Η γενναία χρηματοδότηση από το πακέτο του σχεδίου Μάρσαλ, βοήθησε καθοριστικά στην ανόρθωση της χώρας μετά τον καταστροφικό πόλεμο και η Συνθήκη της Λωζάνης υπήρξε ο βασικότερος θετικός πυλώνας των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Στις  3 Απριλίου 1948ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής Χάρι Τρούμαν, υπογράφει το Σχέδιο Μάρσαλ, που προβλέπει βοήθεια 13 δισ. δολαρίων σε χώρες, ενώ ταυτόχρονα διευρύνει τη ζώνη εμπορίου των ΗΠΑ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Από το σχέδιο εξαιρέθηκαν οι χώρες της σοβιετικής επιρροής. Σκοπός του σχεδίου Μάρσαλ ήταν η ανόρθωση των χωρών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε ο πόλεμος και η απεξάρτηση των χωρών από την Σοβιετική Ένωση.

Με τον όρο σχέδιο Μάρσαλ εννοείται η οικονομική ενίσχυση κρατών της ευρωπαϊκής ηπείρου, αποκύημα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίληψης ότι η επικράτηση του κομμουνισμού θα αποτελούσε κίνδυνο για τα συμφέροντα και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Οι ΗΠΑ, με το «Σχέδιο Μάρσαλ», προσέφεραν οικονομική στήριξη στη «γηραιά ήπειρο», για να αποκατασταθούν οι αποδεκατισμένες περιοχές και να εκσυγχρονιστεί η βιομηχανία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Τζορτζ Μάρσαλ, στρατηγός και Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών υπήρξε σύμφωνα με τον Ουίνστον Τσόρτσιλ ο «αρχιτέκτονας της νίκης» των συμμάχων κατά των Γερμανών. Μία νίκη που σήμανε και το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.

Η κοινή γνώμη είχε πολύ μεγάλη σημασία για την υλοποίηση του Σχεδίου Μάρσαλ που διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Ηταν ένα τεράστιο πρόγραμμα. Εάν μεταφράσουμε τα ποσά στη σημερινή τους αξία, το σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη ήταν ύψους 130 δισ. δολαρίων, από τα οποία τα 20 δισ. αφορούσαν την Ελλάδα.

Αν προσθέσουμε και τη στρατιωτική βοήθεια, που δεν περιλαμβανόταν στο σχέδιο Μάρσαλ, ήταν άλλα 10 δισ. Μιλάμε για συνολική βοήθεια 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε σημερινές τιμές. Αν για την Ευρώπη ήταν ένα πολύ χρήσιμο πρόγραμμα, για την Ελλάδα ήταν καθοριστικό.

Ουσιαστικά μπροστά στο φόβο του να γίνει η Ευρώπη «έρμαιο» της εξάπλωσης του κομμουνισμού από τη Σοβιετική Ένωση, οι ΗΠΑ άπλωσαν ένα τεράστιο δίχτυ αμερικανικής επιρροής πάνω από την ρημαγμένη από τον πόλεμο Γηραιά Ήπειρο.

Αξίζει να αναφέρουμε πως αυτό ενισχύθηκε τόσο με το δόγμα Τρούμαν ένα χρόνο πριν (Χάρι Τρούμαν πρόεδρος των ΗΠΑ) όσο και με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ.  Μέσω μια «ιστορικής» ομιλίας στις 12 Μαρτίου του 1947 ο Χάρι Τρούμαν ανακοίνωσε πως θα παρείχε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στην Ελλάδα και την Τουρκία, ώστε να μην προσχωρήσουν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.

Και όμως η ομιλία αυτή ήταν ιστορική μιας και συντέλεσε καθοριστικά στην έναρξη του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση σε έναν γεωπολιτικό, και οικονομικό ανταγωνισμό.

Μπροστά σε τοπίο ολικής καταστροφής και σπαραγμού στην Ευρώπη οι ΗΠΑ «μοίρασαν» δισεκατομμύρια δολάρια ώστε να ανακατασκευαστούν τα δίκτυα μεταφορών, και να ενεργοποιηθούν εκ νέου οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις.

Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο βρισκόταν εν μέσω Εμφυλίου και η Βρετανία, η οποία στήριζε την κυβέρνηση εναντίον των ανταρτών, ανακοίνωσε το Φεβρουάριο του ’47 ότι θα διέκοπτε κάθε βοήθεια στην χώρα, αδυνατώντας να επωμιστεί το βάρος.

Το κράτος είχε ανάγκη τα λεφτά του Σχεδίου Μάρσαλ και οι ΗΠΑ τα έδωσαν, θεωρώντας πως αν στην Ελλάδα κέρδιζαν οι κομμουνιστές αντάρτες, σε λίγο καιρό όλη η Μέση Ανατολή θα βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Μόσχας.

Η αποδοχή της βοήθειας του Σχεδίου ήταν η πρώτη περίπτωση αμερικανικού παρεμβατισμού στη χώρα. Συνολικά, η Ελλάδα έλαβε, υπό μορφή δωρεάς, 706,7 εκατομμύρια δολάρια.

Στην πράξη για την διανομή της βοήθειας, υπήρχε ένας Αμερικανός και ένας Ελληνας ειδικός στον κάθε τομέα, όπως π.χ. στη γεωργία, την ύδρευση κ.ά..

Ο Αμερικανός, που είχε και τα χρήματα, θεωρούσε ότι έπρεπε να υλοποιηθεί ένα έργο, αλλά μερικές φορές ο Ελληνας δεν μπορούσε να πάρει το «πράσινο φως» από το υπουργείο του λόγω της γραφειοκρατικής κωλυσιεργίας. Τελικά, η απόφαση υλοποιείτο μετά την παρέμβαση του Αμερικανού αξιωματούχου. Μερικές φορές γινόταν και το αντίθετο.

Στη μεταπολεμική περίοδο, στο Σχέδιο Μάρσαλ στάθηκε η πρώτη συστηματική προσπάθεια για να σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία και να συμμετάσχει στις δραστηριότητες του παγκόσμιου εμπορίου. Λόγω των αδυναμιών της οικονομίας της, η Ελλάδα αποτέλεσε ειδική περίπτωση στην εφαρμογή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ευρώπη, καθυστερούσε η απορρόφηση χρημάτων λόγω γραφειοκρατίας, ενώ η ανάπτυξή της έπρεπε να συμβαδίσει με τον οικονομικό προσανατολισμό των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Το σχέδιο Μάρσαλ βοήθησε καθοριστικά την ανόρθωση της χώρας μετά τον πόλεμο και την αποκατάσταση των ζημιών που επέφερε ο πόλεμος.

Η αναποτελεσματικότητα και η διαφθορά στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας και ιδιαίτερα στη δημόσια διοίκηση επηρέασαν αρνητικά την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων, ενώ οι εμπειρογνώμονες του Σχεδίου Μάρσαλ προώθησαν τη δημιουργία αναγκαίων οικονομικών θεσμών.
Η Συνθήκη της Λωζάνης, βασικό θεμέλιο των Ελληνοτουρκικών σχέσεων:

Ανεξάρτητα από τις ειδικές πολιτικές συνθήκες υπό τις οποίες υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης ,αποτελεί, σε συνδυασμό με το σύγχρονο διεθνές δίκαιο -δηλαδή το μετά β’ παγκόσμιο πόλεμο- θεμέλιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Βασικός πυλώνας της Συνθήκης της Λωζάννης αφορά στις μειονότητες. Στο άρθρο 45 αναφέρεται -και ορθά- σε μουσουλμανικές μειονότητες ( και όχι Τουρκικές) στη δυτική (δηλαδή την ελληνική) Θράκη.

Η αναφορά αυτή αφορούσε στους Τουρκογενείς, Πομάκους και Αθίγγανους (Ρομά), οι οποίοι συναποτελούσαν και συναποτελούν τις μουσουλμανικές μειονότητες της περιοχής.

