Λαλάδες… Κόκκινες αυτοφυείς τουλίπες στα λιβάδια της Χίου

Είναι δύσκολο να σε δεχθούν στη γιορτή τους. Πρέπει να σε έχουν γνωρίσει καλά, πριν αποτολμήσουν να σε προσκαλέσουν. Άλλωστε, το δικό τους το Πάσχα δεν θυμίζει σε τίποτε το δικό μας. Ένα λινό τραπεζομάντηλο, μια γαβάθα ανάλατα μαρούλια ποτισμένα με σταγόνες από ξίδι, βραστό ανάλατο αρνί και αυγά στον φούρνο, σε σκούρο καφέ χρώμα από τις φλύδες των κρεμμυδιών, τα «haminados» των Σεφαραδίνων. Κρασί και τα κεριά να καίνε στο καντηλέρι τους. Το ψωμί είναι άζυμο και αυτό ανάλατο, γιατί έτσι το θέλει η παράδοση. Οι Εβραίοι θυμούνται την Έξοδο από την Αίγυπτο, την προηγούμενη και τη μετέπειτα τραγωδία, τα σαράντα χρόνια περιπλάνησης στην έρημο του Σινά, μέχρι να τους επιτραπεί να εισέλθουν στη Γή Χαναάν εκ νέου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ταφικό μνημείοΗ ατμόσφαιρα δεν είναι γιορταστική. Οι άνθρωποι είναι εκεί γύρω από το τραπέζι, για να θυμηθούν και να προσευχηθούν. Ο πάτερ φαμίλιας με το σκουφάκι στην κεφαλή είναι αυτός που αρχίζει να διαβάζει. Το βιβλίο περνά από χέρι σε χέρι. Διάλεξα να διαβάσω στα Λαντίνο, μου ερχόταν πιο προσαρμοσμένο στην περίσταση. Δεν μου πήγαινε η ελληνική μετάφραση της προσευχής ούτε θα μπορούσα να απαγγείλω σωστά στα εβραϊκά. Τα Λαντίνο μού φάνηκαν οικεία. Ισπανικά στη ρίζα τους, καταλάβαινα το νόημα, μπορούσα να ανταποκριθώ. Φορούσα και εγώ το σκουφάκι, απαραίτητο κάλυμμα της κεφαλής σε μία τέτοια συνεστίαση.

Έφθασαν στη Θεσσαλονίκη από την Ιταλία, κυνηγημένοι στην Ισπανία. Δύο ήταν τα μεγάλα κέντρα που επέλεξαν. Το Άμστερνταμ στις Κάτω Χώρες και τη Θεσσαλονίκη. Και στις δύο αυτές γειτονιές του κόσμου παρήγαγαν Δίκαιο, αστικό και οικογενειακό που ισχύει μέχρι και σήμερα. Μετέφεραν τα βιβλία τους και τα κειμήλιά τους. Ο τόπος γέμισε από φωνές που μιλούσαν τη λαλιά τους. Γέμισε η πόλη Συναγωγές, άρχισαν να ψήνουν τα αυγά τους στους φούρνους, σιγά σιγά έκτισαν τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους. Πέρασαν αιώνες. Στις αρχές του 20ου αιώνα, εξέδιδαν 21 εφημερίδες. Ο γραμματέας του συνδικάτου FEDERATION ήταν ένας από αυτούς. Πενήντα πέντε χιλιάδες εξ αυτών δεν ξαναγύρισαν στα σπίτια τους στη Θεσσαλονίκη. Εξοντώθηκαν στα κολαστήρια των Γερμανών. Μόνο δύο λαοί στον σημερινό κόσμο, όταν αναφέρονται στη βαρβαρότητα της χιτλερικής μανίας, δεν υιοθετούν τον όρο Ναζί, αλλά προτιμούν τον όρο Γερμανοί. Οι Έλληνες και οι Ισραηλίτες. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους και να μην ξεχνιόμαστε.

Οι Εβραίοι το Πάσχα δεν γλεντούν, δεν τραγουδούν παρά μόνο μερικές ψαλμωδίες. Είναι μία γιορτή καταθλιπτική, μελαγχολική καθόλου αναστάσιμη. Δεν είναι Λαμπρή.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σημείωση

Πάσχα, από το αραμαϊκό πασ’ ά και το εβραϊκό πέσαχ. Πιθανώς από το ασσυριακό πασαχού (πραύνω- κατευνάζω) ή το αιγυπτιακό πασ’ (ανάμνηση) ή πεσάχ (πλήγμα). Κάποιοι επιμένουν πως το Πάσχα πρωτοανιχνεύεται σε χαναανιτικές γιορτές που σχετίζονται με τη συγκομιδή κριθαριού την άνοιξη. Άλλοι μελετητές θεωρούν ότι η ρίζα του Πάσχα βρίσκεται σε γιορτές και ιεροτελεστίες της άνοιξης της προ-ισραηλιτικής εποχής με την έννοια των ποιμένων που υποβάλλουν αίτημα στον Θεό για την προστασία του κοπαδιού τους.

