Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μου, είτε ως αρθρογράφου είτε ως θεραπεύτριας, αφορά το να ανοίγω διάλογο γύρω από την ψυχική υγεία και να μιλάω για τα πράγματα που πραγματικά έχουν σημασία. Η ικανότητα να συζητάμε ανοιχτά για όσα μας επηρεάζουν ψυχικά, για τις δυσκολίες, τον φόβο, τον πόνο και τις προκλήσεις, είναι κρίσιμη, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε, να προστατεύσουμε και να ενισχύσουμε την ψυχική μας ισορροπία. Και ο μόνος τρόπος για να κανονικοποιήσουμε την ψυχική υγεία είναι να μιλάμε για αυτήν, ακόμα κι όταν το θέμα είναι άβολο, σπάνιο ή κοινωνικά μη δημοφιλές. Και πολύ δυστυχώς, συχνά τρέχουμε μακριά από αυτά τα ζητήματα, τα αγνοούμε ή τα αποφεύγουμε.

Η κοινωνία μας προσφέρει άφθονες ευκαιρίες να παρατηρήσουμε πώς η ψυχική υγεία επηρεάζει τόσο τη δική μας συμπεριφορά, όσο και των άλλων. Σκέψου την περίπτωση του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι, δύο χρόνια μετά τη φρικτή απώλεια του παιδιού του στα Τέμπη. Ο άνθρωπος αυτός έχει χάσει τα πάντα. Η πράξη του ήταν γεμάτη πόνο, θάρρος και βαθιά ανάγκη για διαμαρτυρία. Προσωπικά, δεν γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που θα υπέβαλλαν τον εαυτό τους στο μαρτύριο της εθελοντικής πείνας, της απόλυτης λιμοκτονίας, αν δεν είχαν κάποιον πολύ σοβαρό λόγο για αυτό. Αρκετοί άνθρωποι στην Ελλάδα αντέδρασαν με μία άνευ προηγουμένου ρητορική μίσους, αμφισβητώντας ακόμα και το γεγονός ότι πραγματικά έκανε απεργία πείνας. Αντί να σταθούν στην ανθρώπινη τραγωδία, επέλεξαν να σταθούν σε μικροπολιτικές που δεν θα έπρεπε να αφορούν τους πολίτες μιας χώρας που λίγο ή πολύ δοκιμάζονται από τις ίδιες δυσκολίες, και θα μπορούσαν να ζήσουν τις ίδιες συμφορές. Αντ’αυτού, εκτόξευσαν κατηγορίες, επιδεικνύοντας προβλήματα αντίληψης των συναισθημάτων τους. Αυτό είναι ένα ζωντανό παράδειγμα του πώς η ψυχική μας κατάσταση μπορεί να εκφραστεί ως προκατάληψη ή επιθετικότητα απέναντι σε άλλους ανθρώπους, ως απόδειξη ότι η ψυχική ισορροπία τους εκείνη τη στιγμή ήταν όντως διαταραγμένη. Και για να είμαι ξεκάθαρη, πιστεύω απόλυτα ότι η ψυχική υγεία τέτοιων ανθρώπων είναι διαταραγμένη.

Το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς μπορούμε να παρατηρούμε τέτοιες συμπεριφορές, τέτοια φαινόμενα και να μην τα αφήνουμε να μας διαβρώνουν. Το πρώτο βήμα είναι η αυτοπαρατήρηση: να παρατηρούμε τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις και τις σκέψεις μας όταν εκτίθενται γύρω μας τέτοια γεγονότα, είτε στο διαδίκτυο είτε στην καθημερινή ζωή. Αν νιώθουμε θυμό, οργή ή αμηχανία, να αναγνωρίζουμε ότι αυτά τα συναισθήματα αντανακλούν την ψυχική μας κατάσταση εκείνη τη χρονική στιγμή. Όταν καταλαβαίνουμε ότι κάτι μας ενοχλεί ή μας φθείρει, μπορούμε να επιλέξουμε να αντιδράσουμε συνειδητά, με ενσυναίσθηση και αυτοέλεγχο, αντί να αφήσουμε το ένστικτο να μας καθοδηγήσει και στην ουσία να μας κάνει ό,τι θέλει.

Παράλληλα, όταν παρατηρούμε ανθρώπους που νοιαζόμαστε να συμπεριφέρονται με επιθετικότητα και μίσος, έχουμε την ευθύνη να τους επισημάνουμε τη συμπεριφορά τους. Είναι δύσκολο και άβολο, ίσως ακόμα και επικίνδυνο κοινωνικά, αλλά είναι απαραίτητο για την κανονικοποίηση ενός υγιούς διαλόγου γύρω από την ψυχική υγεία. Ο τρόπος που αντιδρούμε, για παράδειγμα, στα αιτήματα ενός απεργού πείνας που έχει χάσει ό,τι πολυτιμότερο του χάρισε ο Θεός, αντανακλά την ψυχική μας κατάσταση.

Η ψυχική υγεία δεν αφορά μόνο την προσωπική μας ισορροπία ή την αποφυγή προσωπικών κρίσεων. Αφορά και το το πώς συμμετέχουμε ενεργά στον κόσμο, πώς ζούμε στον κόσμο, πώς επηρεάζουμε τους γύρω μας και πώς διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας σε πραγματικό χρόνο. Η ανοιχτή, ειλικρινής συζήτηση για τα δύσκολα ζητήματα είναι το πρώτο βήμα για να ζούμε με ακεραιότητα, ενσυναίσθηση και υπευθυνότητα σε μια κοινωνία. Όσο περισσότερο μπορούμε να παρατηρούμε τον εαυτό μας και τους άλλους με κατανόηση, τόσο πιο δυνατοί, σταθεροί και συνειδητοί γινόμαστε, προστατεύοντας όχι μόνο τη δική μας ψυχική υγεία αλλά και την κοινωνία ολόκληρη.

Μόνο μέσα από την παρατήρηση, την ανοιχτή συζήτηση και την αναγνώριση της ανθρώπινης ευαλωτότητας μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον όπου η ψυχική υγεία είναι κανονικοποιημένη, κατανοητή και σεβαστή. Και αυτό δεν είναι μόνο προσωπική νίκη· είναι και συλλογική, γιατί η υγεία μας επηρεάζει και τον τρόπο που ζούμε μαζί με τους άλλους, σε κάθε διάλογο, κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση, και κάθε πράξη.

 

Ιουλία Καζάνα-McCarthy

Δρ. Κοινωνιολογίας (UniversityofSurrey, UK)

MSc Psychology (c.) (Brunel University of London)

Πιστοποιημένη Life Coach (International Coaching Federation, ICF)

SolutionFocusedΘεραπεύτρια (BRIEF)