Με αυτή την έννοια η Συνθήκη της Λωζάννης θέτει νομικό φραγμό στην πάγια πολιτική των τουρκικών κυβερνήσεων να ταυτίζουν τις μουσουλμανικές μειονότητες μόνο με τους Τουρκογενείς.

Στην πραγματικότητα οι κυβερνήσεις της Τουρκίας κατορθώνουν και παρεμβαίνουν στις μειονότητες επειδή οι κυβερνήσεις της Ελλάδας τους έστρωσαν αντικειμενικά το έδαφος. Άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, ακολούθησαν μια πολιτική διακρίσεων και καταπίεσης των μουσουλμανικών μειονοτήτων.

Τις αντιμετωπίζουν σταθερά ως πολίτες β’ κατηγορίας ενώ κάποιες φορές αυτή η πολιτική πήρε ακραία χαρακτηριστικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ίδιες οι ελληνικές κυβερνήσεις στέλνουν ένα μέρος των μειονοτήτων στην αγκαλιά του τουρκικού καθεστώτος και το Τουρκικό προξενείο της περιοχής , επιδιώκει να αναμειχθεί στα εκάστοτε ζητήματα της θρησκευτικής Μουσουλμανικής μειονότητας.

Τα σύνορα αποτελούν άλλον ένα πυλώνα που καθορίζεται όχι τόσο από τη Συνθήκη καθεαυτή, όσο από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Η Συνθήκη προέβη στον καθορισμό των συνόρων με την εξαίρεση των Δωδεκαννήσων που περιήλθαν στην Ελλάδα με το β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Ο Καταστατικός Χάρτης -και η Τελική Πράξη του Ελσίνκι αργότερα- καθιέρωσε το απαραβίαστο των συνόρων, μια αρχή της οποίας η υπεράσπιση έχει πολύ μεγάλη σημασία στις μέρες μας.

Διεθνώς οι μεγάλες παγκόσμιες (ή και περιφερειακές) δυνάμεις την αμφισβητούν έμπρακτα οδηγώντας γενικά τους λαούς στο σφαγείο με διάφορα εθνικιστικά ή άλλα προσχήματα, ενώ πίσω από αυτά βρίσκονται τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα.

Η Συνθήκη της Λωζάνης, μαζί βέβαια με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, αποτελούν σήμερα νομικά θεμέλια για την ειρήνη και το σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας. Οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν έχουν κυριολεκτικά τίποτα να χωρίσουν. Αντίθετα, ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου μπορεί να διασφαλίσει την ειρήνη και τη δυνατότητα να χαράξουν το μέλλον τους όπως επιθυμούν.

Από την ίδια την διατύπωση των  διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης προκύπτει, με αδιαμφισβήτητη ευκρίνεια, ότι στην μεν περίπτωση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης πρόκειται περί αμιγώς «Θρησκευτικής Μειονότητας», δηλαδή Μουσουλμανική μειονότητα και όχι Τουρκική.

Ενώ, στην περίπτωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των Περιχώρων, πρόκειται για αμιγώς «Εθνική Μειονότητα», δηλαδή Ελληνική.

Με βάση την Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία υποχρεούται να προστατεύει την ελληνική μειονότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα τους, στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο.

Η Τουρκία έχει δε παραβιάσει κατάφορα άρθρα της Συνθήκης που έχουν να κάνουν με τη ζωή της πολυπληθούς τότε και ισχνής σήμερα ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και την Ίμβρο και την Τένεδο.

Οι οποίες, κατά τη Συνθήκη, έπρεπε να χαίρουν αυτόνομου διοικητικού καθεστώτος, που θα προέρχεται από το ντόπιο στοιχείο, μέχρι και οι χωροφύλακες θα έπρεπε να ήταν ντόπιοι. Σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάνης, η Τουρκία υποχρεούται να σέβεται την θρησκεία, τις ιδιοκτησίες και την γλώσσα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο και την διοικητική τους αυτονομία ως ελληνική μειονότητα.

