Το μεγαλύτερο βήμα προόδου που έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες γύρω από την ψυχοθεραπεία δεν αφορά τόσο τις ίδιες τις θεραπευτικές προσεγγίσεις, όσο τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται η κοινωνία την ψυχική υγεία. Θυμάμαι, όταν ήμουν στο σχολείο, το να δεις έναν ψυχολόγο ή οποιονδήποτε σύμβουλο ψυχικής υγείας θεωρούνταν «ντροπή». Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κρύψουν ότι πάλευαν με άγχος, κατάθλιψη, φόβους ή κρίσεις πανικού. Δεν μιλούσαν, δεν ζητούσαν βοήθεια, έκαναν σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η σιωπή, όμως, δεν θεράπευε – έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Πόσο θα ήθελα τότε να ήταν η ψυχοθεραπεία κάτι τόσο φυσικό όσο ένα ραντεβού στον οδοντίατρο ή ένα κούρεμα∙ μια διαδικασία που δεν κρύβεται, αλλά αντιμετωπίζεται ως μέρος της φροντίδας του εαυτού μας. Όχι μόνο το να πηγαίνεις σε θεραπευτή, αλλά ακόμα και το να μιλάς ανοιχτά για την ψυχική σου κατάσταση, θεωρούνταν ταμπού. Θυμάμαι έντονα πόσο δύσκολο ήταν να παραδεχτώ ότι υπέφερα από το bullying στο σχολείο. Και όταν προσπαθούσα να το επικοινωνήσω σε κάποιους καθηγητές μου, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να νιώσουν αμήχανα – και φυσικά να μην κάνουν τίποτα. Για ένα παιδί 16 ετών, όμως, το να μιλήσει ανοιχτά για τον πόνο του και να ζητά υποστήριξη είναι ζήτημα ζωής. Και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν έβρισκα τότε λίγη κατανόηση.
Σήμερα, ευτυχώς, η εικόνα αλλάζει – έστω και λίγο. Σήμερα, οι συζητήσεις γύρω από την ψυχική υγεία είναι πολύ πιο ανοιχτές, πολύ πιο κανονικοποιημένες, ιδιαίτερα από τις νεότερες γενιές. Σήμερα, χάρη και στις καμπάνιες ενημέρωσης, ένα παιδί μπορεί πιο εύκολα να αναζητήσει βοήθεια και να βρει υποστήριξη σε σχολικούς ψυχολόγους, συμβούλους ή γραμμές βοήθειας. Ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της αλλαγής οφείλεται και στο ότι πολλές γνωστές προσωπικότητες (αθλητές, καλλιτέχνες, ηθοποιοί) τοποθετήθηκαν δημόσια για το πώς η θεραπεία τους βοήθησε, ανοίγοντας τον δρόμο για όλους τους υπόλοιπους.
Στην πραγματικότητα, πολλές φορές το πιο θεραπευτικό στοιχείο είναι απλώς η δυνατότητα να μιλήσεις. Έρευνες δείχνουν ότι η ανοιχτή επικοινωνία γύρω από την ψυχική υγεία μπορεί να λειτουργήσει προστατευτικά απέναντι και στις πιο ακραίες καταστάσεις, όπως η αυτοκτονικότητα. Η ίδια η σύνδεση, το μοίρασμα, είναι μια βαθιά πράξη ίασης. Το να μπορεί κανείς να μοιραστεί το άγχος ή τον πόνο του, να νιώσει ότι δεν είναι μόνος, είναι ήδη μια θεραπευτική διαδικασία. Και αυτή η συζήτηση μπορεί να γίνει όχι μόνο με έναν ειδικό ψυχικής υγείας, αλλά και με έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης ή, για όσους έχουν θρησκευτικές αναφορές, έναν πνευματικό που τους ταιριάζει.
Παρά την πρόοδο, δεν μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα είναι ενιαία παντού. Υπάρχουν ακόμα οικογένειες (και κοινωνίες) που δυσκολεύονται να μιλήσουν ανοιχτά για την ψυχική υγεία. Όμως, όσο πιο πολύ ανοίγουμε τη συζήτηση, τόσο πιο κοντά ερχόμαστε σε έναν κόσμο όπου το να ζητήσεις βοήθεια θεωρείται φυσιολογικό και υγιές.
Αν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε τον κόσμο, ίσως πρέπει να ξεκινήσουμε αλλάζοντας τον τρόπο που συζητάμε μέσα στις οικογένειες και στις κοινότητές μας. Να κάνουμε την ψυχική υγεία μέρος της καθημερινής μας συζήτησης. Γιατί κάθε φορά που κάποιος μιλάει ανοιχτά για την ψυχική του κατάσταση, όπως θα μιλούσε για τα αποτελέσματα μιας ιατρικής εξέτασης, σπάει λίγο ακόμα το ταμπού και ανοίγει τον δρόμο για περισσότερη κατανόηση, αποδοχή και υγεία για όλους μας. Η ψυχική υγεία είναι υπόθεση όλων μας. Και όσο περισσότερο τη σεβόμαστε και τη φροντίζουμε, τόσο πιο υγιείς και πιο ανθρώπινες γίνονται οι κοινωνίες μας.
Ιουλία Καζάνα-McCarthy
Δρ. Κοινωνιολογίας (University of Surrey, UK)
MSc Psychology (c.) (Brunel University of London)
Πιστοποιημένη Life Coach (International Coaching Federation, ICF)
Solution Focused Θεραπεύτρια (BRIEF)