Η Βίβλος συσχετίζει το πέσαχ με το ρήμα πασάχ που σημαίνει είτε χωλαίνω είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία είτε  μεταφορικά «ξεφεύγω», «προσπερνώ», «απαλλάσσω». Το Πάσχα είναι η προσπέραση του αγγέλου του Θεού πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε με θάνατο τα πρωτότοκα αγόρια των σπιτιών των Αιγυπτίων.

Διήγηση του Κώστα Καψάλη με μνήμες από το Πάσχα του 1941

«Πάνε 42 χρόνια από τότε. Απρίλης του 1941, ημέρες του Πάσχα, γυμναζόμαστε στο έμπαιδο αγυμνάστων στην Τεγέα Τριπόλεως, όταν ένα πρωί, τη στιγμή που τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φτάσει στη Λάρισα, μας κάλεσε ο λοχαγός μας Λεβέντης, το επώνυμό του, και μας είπε πως παίρνουμε αόριστον άδεια να γυρίσωμε στα σπίτια μας, γιά να μη μας πιάσουν οι Γερμανοί αιχμάλωτους στρατιώτες.

Αυτή την εντολή είχε δώσει ο Πρωθυπουργός Κορυζής που διαδέχθηκε το Μεταξά.

Και αυτή η εντολή ήταν η αιτία να υποχρεωθή σε αυτοκτονία γιατί δεν κρατήσαμε άμυνα, να προλάβουν να φύγουν οι Άγγλοι στην Κρήτη.

Δεν είχαν περάσει 3 μήνες που σκοτώθηκε ο αδελφός μου Θύμιος, έφεδρος ανθυπολοχαγός, στην Αλβανία και ένας χρόνος που είχα χάσει τον άλλο αδερφό μου Θανάση, φοιτητή.

Γύρισα μέσω Αιγίου, με καίκι στην Ερατεινή – Λιδωρίκι κοντά στους χαροκαμένους γονείς μου.

Ημέρες Λαμπρής και ο κόσμος αντί γιά Ανάσταση του Χριστού περίμενε το δικό του σταύρωμα.

Οι Γερμανοί είχαν φτάσει στη Λαμία, και εν τω μεταξύ περνούσε ο στρατός μας με όσα μεταφορικά μέσα του είχαν μείνει, οπισθοχωρώντας από το Αλβανικό μέτωπο.

Το Λιδωρίκι ήταν συγκοινωνιακός κόμβος μετάξύ Ιωαννίνων – Αθηνών και οι στρατιώτες ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι, με σχισμένα ρούχα και άπλυτοι έφευγαν προς τα πίσω, διαλυμένα ασκέρια.

Μερικά αυτοκίνητα, πολλά μουλάρια, μετέφεραν, ότι μπορούσαν από πολεμικό υλικό. Και στο δρόμο έμεναν αυτοκίνητα χωρίς βενζίνα και οι χωρικοί τα διέλυαν. Σκορπούσαν τα πυρομαχικά και χάριζαν τα μουλάρια γιά λίγα τρόφιμα η και γιά λίγα χρήματα οι στρατιώτες γιά να γυρίσουν στα σπίτια τους προς Αθήνα και Πελοπόννησο.

Ημέρες αγωνίας ημέρες μαύρης συμφοράς γιά το Έθνος.

Ήταν η Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής μετά το Πάσχα, που το Λιδωρίκι πανηγύριζε παλιά. Μέσα στη σύγχυση και την τρομάρα διαδόθηκε σαν αστραπή μιά είδηση που σαν αναλαμπή στις μαύρες ψυχές των κατοίκων τους τόνωσε προς στιγμήν.

Οι Άγγλοι προέβαλαν αντίσταση και αναχαίτησαν τους Γερμανούς.

Και πριν καλά-καλά συνέλθομε από την είδηση, φάνηκαν πάνω απ’ τον κάμπο της Βελάς, δυό σμήνη αεροπλάνων τα οποία προς στιγμήν, έδωσαν την εντύπωση ότι δήθεν αερομαχούσαν.

Νομίσαμε, ότι ήταν Εγγλέζικα και Γερμανικά και ανέβηκα ψηλά προς τον παλιόραγκο να δω την αερομαχία. Είχα μαζί μου το μικρότερο αδελφό μου Παντελή, μαθητή γυμνασίου, που τος έχασα κι’ αυτόν μετά από λίγους μήνες, όταν οι Ιταλοί θρονιάστηκαν σαν στρατός κατοχής στο Λιδωρίκι, και τον ξάδερφό μου Θύμιο Καράντζαλο.

Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και τα δυό σμήνη, που ήταν ΣΤΟΥΚΑΣ, ενώθηκαν και μαζί έκαμαν ένα – ένα κάθετο εφόρμηση κατά του Λιδωρικίου και άρχισε άγριος πολυβολισμός στα σπίτια, στούς δρόμους, αλλά κυρίως στα στρατιωτικά αυτοκίνητα που ευρίσκοντο στο Δημόσιο δρόμο.

Κρυμένοι με την παρέα μου πίσω από μία κοτρώνα σ’ ένα μικρό αυλάκι ακούγαμε τις σφαίρες σαν σφήνες να περνούν από πάνω μας και μερικές να χτυπάν το λιθάρι που μας προστάτευε.
Σε λίγο άρχισε να νυχτώνη, και τα αεροπλάνα φύγανε, αφού άφησαν μερικούς νεκρούς, μεταξύ των οποίων και ένα λοχία και μερικούς τραυματίες.

Και ήλθε στη συνέχεια η μαύρη, η σκοτεινή, η εφιαλτική νύχτα της κατοχής που κράτησε τριάμισυ χρόνια και που άφησε την Ελλάδα ρημαγμένη και διχασμένη.

Την ώρα που ξημέρωνε, που το γλυκοχάραμα της λευτεριάς ρόδιζε στις κορφές της Γκιώνας, των Βαρδουσιών και του Τρίκορφου, το Λιδωρίκι, σωριασμένο σε ερείπια κάπνιζε πυρπολημένο από τον υποχωρούντα κατακτητή…

Αυτά, γίνανε στο χωριό μας πριν 67 χρόνια, αγαπημένοι μας φίλοι και ευτυχώς υπάρχουν μαρτυρίες και καταγραφές, άγνωστων γεγονότων εκείνης της εποχής, που βοηθάνε τους νεότερους, να μάθουν την… άγνωστη ιστορία του τόπου μας.»

Επωνύμων… Πάσχα

Γράφει ο Αντώνης Μπιδέρης

Χριστός Ανέστη!
… και αληθώς είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας. Είναι επίσης αλήθεια πως οι μέρες που προηγούνται της Ανάστασης του Κυρίου, μέρες νηστείας και κατάνυξης, μας κάνουν να συλλογιστούμε και από το μονοπάτι της μελαγχολίας οδηγούμαστε στο ξέφωτο της αισιοδοξίας.

Όσο και αν οι υποχρεώσεις που έχουμε μας κρατούν μακριά από τον συνάνθρωπο και την οικογένειά μας, τις άγιες αυτές ημέρες η πίστη, και για άλλους η φύση, φέρνει ψυχές και σκέψεις πιο κοντά.

Πέντε δημοφιλείς άνθρωποι από τον καλλιτεχνικό και πολιτικό χώρο μιλούν στη zougla.gr και, μαζί με τις ευχές τους, μοιράζονται μαζί μας την εμπειρία του Πάσχα. Κοινός παρονομαστής: Η Αγάπη.

Ο νομάρχης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, θα περάσει το τριήμερο στην περιφέρεια χωρίς να απομακρυνθεί όμως από τη συμπρωτεύουσα, με την οικογένειά του και καλούς φίλους. Μας εξομολογείται πως βάζει τους φίλους του να σουβλίζουν και ο ίδιος «τσιμπολογάει», ενώ το αρνάκι γυρίζει στη θράκα.

Η βασίλισσα της νύχτας, Ζωζώ Σαπουτζάκη, παραδέχεται πως το Πάσχα πλέον τη μελαγχολεί, γιατί της λείπουν δικοί της άνθρωποι που έχουν φύγει από τη ζωή. Ωστόσο, θυμάται πως, πριν από μερικές δεκαετίες, σαν τέτοια μέρα παντρεύτηκε και, με τις ευχές της, μας αφιερώνει και ένα τραγούδι.

Σειρά έχει η Λαίδη του ελληνικού τραγουδιού. Η Άντζελα Δημητρίου, αν και ασχολείται με την προετοιμασία των γλυκών και βάφει μόνη της τα αυγά, η Κυριακή του Πάσχα τη βρίσκει σχεδόν πάντα στο κρεβάτι, γιατί, όπως η ίδια λέει, αφού κοινωνήσει το Μ. Σάββατο στη συνέχεια πηγαίνει για δουλειά και έτσι δεν καταφέρνει να ξυπνήσει το επόμενο πρωί, για να χαρεί το σούβλισμα του οβελία.