Διατάξεις τις οποίες παραβιάζει κατάφορα η Τουρκία, με τους διωγμούς Ελλήνων, την κατεδάφιση ορθοδόξων εκκλησιών, την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, τους διωγμούς ορθοδόξων ιερέων στο παρελθόν, το Τουρκικό κτηματολόγιο που δεν αναγνωρίζει νόμιμους τίτλους Ελλήνων, τον αναγκαστικό νόμο για την δήμευση της Μεγάλης του γένους Σχολής στην Κωνσταντινούπολη(η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δικαιώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο), τους αναγκαστικούς Τουρκικούς νόμους που αποσκοπούν στην διακοπή λειτουργίας των εκεί ελληνικών σχολείων , τα νομικά εμπόδια στην ίδρυση ελληνικών συλλόγων, η υπερφορολογηση Ελλήνων κ.α..

Το νομικό θεμέλιο των διατάξεων του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ:

Πρόκειται για δικαίωμα, το οποίο έχει γεννηθεί υπέρ της Ελλάδας προ πολλών δεκαετιών, δεδομένης της διαχρονικής τουρκικής επιθετικότητας και προκλητικότητας. Ιδίως όμως έχει θεμελιωθεί, με αμάχητα τεκμήρια, ύστερα από την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο, το 1974, κατεξοχήν δε μετά την «σύναψη», το 2019, του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου», μεταξύ της Τουρκίας και του φερόμενου ως πρωθυπουργού της Λιβύης.

Η Συνθήκη της Ειρήνης:

Ήταν Φεβρουάριος του 1947 όταν υπογραφόταν στο Παρίσι, η ΕλληνοΙταλικη Συνθήκη,  η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων Δυνάμεων και της Ιταλίας.

Σύμφωνα με την ιστορική συμφωνία «η Ιταλία εκχωρεί στην Ελλάδα κατά πλήρη κυριότητα τα νησιά της Δωδεκανήσου , ήτοι: Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Τήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος,Λέρος, Πάτμος, Λίψον, Σύμη, Κως και Καστελόριζο ως και τας παρακειμένας νησίδας».

Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, κατά την υπογραφή, ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνται οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Η Συνθήκη των Παρισίων (ΕλληνοΙταλικη συμφωνία) προβλέπει ύπαρξη στα Δωδεκάνησα στρατού και στρατοχωροφυλακής, σε αντίθεση με τη ρητορική της Τουρκίας περί του αντιθέτου..

Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία δεν προσυπέγραψε, ούτε παρακολούθησε ως ενδιαφερόμενη χώρα τη διαδικασία υπογραφής της Συνθήκης με την οποία παραχωρούνταν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 4 της Συνθήκης της Βιέννης που αναφέρεται στην ισχύ των Διεθνών Συνθηκών, η Τουρκία σε κάθε περίπτωση, δεν έχει δικαίωμα να επικαλείται ως μη προσυπογράφουσα, τη Συνθήκη των Παρισίων και τα επιμέρους άρθρα αυτής, καθώς δεν υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος κατά την υπογραφή της συνθήκης.

Η παρουσία Ελλήνων στα Δωδεκάνησα μαρτυρείται στην Ιλιάδα (Β 653-680) του Ομήρου, στον κατάλογο των ελληνικών πλοίων που πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Παρά την κατοχή από διάφορους κατακτητές (Οθωμανούς, Ενετούς, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς, Βρετανούς), οι κάτοικοι διατήρησαν την ελληνική ταυτότητά τους. Δωδεκανήσιοι, μεταξύ των οποίων και Καστελοριζιοί, συμμετείχαν σε όλους τους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων τόσο για την απελευθέρωση άλλων περιοχών της Ελλάδας όσο και για την ένωση του τόπου τους με τη μητέρα-πατρίδα. Οι προσπάθειές τους ευοδώθηκαν το 1947.

Η συμφωνία συνυπογραφόταν, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, από άλλα είκοσι κράτη που είχαν πολεμήσει τον ιταλικό φασισμό. Η Τουρκία ούτε θέση, ούτε λόγο είχε σ’ αυτήν.

