Πολλές γυναίκες με ενδομητρίωση θα χρειαστούν θεραπεία υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, προκειμένου να πετύχουν μία εγκυμοσύνη. Η πλέον συνήθης θεραπεία υπογονιμότητας που χρησιμοποιείται είναι η μέθοδος της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Έχει πια διαπιστωθεί ότι, ακόμα και μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση, τα ποσοστά εγκυμοσύνης στις γυναίκες αυτές είναι χαμηλότερα σε σχέση με τις γυναίκες που προχωρούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση για άλλους λόγους. Αν και δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί η ενδομητρίωση επηρεάζει αρνητικά την έκβαση της θεραπείας, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες. Σε αυτές περιλαμβάνονται: η χαμηλή ποιότητα ωαρίων που λαμβάνονται κατά την ωοληψία, υψηλή συγκέντρωση φλεγμονωδών ουσιών στο υγρό που περιβάλλει τα ωάρια, διαταραχές της ποιότητας του ενδομητρίου με άγνωστο μηχανισμό κ.ά..

Προκειμένου να ξεπεραστεί η αρνητική επίδραση της ενδομητρίωσης κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση, έχουν δοκιμαστεί ποικίλες παρεμβάσεις, όπως λαπαροσκοπική θεραπεία της ενδομητρίωσης πριν από την εξωσωματική ή χορήγηση φαρμάκων που «κοιμίζουν» τις ωοθήκες και την ενδομητρίωση.

Μια πρόσφατη ιατρική έρευνα από τη Γαλλία εξέτασε την έκβαση της εξωσωματικής γονιμοποίησης σε γυναίκες με ενδομητρίωση που έλαβαν το αντισυλληπτικό χάπι για 6-8 εβδομάδες πριν από τη θεραπεία. Βρέθηκε ότι οι εγκυμοσύνες ήταν πιο συχνές στις γυναίκες αυτές σε σχέση με εκείνες που δεν έλαβαν καμία προετοιμασία.

Το αντισυλληπτικό χάπι, όταν λαμβάνεται χωρίς διακοπή, μπορεί να πετύχει ικανοποιητική καταστολή των ωοθηκών – και κατ’ επέκταση της ενδομητρίωσης. Έχει το πλεονέκτημα ότι είναι απλούστερο στη χρήση και φτηνότερο από άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό, παρέχει δε το επιπλέον προσόν της δυνατότητας προγραμματισμού πότε θα ξεκινήσει ο κύκλος της εξωσωματικής γονιμοποίησης.

Τέλος, η χορήγηση του χαπιού δεν φαίνεται ότι επηρεάζει αρνητικά τη δράση των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για διέγερση των ωοθηκών κατά την εξωσωματική γονιμοποίηση.