«Θα τον χωρίσω!» Τάδε έφη η Ασπασία, φίλη μου, συμμαθήτριά μου και γενικότερα αδελφή μου…

Το αγόρι που είναι αρραβωνιασμένη εδώ και δύο χρόνια και την αγαπάει – με τα ίδια μου τα αυτιά έχω ακούσει να μιλά στους φίλους του και να την προσφωνεί ως «τον έρωτα της ζωής του»-  την απατάει. Τουλάχιστον έτσι νομίζει αυτή. Και μάλιστα ότι την απατά κάθε μέρα και με άλλη.

 Δεν μπορεί να καταλάβει ότι με τον τρόπο της τον διώχνει, όταν οι σκηνές ζηλοτυπίας ξεπερνούν τα όρια.

Μια τρίχα στο σακάκι του είναι αφορμή για ομηρικούς καβγάδες. «Τι είναι αυτό, Σπύρο; Με ποια γύριζες; Να τα μαζέψεις και να πας στην ερωμένη σου. Σάτυρε, με απατάς…» Και κλάμα η κυρία.

Μπροστά της ο θρήνος της Εκάβης μοιάζει με απλό κλαψούρισμα! Τι να πετά τα ρούχα από το μπαλκόνι και να γίνονται νούμερο σε όλη τη γειτονιά, τι να τον κλειδώνει απ’ έξω, να ουρλιάζει και να λέει «που μου έφαγες τα καλύτερά μου χρόνια».

Εκείνος ο άμοιρος, γιατί οι μοίρες δεν τον έραναν με τύχη, αγάπησε μια θεότρελη. Τον είχε στα πόδια της και τον κλωτσούσε σαν σκυλί για ψύλλου πήδημα.

«Το αποφάσισα» μου είπε με σταθερή φωνή, «θα πάω σε μέντιουμ!» Μα είναι δυνατόν μια κοπέλα που έχει τόσα πτυχία, που έχει μεγαλώσει σε μια υγιή οικογένεια και που είχε έναν αρραβωνιαστικό που πραγματικά τη ΛΑΤΡΕΥΕ! Τι έψαχνε;

Ζήτησε να τη συνοδεύσω σε αυτό το ραντεβού, για να έχει μάρτυρες για τα «κέρατα» από τον Σπύρο.

Μια κυρία Σούλα ήταν η εντολοδόχος των πνευμάτων με εμάς τους επίγειους, για να μας πει τα μελλούμενα. Άνοιξε την πόρτα, κοντόχοντρη, κοκκινομάλλα, με δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα των χεριών της και ευτυχώς που ήταν χειμώνας, γιατί αλλιώς θα ήταν η πρώτη γυναίκα με δαχτυλίδια και στα πόδια.

Τα φανταζόμουν, όση ώρα μάς ζήτησε να περιμένουμε, με βαμμένα κόκκινα τα νύχια και δαχτυλίδια λογιών – λογιών, ρουμπίνια, μαργαριτάρια, χρυσό και ασήμι! Να κινούνται και να μιλούν σαν την Πυθία… Ακαταλαβίστικα.

Ήθελα να γελάσω με αυτή τη δήθεν μυστηριώδη «μάγισσα» του 21ου αιώνα.

Μύριζε όλο το δωμάτιο λιβάνια και αρώματα από τις Ινδίες… Κάτι σαν ξεθυμασμένη «ΜΥΡΤΩ». Όμως, τα ζώδια τα έλεγε από i-mac laptop, της τελευταίας τεχνολογίας.

Τα λουκάνικα που είχε για δάχτυλα έπαιζαν μια illustration τράπουλα μαγική, Ταρώ, σαν τον Nick the Greek. Έτοιμη να αναφωνήσει: «No more bet, please».

Πήρε το σοβαρό της, μας κοίταξε κατάματα και άρχισε τους χρησμούς. «Εσύ είσαι η αρραβωνιασμένη; Μάλιστα. Φαίνεται. Σε απατά ο μαλ… σου; Φαίνεται. Βλέπω στεφάνι σπασμένο. Μια ”κουπάτη”, ανοιχτόχρωμη στα μαλλιά και στο δέρμα, να σαν τη φίλη σου (δηλαδή εμένα), τον γυροφέρνει».

Η Ασπασία γούρλωνε τα μάτια και ρουφούσε κάθε πληροφορία, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει τον «ΚΩΔΙΚΑ DA SOULA». Με κοιτούσε περίεργα, καθώς συνέχιζαν τα λουκάνικα με τους χαλκάδες να απλώνουν το σεντόνι της τράπουλας με τα περίεργα και τρομακτικά σύμβολα.

Άξαφνα γέλασε… «Α, τον τυπάκο» είπε σε μια αργκό της γειτονιάς, «θα σου τη φέρει πισώπλατα, κάτι θα σου πει και θα σε αναστατώσει. Θα αλλάξει τον χαρακτήρα σου. Πρόσεχε!» έκοψε τα λόγια της με έναν χτύπο στο τραπέζι.

«Ευχαριστώ πολύ, κορίτσια. Θα πληρώσετε με κάρτα ή cash – God damn;» Μπράβο, εκσυγχρονισμός; Ο Σημίτης της «μαγείας».

Φυσικά και για μέρες συζητούσαμε τις μαντείες της κας Σούλας. Δεν είχε μείνει ευχαριστημένη η Ασπασία. Αντιθέτως, ο Σπύρος για λίγο καιρό είχε βρει την ησυχία του.

Τρεις μήνες κράτησε αυτή η ιστορία. Η Ασπασία είχε γίνει μια μικρή μάγισσα που προσπαθούσε να βρει στα άστρα την τύχη της με τον Σπύρο. Είχε αλλάξει ο χαρακτήρας της, ναι, αυτό το προέβλεψε η κα Σούλα.

Έψαχνε πότε την «κουπάτη» και πότε τη «σπαθάτη»… Ο «βαλές καρό», ο «πασάς του ρουμπινιού» και τα ξίφη με τα δισκοπότηρα τσακίζονταν μπρος την πόρτα της.

Είχε αρχίσει να υποψιάζεται ακόμη και εμένα! Δεν μου μιλούσε… Ο Σπύρος όμως της ετοίμαζε μια έκπληξη. Ήταν η είδηση που ερχόταν από μακριά.

Τη συνάντησα μετά από καιρό.  Αραιώσαμε, για να μην νιώθει ότι απειλώ τον Σπύρο. Η ίδια είχε αλλάξει, έγινε μοιρολάτρης.

Περίμενε τι θα πει η Λίτσα Πατέρα, για να πάει στη δουλειά της. Αν ήταν ανάδρομος ο Ερμής, έβαζε φυλαχτά για τα μάτια τα κακά.

Ο Σπύρος, τελικώς, πραγματικά τη στενοχώρησε, της έκανε πρόταση γάμου. Της είπε να βρει νυφικό… Έψαχναν για καινούργιο σπίτι, έπιπλα και έκαναν μια νέα αρχή. Όντως, της είχε αλλάξει τη ζωή προς το καλύτερο, που πάντα επιθυμούσε. Εκείνος ήταν χαρούμενος, βλέπετε, την αγαπούσε. Εκείνη πάλι μέσα στις πλερέζες… «Το κάνει για να συγκαλύψει τις πομπές του» συνέχιζε το βιολί της.

Ρώτησα την Ασπασία «Δεν χαίρεσαι; Επιτέλους, θα παντρευτείτε». «Θα δείξει…» μου απάντησε χαιρέκακα.