Τα Δωδεκάνησα αποδίδονταν στη μητέρα-πατρίδα κατά την κλασική έκφραση της εποχής με καθυστέρηση περίπου δύο χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ένωση των νησιών αναβλήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, επί τρεισήμισι δεκαετίες από μια άτυχη συγκυρία. Είχαν μεταβιβαστεί στην Ιταλία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Μάιο του 1912, μετά τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο. Έτσι, κατά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ιταλοκρατούνταν.

Συνθήκη της Λωζάνης: ΑΡΘΡΟ 40:

Οι Τούρκοι υπήκοοι, που ανήκουν σε μη μουσουλμανικές μειονότητες, θα απολαμβάνουν νομικώς και πραγματικά της ίδιας προστασίας και των ίδιων εγγυήσεων, τις οποίες απολαμβάνουν και οι λοιποί Τούρκοι υπήκοοι, θα έχουν το δικαίωμα να ιδρύουν, διευθύνουν και εποπτεύουν, με δικές τους δαπάνες, όλων των ειδών τα φιλαθνρωπικά, θρησκευτικά και ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια, με το δικαίωμα να κάνουν ελεύθερη χρήση σε αυτά της γλώσσας τους και να εκτελούν ελεύθερα τη θρησκεία τους.

ΑΡΘΡΟ 41:

Στις πόλεις και περιφέρειες, όπου διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη μουσουλμάνων, η Τουρκική Κυβέρνηση θα παρέχει ως προς τη δημόσια εκπαίδευση τις αρμόζουσες διευκολύνσεις για την εξασφάλιση της παροχής της γλώσσας τους στα δημοτικά σχολεία, της διδασκαλίας στα παιδιά των εν λόγω Τούρκων υπηκόων. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την Τουρκική Κυβέρνηση να καταστήσει υποχρεωτική τη διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας στα προαναφερόμενα σχολεία.

Στις πόλεις και περιφέρειες, όπου υπάρχει σημαντική αναλογία Τούρκων υπηκόων που ανήκουν σε μη μουσουλμανικές μειονότητες, θα εξασφαλιστεί σ’ αυτές τις μειονότητες δίκαιη συμμετοχή στη διάθεση των χρηματικών ποσών, τα οποία θα χορηγούνται από του δημοσίου χρήματος από τον προϋπολογισμό του κράτους ή των δημοτικών και άλλων προϋπολογισμών για εκπαιδευτικό, θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό σκοπό.

Τα ποσά αυτά θα καταβάλλονται στους αρμόδιους αντιπροσώπους των ενδιαφερόμενων καθιδρυμάτων και οργανισμών.

ΑΡΘΡΟ 42:

Η Τουρκική Κυβέρνηση δέχεται να αναλάβει τα κατάλληλα μέτρα απέναντι στις μη μουσουλμανικές μειονότητες, όσον αφορά την οικογενειακή ή προσωπική τους κατάσταση, ώστε τα ζητήματα αυτά να κανονίζονται σύμφωνα προς τα έθιμα αυτών των μειονοτήτων.

Αυτά τα μέτρα θα τα επεξεργαστούν ειδικές επιτροπές, που θα αποτελούνται από ίσον αριθμό αντιπροσώπων της Τουρκικής Κυβέρνησης και καθεμιάς από τις ενδιαφερόμενες μειονότητες.

Σε περίπτωση διαφωνίας, η Τουρκική Κυβέρνηση και το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θα διορίσουν, από κοινού, επιδιαιτητή, που θα εκλεγεί μεταξύ των Ευρωπαίων νομομαθών.

Η Τουρκική Κυβέρνηση υποχρεούται να παρέχει κάθε προστασία στις εκκλησίες, συναγωγές, νεκροταφεία και λοιπά θρησκευτικά ιδρύματα των προαναφερόμενων μειονοτήτων.

Στα ευαγή ιδρύματα, αλλά και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των μειονοτήτων, θα παρέχονται όλες οι ευκολίες και οι άδειες, η δε Τουρκική Κυβέρνηση, σε περίπτωση ίδρυσης νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, δεν θα αρνηθεί καμία από τις αναγκαίες διευκολύνσεις, οι οποίες έχουν εξασφαλιστεί στα λοιπά ιδιωτικά ιδρύματα όμοιας φύσης.

ΑΡΘΡΟ 43:

Οι Τούρκοι υπήκοοι που ανήκουν στις μη μουσουλμανικές μειονότητες δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν πράξεις, οι οποίες αποτελούν παράβαση της πίστης ή των θρησκευτικών τους εθίμων, ούτε θα περιέρχονται σε κάποια ανικανότητα σε περίπτωση που αρνούνται να παραστούν ενώπιον των δικαστηρίων.

Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες και θα υπάρχει πλήρης σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα τους και στην αυτονομία τους.

Το 1926 μονομερώς κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης, η τουρκική κυβέρνηση ακύρωσε με νόμο αυτή τη διάταξη. Για την τροποποίηση μίας Συνθήκης, απαιτείται να συμπράξουν πάλι, όλα τα μέρη και οι μονομερείς πράξεις, είναι άκυρες.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό Διεθνές νομικό καθεστώς, ως Οικουμενικό.Υφίσταται ως η «πρώτη μεταξύ ίσων» στην τάξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών διεθνώς (Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με έδρα τη Νέα Υόρκη, Αρχιεπισκοπες στην Ευρώπη, στην Αφρική, Επαρχίες στην Τουρκία, Αρχιεπισκοπή Τιράνων, Αρχιεπισκοπή Κρήτης Ελλάδος, Μητροπόλεις Δωδεκανήσων Ελλάδος,Μητροπόλεις των  Νέων χωρών Ελλάδος-Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Νησιά Βορείου Αιγαίου , Μητρόπολη Γαλλίας,Μητρόπολη Γερμανίας ,Μητρόπολη Αυστρίας , Μητρόπολη Σουηδίας και πάσης Σκανδιναυΐας ,Μητρόπολη Βελγίου ,Μητρόπολη Νέας Ζηλανδίας ,Μητρόπολη Ελβετίας ,Μητρόπολη Ιταλίας,Μητρόπολη Μπουένος Άιρες ,Μητρόπολη Μεξικού ,Μητρόπολη Χονγκ Κονγκ ,Μητρόπολη Ισπανίας και Πορτογαλίας ,Μητρόπολη Κορέας ,Μητρόπολη Σιγκαπούρης, Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, Αρχιεπισκοπή Καναδά, Αρχιεπισκοπή Μεγάλης Βρετανίας κ.α.).

Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία.

Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση («μη εγκατάσταση ναυτικής βάσεως») κάποιων νησιών του Αιγαίου (Λήμνος, Σαμοθράκη, Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία). Επιτρέπεται στρατοτοχωροφυλακη. Επιτρέπεται, η ευρωπαϊκή Φρόντεξ για την προστασία των Ευρωπαϊκών συνόρων.

Οργανισμός που δημιουργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2005. Η Frontex ή Οργανισμός Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακης, είναι υπεύθυνος για τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών συνοριοφυλάκων και των συνοριοφυλάκων των κρατών μελών.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως Τουρκοκρητικοί και Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας.

Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Ρωμιοί κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.

Η παράνομη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί:

Η απόφαση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση τους όρους της Συνθήκης της UNESCO για την προστασία των μνημείων και περιοχών παγκόσμιας κληρονομιάς (1981), που έχει υπογράψει μεταξύ άλλων και η Τουρκία, η οποία ορίζει ρητά πως για κάθε φυσική παρέμβαση και λειτουργικές αλλαγές στα καταγεγραμμένα κτίρια και τοποθεσίες θα πρέπει να υπάρχει η σχετική αδειοδότηση του Συμβουλίου Διατήρησης UNESCO.

Που σημαίνει, πως πριν από την παραμικρή παρέμβαση σε ανάλογους χώρους, είναι υποχρεωτικό να αποστέλλεται έγγραφο αίτημα στην UNESCO η οποία προετοιμάζει και συγκαλεί την διακυβερνητική Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς, που καλείται, με τη σειρά της, να εξετάσει την εκάστοτε περίπτωση με βασικό κριτήριο, πάντα, την διατήρηση της αξίας και του οικουμενικού πολιτιστικού χαρακτήρα του μνημείου.

Να σημειώσουμε εδώ μέχρι σήμερα η επιτροπή έχει απορρίψει αρκετά εθνικά αιτήματα τα οποία αφορούν σε παρεμβάσεις ή αλλαγή χρήσης αντίστοιχων χώρων.

Η Αγία Σοφία συμπεριλαμβάνεται, από το 1985, στις ιστορικές εκείνες ζώνες της Κωνσταντινούπολης που είναι εγγεγραμμένες στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς ως έργο εξαιρετικής οικουμενικής αξίας.

Η μετατροπή της σε τζαμί λοιπόν έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προϋποθέσεις της κήρυξής της ως Παγκόσμιου Μνημείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς και συνεπάγεται την άμεση έξοδό της από τον σχετικό κατάλογο.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας, δεν θεωρείται πλέον, ανεξάρτητη δικαστική αρχή, μετά τις απολύσεις και φυλακίσεις Τούρκων δικαστών, λόγω πολιτικών φρονημάτων. Άρα και οι αποφάσεις του, δεν είναι ανεξάρτητες, αυτόνομες.

Τα ελληνικά σύνορα είναι ευρωπαϊκα σύνορα.

Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣυνθΕΕ και της ΣυνθΛΕΕ, όπου ο όρος αλληλεγγύη απαντάται τουλάχιστον σε δεκαπέντε άρθρα, προκύπτει ότι η αρχή της αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο:

Πρώτον αποτελεί, κατά τ’ ανωτέρω, θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δεύτερον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των κρατών-μελών, υπό την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης. Και, τρίτον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των κρατών-μελών, τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ρητώς στην Διακήρυξη Σουμάν του 1950, αναφερόταν ότι «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ΄αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική αλληλεγγύη».

Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), όπως υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951. Μετά δε την ρητή μνεία της έννοιας της αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης[10], η αλληλεγγύη απέκτησε σταδιακά νομικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ την 7η Φεβρουαρίου 1992.

Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του προοιμίου, η αλληλεγγύη απαντάται ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικά δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της νεοσυσταθείσας Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας συνιστά βασική νομική αρχή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η αλληλλεγύη αναφέρεται στην ΣυνθΕΕ, ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των κρατών-μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των κρατών-μελών.

Επιπλέον, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, ιδρύοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις.

Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό, τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και των πολιτών των κρατών-μελών μεταξύ τους, αποκτώντας έτσι δομική σημασία για το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά του.

Η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης θεμελιώνεται αφενός στις γενικές διατάξεις των άρθρων 2 ΣυνθΕΕ (αλληλεγγύη ως αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και 3 ΣυνθΕΕ (αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών) και, αφετέρου, στις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 27 επ. του ΧΘΔΕΕ, υπό τον υπ’ αριθμ. IV τίτλο «Αλληλεγγύη».

Οι επιμέρους εγγυήσεις αφορούν το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και στην διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης (άρθρο 27), τα δικαιώματα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων (άρθρο 28), το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες εύρεσης εργασίας (άρθρο 29), την προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης (άρθρο 30), το δικαίωμα κάθε εργαζομένου σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, το δικαίωμα σ’ ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και μια περίοδο αμειβόμενων διακοπών (άρθρο 31), την απαγόρευση εργασίας των παιδιών και την προστασία των νέων στην εργασία (άρθρο 32), τη νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας και το δικαίωμα προστασίας από την απόλυση για λόγους που συνδέονται με την μητρότητα καθώς και το δικαίωμα γονικής άδειας (άρθρο 33), το δικαίωμα πρόσβασης στην πρόληψη σε θέματα υγείας και στην ιατρική περίθαλψη (άρθρο 35), την αναγνώριση και τον σεβασμό πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (άρθρο 38), την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 37) και, τέλος, την προστασία του καταναλωτή (άρθρ. 38).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης