Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ διαβεβαίωσε σήμερα τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν πως είναι έτοιμος να «αναπτύξει» περαιτέρω τη διμερή συνεργασία του Πεκίνου και της Μόσχας, με την ευκαιρία ανταλλαγής συγχαρητηρίων για την 75η επέτειο από την αποκατάσταση διμερών διπλωματικών σχέσεων, σύμφωνα με κινεζικό κρατικό μέσο ενημέρωσης.
Ο Σι τόνισε στον Πούτιν πως η χώρα του είναι «έτοιμη» να συνεχίσει να «αναπτύσσει μόνιμα την πραγματιστική παγκόσμια συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών», ανέφερε το επίσημο πρακτορείο ειδήσεων Νέα Κίνα.
Μίλησε για «μόνιμη φιλία», «σχέσεις καλής γειτονίας», «πλήρη στρατηγικό συντονισμό» και «συνεργασία (αμοιβαία) επωφελή», που κατ’ αυτόν έχουν γίνει «τα πλέον ουσιώδη στοιχεία των διμερών σχέσεων της Κίνας και της Ρωσίας», σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Η Κίνα παρουσιάζεται ως ουδέτερος παράγοντας στον πόλεμο στον Ουκρανία και τονίζει πως δεν προμηθεύει με όπλα κανένα από τα αντίπαλα μέρη. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι κατηγορούν σχεδόν εξαρχής το Πεκίνο πως προσφέρει στη Μόσχα, που βρίσκεται στο στόχαστρο εκτενών δυτικών κυρώσεων, κρίσιμη οικονομική υποστήριξη στην πολεμική προσπάθειά της.
Το 2023, οι εμπορικές ανταλλαγές της Κίνας και της Ρωσίας κατέγραψαν νέο ρεκόρ.
Η Μόσχα και το Πεκίνο λένε πως εναντιώνονται στη «δυτική ηγεμονία», ιδίως αυτή που χαρακτηρίζουν προσπάθεια επιβολής της κυριαρχίας των ΗΠΑ στις διεθνείς υποθέσεις.
Ο πρόεδρος Σι εξήρε τις προσπάθειες των δύο κρατών τα τελευταία χρόνια για την ενίσχυση των σχέσεών τους παρά τις «μείζονες προκλήσεις» που «δεν έχουν προηγούμενο εδώ κι έναν αιώνα».
«Η αμοιβαία πολιτική εμπιστοσύνη μεταξύ των δυο πλευρών συνεχίζει να ενισχύεται, η συνεργασία (…) έχει φέρει αξιοσημείωτα αποτελέσματα», τόνισε ο κινέζος πρόεδρος.
Ο Σι Τζινπίνγκ αναμένεται να συμμετάσχει εντός του μήνα στη σύνοδο των BRICS στην Καζάν, στη δυτική Ρωσία, όπου προγραμματίζεται να έχει διμερή συνάντηση με τον ρώσο ομόλογό του. Στη συμμαχία, η οποία μετρούσε τέσσερα ιδρυτικά μέλη (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα) όταν δημιουργήθηκε το 2009, εντάχθηκε η Νότια Αφρική το 2010 προτού γίνει διεύρυνσή της φέτος με την εισδοχή αναδυόμενων οικονομιών, ιδίως της Αιγύπτου και του Ιράν.