Η πρώτη επίσημη δήλωση από την πλευρά της τουρκικής κυβέρνησης για τον θάνατο του Φετχουλάχ Γκιουλέν έγινε από τον υπουργό Εξωτερικών Χακάν Φιντάν.
Στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε από κοινού με τον Ουκρανό υπουργό Εξωτερικών Άντριι Σιμπίχα στην Άγκυρα, ο Χακάν Φιντάν δήλωσε: «Οι πηγές των μυστικών υπηρεσιών μας επιβεβαιώνουν τον θάνατο του επικεφαλής της οργάνωσης FETO (Φετουλάχ Γκιουλέν)».
Ο Χακάν Φιντάν τόνισε ότι η είδηση αυτού του θανάτου δεν θα οδηγήσει ποτέ την Τουρκία σε εφησυχασμό και χαλάρωση και συμπλήρωσε: «Αυτή η οργάνωση αποτέλεσε μια σπάνια εστία απειλής στην ιστορία του έθνους μας. Εξαπάτησε χιλιάδες νέους ανθρώπους να ενταχθούν στις τάξεις της στο όνομα ιερών αξιών και τους μετέτρεψε σε μια μηχανή που πρόδωσε την πατρίδα, το έθνος και τις ιερές αξίες τους».
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, απευθυνόμενος στους οπαδούς του Γκιουλέν, τους κάλεσε να παραδοθούν λέγοντας ότι «με την ευκαιρία αυτού του θανάτου, θα πρέπει να λυθεί το ξόρκι από πάνω τους και τους καλώ να εγκαταλείψουν τον γεμάτο προδοσία λάθος δρόμο που πήραν, να σταματήσουν να εργάζονται ενάντια στο κράτος και το έθνος τους. Αυτός ο δρόμος δεν είναι καλός δρόμος. Το τέλος του δεν είναι καλό. Το έθνος και το κράτος μας θα συνεχίσουν να αγωνίζονται ενάντια σε αυτή την οργάνωση, όπως αγωνίζονται ενάντια σε κάθε είδους τρομοκρατικές οργανώσεις. Να εγκαταλείψουν αυτόν τον δρόμο όσο είναι καιρός».
Ο ιεροκήρυκας Φετχουλάχ Γκιουλέν αποτέλεσε την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας. Υπήρξε ο «υπ´ αριθμόν ένα» εχθρός του Ερντογάν, αλλά και εχθρός των κεμαλικών. Η τουρκική κυβέρνηση τον χαρακτηρίζει αρχιτρομοκράτη και το δίκτυο των υποστηρικτών του τρομοκρατική οργάνωση FETO.
Ο Φετχουλάχ Γκιουλέν, μέσα από τη θρησκευτική αδελφότητα της οποίας ηγείτο, δημιούργησε ένα ισλαμιστικό κίνημα με δική του ταυτότητα και ένα μεγάλο δίκτυο υποστηρικτών και οργανώσεων που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στην εκπαίδευση, στα μέσα ενημέρωσης και στην προσφορά κοινωνικού έργου.
Αρχικά στήριξε την κυβέρνηση Ερντογάν, που ήλθε στην εξουσία το 2002, ωστόσο από το 2013 και μετά οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, χιλιάδες υποστηρικτές του, άτομα κυρίως που κατείχαν θέσεις στη Δημόσια Διοίκηση, είτε οδηγήθηκαν στη φυλακή είτε εγκατέλειψαν τη χώρα.
Κατηγορήθηκε από μεγάλη μερίδα του τουρκικού πολιτικού συστήματος ότι ήταν το «μακρύ χέρι» της Ουάσινγκτον, συμμετέχοντας σε πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στον επαναπροσδιορισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Ζούσε από το 1999 στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου κατέφυγε εξόριστος. Η Άγκυρα ζητούσε την έκδοσή του, ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ικανοποίησαν ποτέ το αίτημά της αυτό.