Ξύπνησα κάθιδρος στην μέση της νύχτας, αναμαλλιασμένος και πικρός, με μια γεύση σιδήρου στο στόμα. Αφουγκράστηκα στο σκοτάδι την ησυχία. Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού, νόμιζα πως η καρδιά μου φτεροκοπούσε. Απόμεινα ακούνητος για κάμποση ώρα, παλεύοντας να συνέλθω. Δίπλα μου ένα κορμί γυμνό, παραδομένο κι αθώο, έτσι όπως μόνο στα όνειρα φαντάζουν αθώα τα γυμνά κορμιά. Και πιο πέρα, τα μουσκεμένα από την αγωνία του εφιάλτη σεντόνια…
Όνειρο ήταν, λοιπόν; Κακοδαίμονο πλάσμα της φαντασίας μου; Ρίγος στιγμιαίο κι άρρυθμο; Σάμπως νυχιά του κακού;
Ήμουν, λέει, στην ανακριτική καρέκλα της Ιερής Εξέτασης! Πρόσωπα ροδαλά, μ’ εκείνο το ξυρισμένο στεφάνι στην κορφή της κεφαλής, προγούλια πλαδαρά και τρεμάμενα σαν ζελέδες και μάτια που λαμπύριζαν στο χλωμό φως των κεριών, όλα, όλα ήταν στραμμένα κατά πάνω μου, απαιτώντας ομολογία. Η αίθουσα αντηχούσε φράσεις ακατανόητες, φοβέρες ειπωμένες με μιαν υπερκόσμια φτήνια, απειλές ανακατεμένες με σάλια που μύριζαν σκόρδο και πιοτί. Κάπου κάπου τα δάχτυλα ενός ξερακιανού καλόγερου κατρακυλούσαν στα πλήκτρα μιας πιανόλας και οι νότες λες με κλοτσούσαν στο στομάχι και τρέκλιζαν μέσα στις φλέβες μου. Μετά, πάλι ησυχία. Και σπάθιζαν στον αέρα τα κατάμαυρα ράσα των Καρδινάλιων, οργωμένα μ’ εκείνη την παχιά κόκκινη φόδρα τυλιγμένη στην μέση τους, που έκανε το χρυσάφι που κρεμόταν απ’ τον λαιμό τους να μοιάζει ψεύτικο.
Αργά, σαν πυρετός που ανεβαίνει ξημέρωμα και θρονιάζεται στο μέτωπο μικρού παιδιού, σαν λόγια ερωτευμένου που ψελλίζονται όλο αστάθεια κι αμφιβολία, μια προσευχή σαν μέγγενη άδραχνε τα κροτάφια μου και ταλάνιζε ολόκληρο, θαρρείς, το σύμπαν. Έτρεμα. Έξω το νερό έπεφτε ακράτητο, δαρτό, και το μονότονο γκαπ γκουπ των ξυλοκόπων χρονομετρούσε τα στερνά της ζωής μου.
Στην πυρά! σκέφτηκα. Κι άρχισα να δαγκώνομαι. Θα με κάψουν λοιπόν;
Σε μια σκοτεινή γωνιά, λέει, ένας πλατυμέτωπος ασπρογένης με μαύρα δόντια κρυφοκοιτάζει. Τον παρατηρώ, έτσι ασάλευτα παγωμένος που ατενίζει τους αξιότιμους, τον παρατηρώ επίμονα κι έχω βαλθεί να τον θυμηθώ. Κάτι ξένο αποπνέει η σφριγηλή του φιγούρα, κάτι από το πολύ μακρινό παρελθόν. Θυμήθηκα μια προτομή που είχα δει στα βιβλία. Ο Πλάτων; Είναι ποτέ δυνατόν; Αυτός δεν απέμεινε εξόριστος στην Πολιτεία του;
Προδότη! Αλλά, ναι, τώρα το αντιλαμβάνομαι…
Οratores: Αυτοί που προσεύχονται. Που προσπαθούν να εξαγοράσουν την αιώνια ζωή με ψαλμούς και κομποσχοίνια. Γι’ αυτό, άραγε, κατηγορούμαι; Ανήκω σε τούτη την παθητική τάξη των ανθρώπων, που στρέφουν και την άλλη παρειά όταν τους χαστουκίζεις;
