Του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου
Αρχές της δεκαετίας του ’90, μετά την υπουργοποίησή του από τον Μητσοτάκη, άκουγε τα εξ αμάξης ο Μίκης από την Αριστερά. Μεταξύ όσων γκρίνιαξαν, και εγώ, αιφνιδιασμένος από την κίνησή του να δεχθεί υπουργείο σε μια περίοδο καθόλου ήρεμη για τα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Χτυπάει, λοιπόν, μια μέρα το τηλέφωνο και από την άλλη πλευρά είναι ο Μίκης με φωνή ήρεμη, τη γνωστή βραχνιασμένη φωνή του: «Μίκης Θεοδωράκης, τον κ. Τριανταφυλλόπουλο».
«Ο ίδιος» του απαντάω, σκεπτόμενος ότι θα ακούσω τα εξ αμάξης.
«Μπορούμε να τα πούμε από κοντά;».
Δεν χρειάζεται να σας πω τι απάντησα, γιατί δεν είχα μέχρι τότε την τύχη να τον συναντήσω, και σε μισή ώρα βρέθηκα στο σπίτι του.
Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν με υποδέχτηκε στο γραφείο του σπιτιού του με το πιάνο και όλα τα συναφή, θερμός, εκρηκτικός, άμεσος, όπως ήταν πάντοτε σχεδόν ο Μίκης.
Μπήκε κατευθείαν στο θέμα: «Είσαι θυμωμένος μαζί μου, το ξέρω, θεωρείς ότι σε πρόδωσα». Γέλασα και του απάντησα για να σπάσω λίγο την αμηχανία: «Θυμωμένος μπορώ να είμαι με τη γυναίκα μου, εσύ ανήκεις σε όλους».
Έβαλε τα γέλια κι αυτό ήταν. Σαν να έσπασε ένα υδροηλεκτρικό φράγμα! Δεν μπορούσε να τον σταματήσει τίποτε από εκεί και πέρα. Άρχισε από την ΕΔΑ, έφτασε στη Χούντα, την εξορία στη Ζάτουνα, πέρασε στην Κύπρο, μίλησε για τη Μεταπολίτευση, πετάχτηκε μέχρι το βρόμικο ’89 – για τις ηλικίες που το θυμούνται ακόμα. Δεν είχε σταματημό.
Εγώ άκουγα και σκεφτόμουν πού θέλει να φτάσει. Δεν ήταν απολογητικός όμως, εξομολογητικός ήταν πέρα για πέρα. Πρέπει να μιλούσε πάνω από τρεις ώρες, μέχρι που σταμάτησε, έβαλε ένα τεράστιο πούρο στο στόμα χωρίς να το ανάψει, με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου είπε: «Σε κούρασα»…
«Όχι» του απάντησα, γιατί αυτό το «όχι» το εννοούσα. Ποιος δεν θα ‘θελε δημοσιογραφικά να ακούσει γιατί πήγε με τον Μητσοτάκη… Δεν είχαμε φτάσει όμως ακόμη εκεί…
«Τώρα που βρεθήκαμε» συνέχισε «δεν θα μείνουμε έτσι, θα σε κεράσω μία ρακή», και -ω του θαύματος- σήκωσε το τηλέφωνο και η ρακή με τους μεζέδες έφτασε σε λίγα λεπτά. Εκείνος ακούμπησε τα πλήκτρα του πιάνου, τα χάιδεψε, με κοίταξε με εκείνο το σπινθηροβόλο βλέμμα του κι άρχισε να χτυπάει τις νότες.
Πρώτο τραπέζι πίστα με Θεοδωράκη δεν μπορούσα να το φανταστώ.
Ήρθε, κάθισε δίπλα μου, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια, τσιμπήσαμε τους μεζέδες κι άρχισε το πάρτι.
«Να σου πω;» με ρώτησε. «Πήγε κι ο πατέρας σου εξορία, σωστά;». Του απάντησα καταφατικά με ένα νεύμα.
«Σαν αριστερός;» ξαναρώτησε.
«Περίπου, σαν αξιωματικός. Διευθυντής της φρουράς του Παπανδρέου» του απάντησα. Χαμογέλασε.
«Τα γνωρίζω όλα» μου είπε κι ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου συνέχισε με το εξής απρόβλεπτο: «Άκουσε, Μάκη, εσύ κι εγώ δεν θα μπορέσουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο!».
Αιφνιδιάστηκα. «Εγώ σίγουρα όχι, εσύ όμως ήδη έχεις κάνει πολλά. Δεν είμαστε συγκρίσιμα μεγέθη».
Σηκώνεται, που λέτε, επάνω θυμωμένος, αυτή τη φορά φωνάζοντας: «Με εφτά νότες τι να κάνω εγώ; Εσύ με πέντε σειρές τις προάλλες μου άλλαξες τα φώτα!».
Έβαλα τα γέλια, γέλασε κι εκείνος. Δεν θυμόμουν τι είχα πει, μάλλον κάτι στη ραδιοφωνική μου εκπομπή, αλλά δεν έχει σημασία, γιατί ο Μίκης συνέχισε: «Και δεν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο γιατί είμαστε γιοι δημοσίων υπαλλήλων!».
Η μια ρακή διαδεχόταν την άλλη, πέρασαν πολλές ώρες αλλά ο Μίκης είχε αρχίσει να μπαίνει στο ψητό: «Ζούμε σε μια χώρα που την κυβέρνησαν και θα συνεχίσουν να την κυβερνούν τα τζάκια κι αυτή η αρρωστημένη κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ εάν δεν βαρεθεί και δεν αντιδράσει ο λαός. Τέλος!».
Εκείνο το «τέλος» το φώναξε πολύ οργισμένος. Σαν να κρατούσε την μπαγκέτα επάνω σε κρεσέντο.
«Θέλεις, λοιπόν, να μάθεις από πρώτο χέρι γιατί πήγα με τον Μητσοτάκη;» μου ψιθύρισε συνωμοτικά κάνοντας μία μεγάλη παύση. Εγώ τσιμουδιά, αυτό περίμενα κι είχαν περάσει πέντε ώρες για να φτάσουμε στο συγκεκριμένο σημείο.
Είχα καταλάβει πού πήγαινε η δουλειά και του απάντησα στα ιταλικά: «Compromesso storico, ιστορικός συμβιβασμός».
Πετάχτηκε επάνω σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα!
Σήκωσε τα δυο του χέρια ψηλά όπως σε συναυλία κι άρχισε να μου φωνάζει «μπράβο, μπράβο, μπράβο» ενθουσιασμένος.
«Κι αφού τα τζάκια δεν μπορούμε να τα ρίξουμε απ’ έξω, μόνο από μέσα μπορούσε να γίνει αυτή η δουλειά, να ενώσουμε τον λαό μας να τελειώνουν ο εμφύλιος, η μιζέρια, η φαγωμάρα μας επιτέλους!».
Πήρα πολλά μπράβο εκείνο το βράδυ κι όταν σταμάτησαν οι έπαινοι μέσα στο βλέμμα του διέκρινα ένα παράπονο, ότι ίσως κάτι τέτοιο δεν θα το προλάβαινε ο ίδιος και όντως δεν το πρόλαβε. Είπαμε κι άλλες ιστορίες μετά που δεν είναι της παρούσης. Ο Μίκης ήταν ευδιάθετος με εκείνο το πούρο στο στόμα που δεν το κάπνιζε αλλά σχεδόν το μασούσε.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα είχε φτάσει δύο τα ξημερώματα, η ρακή είχε τελειώσει κι ο Μίκης δεν έλεγε να σταματήσει. «Αρμένικη βίζιτα έκανα. Αισθάνομαι ενοχές. Πρέπει να σε αφήσω να ξεκουραστείς» του είπα. Χαμογέλασε και με πήρε από τον ώμο να με οδηγήσει στην εξώπορτα. Έλα όμως που η πόρτα δεν άνοιγε. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα.
«Μας κλείδωσαν μέσα, περίμενε» μου απάντησε κι άρχισε να φωνάζει «φρουρά, φρουρά!», να χτυπάει κάτι κουδούνια, αλλά η φρουρά πουθενά.
Είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια γιατί σκεφτόμουν ότι ήμουν πολύ τυχερός να τη βγάλω μέχρι το πρωί μαζί του. «Γελάς; Τα πράγματα είναι τραγικά, γιατί γελάς;» μου είπε.
«Γιατί» του απάντησα «ό,τι και να κάνεις μια ζωή φυλακή θα είσαι». Ξεκαρδίστηκε αλλά απτόητος κατευθύνθηκε σε ένα πορτόνι λέγοντάς μου: «Για τον Μίκη υπάρχει πάντα επαναστατική λύση».
Άνοιξε αστραπιαία την πόρτα της βεράντας και πήγε να πηδήξει στο διπλανό μπαλκόνι!
Χύμηξα, τον έπιασα από το χέρι. «Αυτό δεν θα το κάνεις ποτέ όσο είμαι εδώ» του είπα. «Γιατί;» με ρώτησε απορημένος.
«Γιατί, έτσι και πέσεις στο κενό από εδώ πάνω, θα βρεθώ εγώ κλειδωμένος στο διαμέρισμά σου κι εσύ τέζα στο πεζοδρόμιο και θα γίνω πραγματικά διάσημος!».
Γέλασε τόσο πολύ που μάλλον κάποιοι μας άκουσαν από δίπλα κι ήρθαν να ανοίξουν. Έτσι χωρίσαμε με ένα φιλί στο μάγουλο.
Καλό ταξίδι, αγαπημένε, αιώνιε Μίκη.