Ο Νίκος Ζωιδάκης μάς αφιερώνει μια κρητική πασχαλινή μαντινάδα και μας εξηγεί για ποιο λόγο έχει ορκιστεί να μη δουλέψει ποτέ ξανά ανήμερα του Πάσχα.


Και at last but not least, η όμορφη Πέγκυ μας προτιμά να συνδυάζει τη δουλειά της που τόσο αγαπάει με καλή παρέα και νόστιμο φαγητό. Εξομολογείται πως το καλύτερο Πάσχα το πέρασε πέρυσι στη Θεσσαλονίκη.

Σίγουρα στα μηνύματα των ανθρώπων αυτών κάπου θα έχετε εντοπίσει και εσείς τη δική σας αλήθεια.

Αληθώς Ανέστη ο Κύριος και είναι Χαρά μας!

Του Γιάννη Ρίτσου:

«Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.

Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα
Κι αντίς καμπάνες απ’ τον όρθρο ως το σπερνό, ντουφεκιές ακούγονταν,
κ’ οι κρεμασμένοι σάλευαν σαν καβαλάρηδες του ανέμου κ’ έφευγαν πάνω απ’ το χρόνο
και μες στο απόβροχο, τη νύχτα της Ανάστασης, τ’ άστρα που βγήκανε, λάμψη δεν είχαν
κ’ είτανε τ’ άστρα σα βρασμένο στάρι για τα κόλλυβα των σκοτωμένων,
στάρι πιτσιλισμένο μαύρη ζάχαρη, μαύρη σταφίδα, μαύρο ρόϊδι,
και στις αυλές, την άλλη μέρα, αντίς αρνιά να ψήνονται, τραγούδια ν΄αντηχούνε,
κ’ ήλιοι τα πορτοκάλια, μες απ’ τα πλυμένα φύλλα, να φωτίζουν του χορού τις δίπλες,
μουγκός ο θρήνος και μουγκή η κατάρα πνίγονταν μες στης σκλαβιάς το μαύρο φόβο,

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, τι μαύρο πουν’ το μαύρο χρώμα,
η μαύρη νύχτα και το μαύρο σας σταυροδετό τσεμπέρι,
το κυπαρίσσι της σιωπής στο μαύρο κορφοβούνι
ως και της λεμονίτσας τ’ άσπρα λουλουδάκια μαύρισαν κ’ εκείνα
ως και το κόκκινο αίμα των παιδιών σας μαυρολογούσε πάνω στα λιθάρια.

‘Αϊ, μανάδες Αγρινιώτισσες, μαύρος καημός που βόσκησε τα φύλλα της καρδιάς σας,
όμως το γαίμα των παιδιώνε σας βγαίνει πάνω απ’ το μαύρο
κόκκινο της θυσίας, της αγρύπνιας κόκκινο,
κόκκινο της αυγής και της ελπίδας,
το κόκκινο της λευτεριάς, κόκκινο κατακόκκινο.

Βάφει τ’ αυγά της νέας Λαμπρής και του μπαξέ σας τα τριανταφυλλάκια,
βάφει και τα πουκαμισάκια τους τα τρυπημένα από τα βόλια
και τα πουκαμισάκια τους πλατειές σημαίες αγερολάμνουν
κ’ οι νιοι λεβέντες τα κρατούν και παν μπροστά στην ιστορία.

Και νάτοι ολόμπροστα, να ο Χρήστος, κι ο Αβραάμ, νάτος κι ο Πάνος,
Νάτος κι ο κάπταν Λίας, να κι ο Πάσχος, 19 χρονώ παλληκαράκι,
νάτοι οι 120 Αγρινιώτες μπρος στην μάντρα της Αγιά Τριάδας,
να κ’ οι 55 εκεί στο σταυροδρόμι που περνάει το τραίνο Αγρίνι-Μεσολόγγι, φορτωμένο μήλα,
να κ’ οι 200 της Πρωτομαγιάς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής με τις αγριομολόχες,
να το προσφυγολόι της Κοκκινιάς με τα μεγάλα δαφνοκλάδια της Δημοκρατίας
να και το Δίστομο, το Κούρνοβο, και τα Καλάβρυτα με τα κομμένα σπίτια,
νάτος κι ο Γοργοπόταμος- με το γιοφύρι του σαν κόκκινο άλογο ορθωμένο,
να κ’ οι αγωνιστές του21
και οι άλλοι πριν, κ’ οι άλλοι μετά,
παιδιά μας, τα παιδιά μας με σημαίες μεγάλες.

Μπροστά, μπροστά, κατάμπροστα,
μέσα στο φως που πρόβαλε μεγάλο απ’ τις πληγές τους,
μπροστά, μπροστά, φωνάζοντας:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.

Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.

Αθήνα, 4 V 80
Γιάννης Ρίτσος».

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης