τα καταφέρει. Ουσιαστικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει καν τα πραγματικά εργαλεία μιας εξωτερικής πολιτικής.
  4. Στον πόλεμο της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ απέτυχε στην αποτελεσματική διαχείριση της ουκρανικής κρίσης, ώστε να αποτραπεί ένας καταστροφικός πόλεμος, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση, για άλλη μια φορά στην ιστορία της, αποδείχθηκε αδύναμη να ασκήσει μία αποτελεσματική εξωτερική πολιτική, για τη διασφάλιση της ειρήνης στον ευρωπαϊκό χώρο. Ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραμένουν θεατές ή περιορίζονται στην έκδοση ανακοινώσεων- ψηφισμάτων. Τα οφέλη της νομισματικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρώ ως παγκόσμιο ισχυρό νόμισμα- το τέλος υποτίμησης εθνικών νομισμάτων: Το ευρώ προσφέρει πολλά οφέλη στους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες των χωρών που το χρησιμοποιούν.

Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται:

  • η ευκολία στη σύγκριση των τιμών μεταξύ των χωρών, γεγονός που ενισχύει τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, προς όφελος των καταναλωτών,
  • η σταθερότητα των τιμών,
  • χάρη στο ευρώ, οι επιχειρήσεις μπορούν ευκολότερα, φτηνότερα και ασφαλέστερα να πραγματοποιούν αγοραπωλησίες εντός της ζώνης του ευρώ και να αναπτύσσουν εμπορικές, συναλλαγές με τον υπόλοιπο κόσμο,
  • η ενισχυμένη οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη,
  • οι καλύτερα ολοκληρωμένες και, ως εκ τούτου, αποτελεσματικότερες χρηματοπιστωτικές αγορές,
  • η μεγαλύτερη επιρροή στην παγκόσμια οικονομία,
  • ένα από το σύμβολο της ευρωπαϊκής ταυτότητας.

Πολλά από τα οφέλη αυτά είναι αλληλένδετα.

Το ευρώ έχει καταργήσει το κόστος των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών εντός της ζώνης του ευρώ. Το γεγονός αυτό προστατεύει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις εντός της ζώνης του ευρώ από δαπανηρές διακυμάνσεις στις αγορές συναλλάγματος, οι οποίες, σε ορισμένες χώρες, υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη, αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και προκαλούν οικονομική αστάθεια. Πριν από το ευρώ, η ανάγκη ανταλλαγής νομισμάτων συνεπαγόταν πρόσθετο κόστος, κινδύνους και έλλειψη διαφάνειας στις διασυνοριακές συναλλαγές. Η χρήση ενιαίου νομίσματος καθιστά την επιχειρηματική δραστηριότητα και τις επενδύσεις στη ζώνη του ευρώ ευκολότερες, φθηνότερες και λιγότερο ριψοκίνδυνες.

Διευκολύνοντας τη σύγκριση των τιμών, το ευρώ ενθαρρύνει το εμπόριο και τις επενδύσεις κάθε είδους μεταξύ των χωρών. Βοηθά επίσης τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν τις καλύτερες δυνατόν τιμές.

Η κλίμακα του ενιαίου νομίσματος και το μέγεθος της ζώνης του ευρώ δημιουργούν επίσης νέες ευκαιρίες για την παγκόσμια οικονομία. Λόγω του ενιαίου νομίσματος, η ζώνη του ευρώ γίνεται ελκυστική για την πραγματοποίηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων από τρίτες χώρες, με αποτέλεσμα την προώθηση του εμπορίου και των επενδύσεων.

Η συνετή οικονομική διαχείριση καθιστά το ευρώ ελκυστικό αποθεματικό νόμισμα για τρίτες χώρες και ενισχύει τη βαρύτητα της ζώνης του ευρώ στην παγκόσμια οικονομία. Το ευρώ είναι το δεύτερο δημοφιλέστερο αποθεματικό νόμισμα παγκοσμίως.

Ως αποτέλεσμα της σταθερότητας του ευρώ, οι επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο που συναλλάσσονται με την Ευρώπη δέχονται τιμές εκφρασμένες σε ευρώ. Αυτό απαλλάσσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις από το κόστος που συνεπάγονται οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και το κόστος μετατροπής του ευρώ σε άλλα νομίσματα. Το ευρώ είναι το νόμισμα επιλογής για σχεδόν το 40 % των παγκόσμιων διασυνοριακών πληρωμών και για το ήμισυ σχεδόν των εξαγωγών της ΕΕ παγκοσμίως.

Το μέγεθος της ζώνης του ευρώ και η συνετή διαχείριση εξασφαλίζουν, επίσης, οικονομική σταθερότητα, καθιστώντας τη ζώνη του ευρώ πιο ανθεκτική στους εξωτερικούς οικονομικούς κραδασμούς, δηλαδή, στις αιφνίδιες οικονομικές αλλαγές που ενδέχεται να προκύψουν εκτός της ζώνης του ευρώ και που διαταράσσουν τις εθνικές οικονομίες. Μετά την κυκλοφορία του πριν από 20 χρόνια, το ευρώ παρέμεινε αναμφισβήτητα το δεύτερο περισσότερο χρησιμοποιούμενο νόμισμα παγκοσμίως μετά το αμερικανικό δολάριο, αλλά η χρήση του μειώθηκε μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, φτάνοντας στο ναδίρ το 2016. Ο διεθνής ρόλος του ευρώ στηρίζεται κυρίως από την εμβάθυνση και τη μεγαλύτερη ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), περιλαμβανομένης της προόδου στην ένωση των κεφαλαιαγορών, στο πλαίσιο της επιδίωξης υγιών οικονομικών πολιτικών στην Ευρωζώνη. «Η πρόσφατη πανδημία της COVID-19 υπογραμμίζει τον επείγοντα χαρακτήρα των πολιτικών αυτών και των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την ενίσχυση της ελκυστικότητας του ευρώ παγκοσμίως», δήλωσε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ.

Η έκθεση της ΕΚΤ περιλαμβάνει και ειδική αναφορά για τον ρόλο του ευρώ στις παγκόσμιες αγορές πράσινων ομολόγων, το οποίο ήταν το βασικό νόμισμα αναφοράς στις εκδόσεις τέτοιων ομολόγων το 2019.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης