«Δεν μετανιώνω. Αν γύριζα το χρόνο πίσω πάλι τα ίδια θα έκανα.»
Αυτό είναι το πιο σημαντικό, να μην μετανιώνεις για τίποτα. Για τα χρόνια που δήθεν έχασες… Εις γνώση σου.
Για τα άτομα που συναναστράφηκες, κατ’ επιλογήν.
Τις πληγές που απέκτησες, τα «παράσημα» όπως τα λέγαμε παλιά όταν πέφταμε από το ποδήλατο ή τις γρατζουνιές από το σκαρφάλωμα στα δέντρα.
Φλερτάρουμε διαρκώς με έναν ιδιότυπο «θάνατο»! Κόντρα στο ρεύμα. Τον μπαμπά, την μαμά, τον δάσκαλο, την φίλη και τον έρωτα.
«Ναι, θα το επαναλάβω δυνατά». Τώρα σηκώνομαι όρθια. «Δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν αλλάζω τίποτα».
Ξεροκέφαλη από μικρή. Σε όλα τα «μην» βουτούσα με το κεφάλι να τα απολαύσω.
Μην αργήσεις… Πάντα με καθυστέρηση. Delay όπως στην τηλεφωνική γραμμή από Αμερική.
Μην τρέχεις… Τσίτα τα γκάζια στην παραλιακή με το κοντέρ να πιάνει κόκκινο και η μουσική στο τέρμα!
Μην μιλάς… Η σιωπή είναι χρυσός και το ομίλι αργυρός, για εμένα η σιωπή είναι τσίγκος και η ομιλία πλατίνα μασίφ Cartier.
Στα «πρέπει» αναρχική. Έβαζα βόμβες να τα ανατινάξω.
Έτσι τίναξα και το σπίτι μου στον αέρα. Για μια παρόρμηση της στιγμής, για έναν έρωτα που είχε τέλος.
Εκείνος διευθυντής της εταιρείας που εργαζόμουν τα τελευταία πέντε χρόνια. «Φυτευτός»,
Εγώ μια συνδικαλίστρια του κερατά με το εργασιακό δίκαιο σαν το ευαγγέλιο στο χέρι να ζητώ υπερωρίες, επιδόματα αδείας και το «δίκιο του εργάτη» από τον διευθυντή.
Δεν μου χάλασε χατίρι. Είχα πειθώ, είπε. Ακόμη και για την κυρία Σούλα που το computer το είχε μόνο για να καλυτερεύει το σκορ της στην πασιέντζα, ακόμη και για εκείνη πέτυχα αύξηση.
Δεν φοβόμουν την απόλυση. Βλέπεις με προστάτευε ο νόμος. Όμως δεν με γλίτωνε από το «μόνος», την προερχόμενη λέξη από τον ανασχηματισμό της. Η οποία μου έδινε ο «πόνος»…
Τι κι αν μπορούσα να κινήσω βουνά με τα συνδικαλιστικά μου τερτίπια, τι κι αν με την ευφράδεια του λόγου μου έπειθα μέχρι και χορτοφάγο να φάει κοντοσούβλι, εκείνον πώς θα τον έκανα να με δει σαν γυναίκα;
Μόνη στη ζωή. Αλλά δεν μετάνιωσα για τα χρόνια που έχασα. Τα γέμιζα με τις ασχολίες μου. Τον συνδικαλισμό. Τον πολιτικό αγώνα για ένα καλύτερο αύριο…
Ούτε για τους κομμουνιστάκους φίλους μου, όπως συνήθιζε να λέει ο χουντικός παππούς. Σίγουρα αναπολούσε τις στιγμές που τα ΕΑΤ-ΕΣΑ εισέβαλαν σε σπίτια δήθεν «εχθρών της επανάστασης». Μετά ερχόταν το «πανηγύρι» στα υπόγεια με τον θόρυβο μοτοσικλέτας να καλύπτει τα ουρλιαχτά.
Και ο έρωτάς μου φούντωνε για εκείνον. Κι αυτός ούτε ματιά. Θαρρώ με μισούσε που ξεσήκωνα τον κόσμο, τον πόπολο… Avanti popolo alla riscossa bandiera rossa, bandiera rossa!