Bellatores! Αυτοί που πολεμούν! Ω, ναι, σε αυτούς ανήκω. Αξίζει ένας τέτοιος θάνατος! Ή μήπως όχι;
Laboratores… Αυτοί που εργάζονται. Ναι, τώρα όλα είναι πιο καθαρά. Έτσι εξηγείται και η παρουσία του Πλάτωνα. Τούτος ο ασχημόγερος, ο πολυδοξασμένος απ’ τα σχολειά του κόσμου και τις έδρες των πανεπιστημίων, με την απέραντη σκέψη την τόσο στενή… Ναι, αυτός πρώτος δοκίμασε στερεότυπους διαχωρισμούς τέτοιου τύπου. Και τους κληροδότησε απερίσκεπτα στους πνευματικούς του μέλλοντος…
Αλλά, εγώ πού ανήκα; Γιατί με κατηγορούσε η Ιερή Εξέταση; Αν ήταν να πεθάνω, να εκτελεστώ, έπρεπε το λιγότερο να γνωρίζω. Ήμουν προσευχητής σε τούτη την σύντομη ζωούλα; Πολεμιστής; Εργάτης; Ο τριμερής αυτός καταστατικός διαχωρισμός της μεσαιωνικής κοινωνίας -απότοκο της προσπάθειας του «ευγενούς» κλήρου να οριοθετήσει τα προνόμια της άρχουσας εξουσιαστικής ελίτ (αριστοκρατία του αίματος και του πλούτου, χωροδεσπότες και φεουδάρχες) και τις υποχρεώσεις των υπηκόων (χωρικοί, μικρέμποροι, ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές, δουλοπάροικοι)- επιβίωνε θαυμαστά μέχρι τις μέρες μας. Το ένιωθα μέχρι το μεδούλι! Το βίωνα, το γευόμουν μέχρι την τελευταία σταγόνα. Το άκουγα με ρίγος φόβου, έτοιμος να καταρρεύσω, καθώς το μονότονο γκαπ γκουπ των ξυλοκόπων που καθάριζαν και ίσιωναν τα ξύλα για την πυρά έκρουε τα πρόθυρα της ψυχής μου!
“Μια τελευταία επιθυμία;” πρόσταξε ο Μεγάλος Δάσκαλος. Ακόμη κι εκείνος ο ξερακιανός, που ταλαιπωρούσε την μουσική με την ξεκούρδιστη πιανόλα, σκιάχτηκε σαν να το άκουγε πρώτη φορά. Ο Πλάτων πλησίασε με βήμα που έσερνε το ένα πόδι μετά το άλλο. Στηριζόταν σε μια ροζάριακη μαγκουρίτσα, του έλειπαν δόντια. “Ξέρεις τον Ουάιλντ;” είπε, και τα μάτια του με τρυπούσαν σαν πρόκες. Τον ήξερα. “Ο Όσκαρ Ουάιλντ μού έβαλε την ιδέα!” μονολόγησε σιγανά, λες και μου εμπιστευόταν το πιο σημαντικό μυστικό της ανθρωπότητας. Μετά, περπάτησε μέχρι το μοναδικό παράθυρο. Κοίταξε λίγο έξω, προς την πλατειάζουσα πολιτεία μας, στράφηκε ύστερα πάλι προς το μέρος μου, μέσα στην σκοτεινή πλατωνίζουσα αίθουσα του Ιερού Δικαστηρίου. “Το καλό γούστο καλλιεργείται!” φώναξε χωρίς να περιμένει απάντηση. “Έτσι είπε ο φίλος μου ο Όσκαρ” συμπλήρωσε. “Γιατί λοιπόν να μην καλλιεργείται και η καλή πολιτική συνείδηση; Η καλή πολιτική συμπεριφορά;”
Κι έκανε απότομα ένα κοφτό νόημα στους φρουρούς. Με τραβούσαν απ’ τα μαλλιά μέχρι την αυλή. Οι ξυλοκόποι είχαν ολοκληρώσει το έργο τους, είχαν φύγει. Ένας κουκουλοφόρος κρατούσε μια δάδα αναμμένη.
Θα με κάψουν! Θα με κάψουν! Oratores, bellatores και laboratores -όλοι, όλοι συνωμοτούσαν εναντίον μου. Αθώος! έκραξα όσο πιο δυνατά μπορούσα. Και τότε εμφανίστηκε αγέρωχος ο Μπρυκνέρ! «Κανείς μας δεν είναι αθώος, αγαπητέ» είπε χωρίς να με κοιτάζει. «Η Ευρώπη, το μέτρο, όλα χάθηκαν! Η ήπειρός μας αυτομαστιγώνεται! Μέσα στην ασφάλεια και την θέρμη των απολαύσεων, η γραία τούτη τραβήχτηκε στο περιθώριο των εξελίξεων, για να βρει την λύτρωση στον αυτοσαρκασμό και την αυτοταπείνωση. Πού είναι τα… περυσινά τα χιόνια;»
Αναγνώρισα τον στίχο του καταραμένου Μαλλαρμέ. Τούτος ο Δυτικός κονφορμισμός φταίει για όλα. Ο Δυτικός άνθρωπος είναι ενδεής. Ο Λατινόφωνος κόσμος είναι γυμνός! Προσπάθησα να σκεπάσω την γύμνια μου. Μα ήμουν δεμένος. Κι ο Μπρυκνέρ, σαν «άγιος ζιγκολό» με μαστίγωνε με τις λέξεις, με υποβίβαζε στην κατάσταση του ράθυμου ζώου, του εμποτισμένου με την αδράνεια της σκέψης και την αθυμία της ψυχής.
«Δεν είναι καλό να αναμετριέσαι με την ομορφιά. Πρέπει να την εξουδετερώσεις, αλλιώς σε αλέθει!» φώναξε ο Γάλλος. «Η ομορφιά είναι έγκλημα! Φασισμός!»
Αθώος! Αθώος! έκραζα απεγνωσμένα, ικετεύοντας για άφεση αμαρτιών. Εγώ είμαι άσχημος!
«Στην πυρά!» ακούστηκε άκαμπτη η φωνή του Πλάτωνα. «Είσαι όμορφος, δυστυχώς.»
Α, τον προδότη! Κι εγώ που τον λάτρεψα, εγώ που τον σπούδασα όσο λίγοι. Προδότης! Ναι, έτσι. Άσχημος! Άσχημος! έλεγα και ξανάλεγα. Ένα χέρι πλησίαζε με την φλόγινη δάδα κι ένα σαρδόνιο χαμόγελο ικανοποίησης. Ήμουν όμορφος; Όχι! Όχι! Επικαλούμαι την ασχήμια μου προκειμένου να ζήσω! Αλλά η δάδα ολοένα πλησίαζε…
Και τότε ήταν που, ευτυχώς, πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι μου. Έτσι, απλά, μ’ ένα ξύπνημα αγωνίας σώθηκα από τις φλόγες του Μεσαίωνα! Έγειρα μόνο λιγάκι προς το μέρος της γυναίκας μου, να καλοϊδώ το γαλήνιο πρόσωπό της, να ρουθουνίσω την ανάσα της, να ποτιστώ με την μυρωδιά της. Αθώος ο άνθρωπος που κοιμάται, μόνο τότε αθώος. Μόνο τότε όμορφος. Τ’ ακούς Μπρυκνέρ; Τ’ ακούς δάσκαλε Πλάτωνα;
…..
Αργότερα, χωμένος στην πολυθρόνα μου, παρακολουθούσα τα δαχτυλίδια από τον καπνό του τσιγάρου να κάμουν σχέδια στην τύχη. Στο χλωμό φως του φεγγαριού, έτσι όπως χτυπούσε τα πλαϊνά σπίτια κι αντιφέγγιζε, κοίταξα την κοιμισμένη μας πολιτεία. Κάπου υπήρχα. Ζούσα. Και μόνο τ’ αστέρια το ήξεραν. Μονάχα αυτά το τραγουδούσαν. Βουβά. Πένθιμα. Κι από εκεί ψηλά, άνετα καθισμένος στον ουράνιο θρόνο Του, ο ασπρομάλλης γέροντας Θεός της φαντασίας των παιδικών μας χρόνων και των φόβων της νεότητας έδειχνε πια καλοσυνάτος, σπέρνοντας εδώ δα, στην άκληρη γη μας, τον σπόρο της ελπίδας: Θε νά ‘ρθει, λέει, μέρα, που θα κυλιέται στην λιακάδα ο καφετής αρκούδος, και θα χορεύει, στην θέση του, ο άσπλαχνος ο αρκουδιάρης…
