Η αβεβαιότητα και η ανησυχία του γερμανικού πολιτικού κόσμου απέναντι σε έναν απρόβλεπτο Αμερικανό πρόεδρο, τον Ντόναλντ Τραμπ, αντικατοπτρίζεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο και στη γερμανική κοινή γνώμη.
Δημοσκόπηση που διενεργήθηκε την Πέμπτη από το πρώτο πρόγραμμα της γερμανικής τηλεόρασης ARD δείχνει ότι το 66% του αντιπροσωπευτικού δείγματος 1.004 ατόμων δεν εμπιστεύεται τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο και θεωρεί ότι ο Τραμπ θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια στον κόσμο, ενώ το 66% προβλέπει επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ε.Ε.
Την ίδια στιγμή, η συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων (το 76%) πιστεύει ότι με πρόεδρο τον Ντ. Τραμπ οι εξελίξεις στις ΗΠΑ θα είναι αρνητικές. Μόλις το 17% πιστεύει το αντίθετο.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες της εκλογής του Ντ. Τραμπ; Το ερώτημα αυτό απασχολεί σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις του πλανήτη, καθώς οι προεκλογικές ανακοινώσεις του νικητή των εκλογών ήταν κάτι παραπάνω από ασαφείς. Στο ερώτημα για τις συνέπειες της εκλογής Τραμπ στις σχέσεις ΗΠΑ και Ε.Ε. το 66% προβλέπει επιδείνωση, ενώ το 25% δηλώνει ότι δεν θα υπάρξει σημαντική διαφοροποίηση. Ως προς τις σχέσεις Ουάσινγκτον – Βερολίνου, το 57% αναμένει επιδείνωση αυτών.
Στον προεκλογικό αγώνα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε δεσμευθεί επανειλημμένα ότι θα περιορίσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό, αναφερόμενος κυρίως στο ΝΑΤΟ. Στη δημοσκόπηση του ARD το 69% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι ο Τραμπ θα πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του και θα προχωρήσει σε ριζικές τομές ως προς την αμερικανική στρατιωτική παρουσία ανά τον κόσμο.
Για τις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας το 48% του δείγματος πιστεύει ότι οι σχέσεις των δύο υπερδυνάμεων θα βελτιωθούν όταν ο Ντ. Τραμπ αναλάβει τα ηνία της χώρας του. Μόλις το 20% αναμένει επιδείνωση των σχέσεων Ουάσινγκτον και Κρεμλίνου το επόμενο διάστημα.
Μετά τη νίκη Τραμπ: Γερμανικοί φόβοι, ελπίδες, σενάρια
Μετά την πρώτη έκπληξη για το εκλογικό αποτέλεσμα στις ΗΠΑ ο γερμανικός Τύπος συζητά τις επιπτώσεις για την Ευρώπη.
Η εναλλακτική «Tageszeitung» του Βερολίνου σε σχόλιό της με τίτλο «Ελπίδα εκ των κάτω» επισημαίνει ότι οι διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ δεν στρέφονται αποκλειστικά κατά του Τραμπ, αλλά ευρύτερα κατά του ρατσισμού και των ποικίλων διακρίσεων στην αμερικανική κοινωνία.
«Οι διαμαρτυρίες δείχνουν ότι η χρηστή χρήση του εκλογικού δικαιώματος δεν είναι η μοναδική πολιτική πράξη των Αμερικανών πολιτών. Το αποτέλεσμα της κάλπης δεν τους υποχρεώνει να θάψουν τις ελπίδες τους για μια ανοιχτή και χειραφετημένη κοινωνία. Το αντίθετο. Η θορυβώδης παρέμβαση και η διαμαρτυρία με αίτημα την ισότητα και την αλληλεγγύη είναι η πολιτική κουλτούρα που συνιστά τη βάση μιας προοδευτικής κοινωνίας. Αυτή η ανταρσία της κοινωνίας των πολιτών είναι ακόμα στα σπάργανα. Είναι όμως ένα κίνημα που έχει μια τετραετία για να ωριμάσει» σημειώνει.
Η συντηρητική «Welt» είναι συνεπαρμένη από την ανατροπή των αμερικανικών εκλογών και διαβλέπει παρόμοιες εξελίξεις και στην Ευρώπη: «Ό,τι συνέβη τώρα στις ΗΠΑ επίκειται και στην Ευρώπη. Οι πολιτικά ανήλικοι εξεγέρθηκαν κατά των ελίτ που τους κηδεμόνευαν, ελίτ που είχαν καλομάθει στη ζεστασιά μιας πομφόλυγας από προνόμια και προκαταλήψεις».
«Οι ελίτ αυτές καλούσαν κάθε τόσο τη λεγόμενη σιωπηρή πλειοψηφία να σπάσει τη σιωπή της, να ενεργοποιηθεί, να αναμειχθεί στα πράγματα. Και τώρα που η σιωπηρή πλειοψηφία των Αμερικανών έκανε χρήση ενός βασικού της δικαιώματος, οι ελίτ πάλι δεν είναι ευχαριστημένες. Αυτό που ζούμε στις ΗΠΑ δεν είναι το κύκνειο άσμα της δημοκρατίας, είναι η αρχή του τέλους μιας μακράς περιόδου αλαζονείας» τονίζει.
Και τώρα τί θα γίνουμε χωρίς τους Αμερικανούς;
Η «Tagesspiegel» του Βερολίνου ασχολείται με τις επιπτώσεις της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στον εξωτερικό τομέα και ειδικά για την Ευρώπη και τη Γερμανία: «Η εξωτερική πολιτική του Τραμπ θα είναι διαποτισμένη από τον απομονωτισμό περισσότερο από όσο αυτή του προέδρου Ομπάμα. Κατά τη βούληση του νέου προέδρου οι ΗΠΑ πρέπει να ξαναβρούν τον εαυτό τους, την παλιά τους δύναμη, εννοείται και στον στρατιωτικό τομέα, όμως όχι ως ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, αλλά για τη δική τους ασφάλεια και για την επιβολή των δικών τους συμφερόντων. (…) Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης οι χώρες της Δύσης και πρωτίστως η Γερμανία είχαν επωφεληθεί από τον μαζικό αφοπλισμό. Τώρα ήρθε η ώρα να επενδύσουν πάλι στην αμυντική πολιτική τα όσα εξοικονόμησαν από την ειρήνη. Κανένας δεν θα μας παίρνει πια από το χέρι. Η Ευρώπη θα υποχρεωθεί να μάθει να περπατάει μόνη της».
Η εφημερίδα της Κολωνίας «Kölner Stadtanzeiger» τέλος προχωρά ακόμη ένα βήμα και σκιαγραφεί τον ρόλο της Γερμανίας στο μέλλον ως απότοκο των αλλαγών της πολιτικής στην Ουάσινγκτον: «Από διεθνή σκοπιά σε περιόδους πολιτικής αβεβαιότητας η Γερμανία μοιάζει με νήσο σταθερότητας και η καγκελάριός της σαν εγγυητής της αξιοπιστίας, της σοβαρότητας και των δημοκρατικών αξιών».
«Τώρα που φαίνεται πως οι ΗΠΑ δεν θα είναι πια η υπολογίσιμη ηγέτιδα δύναμη, η Γερμανία θα έρθει αντιμέτωπη με την προσδοκία να αναλάβει αυτή ενεργότερο ρόλο, εν ανάγκη και χωρίς τη συναίνεση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Τότε όμως η Άνγκελα Μέρκελ θα πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες τι σημαίνει στην πράξη μεγαλύτερη ευθύνη. Πιθανόν σημαίνει μεταξύ άλλων περισσότερες εξοπλιστικές δαπάνες και τακτικότερες αποστολές Γερμανών στρατιωτών σε εστίες κρίσης. Με δυο λόγια: καθόλου ελκυστικές προοπτικές εν όψει των εκλογών».
Έκκληση Σόιμπλε μέσω «Bild» να μη βρει πρόσφορο έδαφος ο λαϊκισμός
Στον απόηχο των αμερικανικών εκλογών και περίπου έναν χρόνο πριν από τις γερμανικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2016, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με άρθρα του στην εφημερίδα «Bild» καλεί τους πολίτες σε εγρήγορση κατά του λαϊκισμού, αποφεύγοντας ωστόσο να «φωτογραφήσει» συγκεκριμένους πολιτικούς ή κόμματα.
Ο Β. Σόιμπλε σημειώνει ότι «ο δημαγωγικός λαϊκισμός δεν είναι πρόβλημα μόνο των ΗΠΑ. Και σε άλλες χώρες της Δύσης, η πολιτική αντιπαράθεση εμπνέει ανησυχία. Κυρίως στο διαδίκτυο είναι τελείως αδιάφορο αν ευσταθούν οι ισχυρισμοί. Αρκεί μόνο να είναι μεγάλη η αγανάκτηση».
Κατά την άποψη του Γερμανού υπουργού, η ενίσχυση του λαϊκισμού οφείλεται στο γεγονός ότι «οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ελίτ δεν έχουν πάντα την καλύτερη φήμη και ότι συχνά οι πολίτες δεν κατανοούν τους πολύπλοκους τρόπους λήψης αποφάσεων». Για τον λόγο αυτόν ο Β. Σόιμπλε υπογραμμίζει: «Μόνο αν είμαστε ανοιχτοί σε διαφορετικές απόψεις και πρόθυμοι να μεταπειστούμε, ο λαϊκισμός δεν θα βρει πρόσφορο έδαφος».
Πληροφορίες από Deutsche Welle | tagesschau.de, | Bild
Σύνταξη: Κ. Μπετινάκης