Φορούσα και κόκκινα για να ξεχωρίζω κιόλας. Άσε που κολάκευε και την θηλυκή μου πλευρά. Αυτό που το πάτε!
Όταν ξέσπασε η μεγάλη απεργία στην εταιρεία συντάχθηκα με το μέρος των απεργών. Έλαβα μέρος και στην συντονιστική επιτροπή. Θα διεκδικούσα το δίκαιο των εργαζομένων μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μου.
Όπως και έπραξα. Μέχρι τελευταίας ρανίδος… Μέσα στο δερμάτινο καναπέ του διευθυντή. Εκεί επάνω στην διεκδίκηση χάσαμε τη μπάλα. Ποιος διεκδικεί ποιον…
Ξεφύγαμε λίγο από τα πάγια αιτήματα και περάσαμε τις απαιτήσεις. «Θέλω να σε φιλήσω» , πάγιο αίτημα. «Απαιτώ να συμμορφωθείς». Μπουρλότο η συνδικαλίστρια.
Και οι συνάδελφοι απέξω να τσακώνονται για την δόξα. Εγώ το πέτυχα, εσύ το πέτυχες, αυτός το πέτυχε. Το κλίναμε όλο το ρήμα.
Αν δεν έσταζε και η τελευταία μου ρανίδα… θα σας έλεγα εγώ τι θα πετυχαίνατε!
Κανονικός καλόγερος με ράσα, κομποσκοίνια και όλο έλεγε «ευλογείτε»! Μωρέ καλά κάνουν οι κομμουνιστές και δεν πιστεύουν ούτε σε Θεό ούτε σε Αλλάχ, μόνο στον Στάλιν – αν και σε κάποια σημεία του δεν μας τα λέει καλά.
Ήθελε να ανταλλάξει την λίμνη με έκταση φιλέτο μινιόν… Να ανεγείρει όχι μοναστήρια αλλά μεζονετάκια! Με θέα πιάτο το καλύτερο σημείο της Χαλκιδικής.
Στην συνάντηση ήμασταν εγώ, που ανακαθόμουν από την δυσκολία να πιστέψω τα όσα άκουγαν τα χριστιανικά αυτιά μου, το «κεφάλαιο» της καρδιάς μου ως τότε και ο «κύριος 30%».
«Να κοροϊδέψουμε τους κατοίκους», έλεγε ο διευθυντής μου. «Θα βγάλουμε πολλά
Με το στόμα ανοιχτό η συνδικαλίστρια. Η μπουρλοτιέρισσα των «πρέπει» και των «μην»… Να δω τώρα τι θα έκανε, όταν «η συμμορία των 12», μαζί με τους υπουργούς και τους νομάρχες, χώρια τους άλλους εν Χριστώ αδελφούς ορκίζονταν να ΜΗΝ βγάλουν τσιμουδιά. «Δεν ΠΡΕΠΕΙ να μας πάρει χαμπάρι κανείς», συνόδευαν κάθε τους «ευλογείτε».
Και δεν ρωτούσες κανέναν χασάπη καλύτερα κορίτσι μου. Από βούρλο και μάλιστα καμένο την πάτησε. Δεν μετάνιωσε για την φίλη της. «Λίγο βλήμα, αλλά καλό παιδί», έλεγα.
Ναι, πρόδωσα τη «συμμορία των 12», αλλά δεν εξαίρεσα τον εαυτό μου. Τι είμαι κότα; Και σε προανακριτικές της Βουλής πήγα και συνεντεύξεις έδωσα και τον διευθυντή του έρωτα έχασα… Αλλά αμετανόητη.
Ακόμη και τώρα που τα αίσχη έχουν ξεχαστεί. Η κυβέρνηση κάλυψε τα «golden boys» της. Έπεσαν πολλά «τούβλα» στο τραπέζι. Γέμισαν οι Gucci μου με 500ευρα. Τα φώτα της δημοσιότητας έσβησαν για μένα και ο «αγαπητικός της λαμογιάς» με διέγραψε από προσώπου γης.
Πάλι στην αρχή, μόνη. Κόντρα στο κύμα, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στο «κεφάλαιο». Μόνο με μια φίλη ζώον ολκής.
