Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανάγκασε σε υποταγή τον άλλοτε ζωηρό ελεύθερο Τύπο της χώρας του. Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση έχει φυλακίσει πολλούς δημοσιογράφους και το καθεστώς, καθώς και οι φιλικές σε αυτόν επιχειρήσεις έχουν καταλάβει ειδησεογραφικά πρακτορεία που κάποτε σκέφτονταν (και έγραφαν) ελεύθερα, δίνοντας τη δυνατότητα στον  Ερντογάν να κρατήσει ασφυκτικό έλεγχο σε όσα τυπώνονται και μεταδίδονται. Ένας νέος νόμος οδηγεί την Τουρκία ακόμη πιο βαθιά στο κενό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η νομοθεσία, που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο στις 13 Οκτωβρίου με την υποστήριξη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν και των συμμάχων του, έχει ξεκάθαρο σκοπό να φιμώσει τους επικριτές του πριν από τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, παρέχοντας στην κυβέρνηση νέα εργαλεία για την ποινικοποίηση της δημοσιογραφίας και της διαδικτυακής δραστηριότητας. Ο νόμος επιβάλλει κυρώσεις για τη διάδοση «παραπλανητικών πληροφοριών», ο ορισμός των οποίων παραμένει δυσοίωνα ασαφής, και προσθέτει ένα νέο άρθρο στον Τουρκικό Ποινικό Κώδικα: «Κάθε πρόσωπο που δημοσίως διαδίδει αναληθείς πληροφορίες σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και τη δημόσια υγεία της χώρας, με σκοπό μόνο τη δημιουργία ανησυχίας, φόβου ή πανικού στο κοινό, κατά τρόπο ικανό να διαταράξει τη δημόσια ειρήνη, καταδικάζεται σε φυλάκιση από ένα έως τρία χρόνια». Εάν ο δράστης «διαπράξει το αδίκημα αποκρύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα ή στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων μιας οργάνωσης», η ποινή αυξάνεται κατά το ήμισυ.

Η μετάδοση ψευδών ή λανθασμένων πληροφοριών είναι προκλήσεις για κάθε κράτος. Αλλά ο νέος νόμος της Τουρκίας είναι μια άδεια για να καταπνίγεται η ελεύθερη έκφραση. Θα δώσει στους εισαγγελείς μεγάλο περιθώριο να κατηγορήσουν τους νόμιμους δημοσιογράφους, καθώς και άλλους, ότι είχαν «πρόθεση» να δημιουργήσουν άγχος, φόβο ή πανικό – και να τους ρίξουν στη φυλακή. Η Επιτροπή της Βενετίας, το νομικό σώμα εμπειρογνωμόνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, σημείωσε σε γνώμη της, της  7ης Οκτωβρίου ότι η διατύπωση του νέου νόμου είναι «πολύ ευρεία». Διερωτάται επίσης αν «μια ανάρτηση στο Facebook στην οποία έχουν πρόσβαση μόνο οι φίλοι κάποιου χρήστη, ισοδυναμεί με «δημόσια διάδοση»; Ή μήπως ένα ανεπιθύμητο mail που αποστέλλεται σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου…»; Οι ειδικοί προειδοποίησαν ότι ο νόμος θα μπορούσε να έχει «ανατριχιαστικά αποτελέσματα».

Ορισμένοι ανεξάρτητοι δημοσιογράφοι στην Τουρκία έχουν επιβιώσει με διαδικτυακά ενημερωτικά δελτία, podcast και βίντεο, παρά τους υπάρχοντες περιορισμούς. Ο νέος νόμος «αυξάνει σημαντικά τον βαθμό» στον οποίο οι εταιρείες τεχνολογίας «μπορούν να θεωρηθούν ποινικά, διοικητικά και οικονομικά υπεύθυνες» και εισάγει αυστηρές κυρώσεις για μη συμμόρφωση σε εντολές αποκλεισμού ή αφαίρεσης  περιεχομένου, ή απαιτήσεις για δεδομένα από την κυβέρνηση, σύμφωνα με το Human Rights Watch και το Άρθρο 19, μια ομάδα που υπερασπίζεται την ελεύθερη έκφραση. 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο Μπουράκ Ερμπάι, ένας νομοθέτης της αντιπολίτευσης που αντιτάχθηκε στο νομοσχέδιο, δήλωσε: «Έχει κανείς μόνο μία ελευθερία – που είναι το τηλέφωνο στην τσέπη σου. Αν περάσει αυτός ο νόμος, μπορείς να σπάσεις το τηλέφωνο σου έτσι, δεν θα χρειαστεί να το χρησιμοποιήσεις». Ο ίδιος πήρε ένα σφυρί και έσπασε εντυπωσιακά ένα κινητό (του) σε μια πρόσφατη ομιλία στο κοινοβούλιο.

Ο ηγέτης του αντιπολιτευόμενου Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, Κεμάλ Κιλιντσάρογλου ο οποίος αντιτάχθηκε στην πρακτική του Ερντογάν να φυλακίζει όσους μιλούν εναντίον του, δήλωσε: «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δημοκρατία αν η χώρα βάζει τους δημοσιογράφους της στη φυλακή». «Κανείς δεν πρέπει να βρίσκεται στη φυλακή για αυτό που σκέφτεται».
Ούτε μπορεί να οικοδομήσει κανείς ένα ακμάζον κράτος φιμώνοντας τις πιο ειλικρινείς φωνές του. Ο νέος νόμος σηματοδοτεί ένα ακόμη βήμα προς τα πίσω για την Τουρκία.

Πηγή: The Washington Post
 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης