Κατατέθηκε στη Βουλή το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2024, το οποίο προβλέπει ανάπτυξη 3%, εναρμονισμένο πληθωρισμό 4%, αύξηση επενδύσεων 12,1% και μείωση της ανεργίας σε 10,6%. Ενώ, το πρωτογενές πλεόνασμα θα ανέλθει σε 2,1% του ΑΕΠ.

Παράλληλα, περιλαμβάνονται τα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος, όπως η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η άρση του παγώματος των τριετιών στους μισθωτούς, η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και η εκ νέου αύξηση των συντάξεων. Επιπλέον, ενισχύεται ο τομέας της υγείας με αύξηση της επιχορήγησης των νοσοκομείων κατά περίπου 15%.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ειδικότερα, στην επιστολή τους προς τους βουλευτές- μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης και ο υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς, επισημαίνουν τα εξής:

«Ο προϋπολογισμός του 2024 είναι ο πρώτος μετά από δεκατρία έτη που καταρτίζεται με το αξιόχρεο της χώρας να έχει ανακτήσει την επενδυτική του βαθμίδα. Ένα επίτευγμα που οφείλεται πρωτίστως στη σκληρή προσπάθεια και στις θυσίες της ελληνικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με τη συνετή και αποτελεσματική δημοσιονομική πολιτική των τελευταίων ετών, την επιτυχή αντιμετώπιση αλλεπάλληλων εξωγενών κρίσεων και την πολιτική σταθερότητα που έχει επιτύχει η χώρα.

Ωστόσο, ο προϋπολογισμός του 2024 καταρτίζεται λίγες ημέρες μετά από διαδοχικές φυσικές καταστροφές που έπληξαν τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο 2023 την επικράτεια, γεγονός που αναδεικνύει ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι εδώ και απαιτείται αντιμετώπισή τους σε μόνιμη βάση.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Για αυτόν τον σκοπό, αποτελεί προτεραιότητα η θωράκιση της χώρας απέναντι σε ακραία φυσικά φαινόμενα μέσω της δημιουργίας πιο ανθεκτικών υποδομών, της ενίσχυσης της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης. Σε δημοσιονομικό επίπεδο είναι προφανές ότι απαιτείται πρόβλεψη σχετικών κονδυλίων κατ’ έτος στον προϋπολογισμό, ενίσχυση της ασφάλισης, καθώς και ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της κρατικής αρωγής.

Παράλληλα, η διεθνής οικονομία παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι σε χώρες της Ευρώπης αυξάνονται, ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται, συνεχίζει να παραμένει υψηλός διεθνώς, ειδικά σε βασικά είδη διατροφής, ενώ η περιοριστική νομισματική πολιτική επιδρά αρνητικά στην πιστωτική επέκταση.

Σε αυτό το δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική. Ο ρυθμός ανάπτυξης παραμένει στους στόχους που έχουν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 και αναμένεται να ανέλθει σε 2,3% το 2023 και 3% το 2024. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί από 208 δισ. ευρώ το 2022 σε 224 δισ. ευρώ το 2023 και 235 δισ. ευρώ το 2024.

Παράλληλα, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αναμένεται να κυμανθεί σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα και να διαμορφωθεί σε 4% έναντι 4,5% που προβλεπόταν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για το 2023 και να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,4% για το 2024.

Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 8,3% κατά το τρέχον έτος και ακόμη περισσότερο κατά 12,1% το 2024, ενώ η ανεργία αναμένεται να μειωθεί από 11,2% το 2023 σε 10,6% το 2024.

Ο προϋπολογισμός του 2024 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας που είναι θεμέλιο για κάθε προσπάθεια, με τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται, καθώς και με το βασικό πρόταγμα της κοινωνίας, μετά την πληθωριστική κρίση, την αύξηση δηλαδή του διαθέσιμου εισοδήματος και των μισθών.

Στον προϋπολογισμό του 2023 έγινε κατορθωτό να υπάρχει σημαντική αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 9,1% σε σχέση με το 2022 χωρίς να αυξηθούν οι φόροι, εξέλιξη που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας παρουσιάζει αύξηση 7,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2023 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2022. Η αύξηση των μισθών, χωρίς να θίγεται η ανταγωνιστικότητα, ενίσχυσε τα έσοδα του προϋπολογισμού, συμβάλλοντας στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.

Για αυτόν τον σκοπό, στον προϋπολογισμό έχουν συμπεριληφθεί όλα τα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί προεκλογικά προς εφαρμογή το 2023 και όλα τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Καταλυτικά προς την κατεύθυνση της αύξησης του εισοδήματος αναμένεται να δράσουν πολιτικές, όπως η αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, η άρση του παγώματος των τριετιών στους μισθωτούς, η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, η αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η εκ νέου αύξηση των συντάξεων, αλλά και επενδυτικοί πόροι ύψους 12,1 δισ. ευρώ μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (8,5 δισ. ευρώ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (3,6 δισ. ευρώ), που αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία εντός του 2024. Επιπλέον, ενισχύεται ο τομέας της υγείας με αύξηση της επιχορήγησης των νοσοκομείων κατά περίπου 15%.

Παράλληλα, προτεραιοποιούνται οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα με σειρά μέτρων που έχουν ανακοινωθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Μετά την ήδη σημαντική μείωση του κενού ΦΠΑ τα προηγούμενα έτη μέσω της ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, στόχος είναι να μειωθεί περαιτέρω στο μέσο επίπεδο των χωρών της ΕΕ έως το 2026, που σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες μετρήσεις ανέρχεται σε περίπου 9%.

Όλα τα ανωτέρω πραγματοποιούνται χωρίς να αποκλίνει η χώρα από τους δημοσιονομικούς της στόχους. Παρά τις διαδοχικές κρίσεις το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2022 διαμορφώθηκε σε οριακό πλεόνασμα ύψους 0,1% του ΑΕΠ. Στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023 το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2023 είχε προβλεφθεί σε ύψος 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023 το πρωτογενές αποτέλεσμα είχε εκτιμηθεί σε πλεόνασμα ύψους 1,1% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.560 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ, πλησίον των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας.

Το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται πλησίον των προβλέψεων της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού 2023, λόγω της αύξησης των τόκων Γενικής Κυβέρνησης και διαμορφώνεται σε συνολικό έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ, έναντι 2% που ήταν η πρόβλεψη του προϋπολογισμού 2023.

Αντίστοιχα, το πρωτογενές αποτέλεσμα για το έτος 2024 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,1% του ΑΕΠ σύμφωνα με τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας. Το γεγονός ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα των ετών 2023 και 2024 παραμένει εντός των εκτιμήσεων που είχαν αποτυπωθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, ενισχύει την αξιοπιστία του αξιόχρεου της χώρας ενόψει των επικείμενων αξιολογήσεων.

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να αποκλιμακωθεί εντυπωσιακά από 171,4% του ΑΕΠ το 2022 σε 159,3% το 2023 και σε 152,2% το 2024.

Τα ανωτέρω αποδεικνύουν ότι η χώρα έχει εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο μείωσης του χρέους και οικονομικής ανάπτυξης. Ασφαλώς η οικονομική δραστηριότητα εξαρτάται από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και τις ενδεχόμενες εξωγενείς κρίσεις.

Η οικονομική σταθερότητα και πρόοδος διασφαλίζονται μόνο εάν τηρηθούν απαρέγκλιτα οι τιθέμενοι δημοσιονομικοί στόχοι, διοχετεύοντας παράλληλα τους πεπερασμένους δημοσιονομικούς πόρους στοχευμένα, με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα».

Προβλέπεται μείωση της δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,3% και αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά 12,1%

Το 2022 o ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας διαμορφώθηκε στο 5,9% σε ετήσια βάση. Παρά την ενεργειακή κρίση και τις συναφείς πληθωριστικές πιέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης, η σημαντική επενδυτική δραστηριότητα και η ώθηση που προήλθε από την ανάκαμψη του τουρισμού κατά τη θερινή περίοδο συνέβαλαν στην ισχυρή αυτή επίδοση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2023, εμφάνισε σαφώς καλύτερη δυναμική, σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η υψηλή αυτή απόδοση (2,7%) κατέταξε την Ελλάδα στη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, ακολουθώντας τη Μάλτα (3,9%), και σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (0,5%).

Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2023 εκτιμάται σε 2,3%. Σε αυτήν την εξέλιξη συμβάλλει τόσο η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 2,5% σε σταθερές τιμές, όσο και η αύξηση των επενδύσεων κατά 8,3%, αλλά και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που αναμένεται να αυξηθούν κατά 2,7% σε σταθερές τιμές και με υψηλότερο ρυθμό σε σχέση με τις εισαγωγές (2,2%).

Η αγορά εργασίας συνεχίζει να εξελίσσεται ικανοποιητικά και τους πρώτους μήνες του 2023, με τη συνολική απασχόληση να αυξάνεται κατά 1,7% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του έτους 2022. Σύμφωνα με το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, την περίοδο Ιανουαρίου- Ιουλίου 2023 δημιουργήθηκαν 296.624 νέες θέσεις εργασίας έναντι 270.191 το 2022, γεγονός που αποτελεί την υψηλότερη επίδοση από το 2001. Η αύξηση των προσλήψεων πραγματοποιήθηκε παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού, υποδηλώνοντας ότι οι αυξήσεις συνοδεύονται και από αύξηση των αμοιβών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αναμένεται να αυξηθούν το 2023 σε ετήσια βάση κατά 6,5% έναντι 5,4% που αυξήθηκαν το 2022. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, το σύνολο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας παρουσιάζει αύξηση 7,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2023 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2022.

Το ποσοστό ανεργίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 ανήλθε σε 11,2%, υποχωρώντας τόσο σε σχέση με το ποσοστό 11,8% του 1ου τριμήνου όσο και με το ποσοστό 12,4% του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω ποσοστό 11,2% συνιστά το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας από το 4ο τρίμηνο του 2009. Σε αυτό το αποτέλεσμα συνέβαλαν τα μέτρα πολιτικής που εφαρμόστηκαν τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την πανδημία, τα οποία είχαν ως στόχο τη θωράκιση των θέσεων εργασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πολιτικών περιλαμβάνουν τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους μέσω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, τις αναστολές εργαζομένων με αποζημίωση ειδικού σκοπού κατά τη διάρκεια της πανδημίας, «το πρώτο ένσημο» και την επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για μετατροπή θέσεων από μερικής σε πλήρους απασχόλησης.

Η μεταβολή του εναρμονισμένου πληθωρισμού στην Ελλάδα την περίοδο Ιανουαρίου- Αυγούστου 2023 υποχώρησε σε 4,7%, από 9,2% την αντίστοιχη περίοδο 2022. Ο μέσος όρος μεταβολής του στην ευρωζώνη ανήλθε στο 6,7%, από 7,6% ένα έτος πριν. Η ανωτέρω μεταβολή του εναρμονισμένου πληθωρισμού στην Ελλάδα στο χρονικό κατατάσσει τη χώρα στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης ως προς τον ρυθμό μεταβολής.

Η μεταβολή του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, συνυπολογίζοντας τα απολογιστικά στοιχεία του σχετικού δείκτη κατά την περίοδο Ιανουαρίου- Αυγούστου 2023, εκτιμάται σε 4% για το σύνολο του τρέχοντος έτους έναντι ετήσιας πρόβλεψης 4,5% του Προγράμματος Σταθερότητας που καταρτίστηκε τον Απρίλιο 2023. Ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του Εθνικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή εκτιμάται ελαφρώς μικρότερος και ίσος με 3,8%.

Όσον αφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, βάσει των στοιχείων της Τραπέζης της Ελλάδος, σε τρέχουσες τιμές, το 2022 επιδεινώθηκε καταγράφοντας έλλειμμα ύψους 9,7% του ΑΕΠ, ενώ στους επτά μήνες του 2023 παρουσιάζει βελτίωση, περιορίζοντας το έλλειμμα κατά 3,6 δισ. ευρώ έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2022.

Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, κομβικής σημασίας επίτευγμα για την ελληνική οικονομία είναι η αναβάθμιση του αξιόχρεού της στην επενδυτική βαθμίδα κατά τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης R&I, Scope Ratings και DBRS Morningstar καθώς επίσης και η διπλή αναβάθμιση, ένα μόλις επίπεδο πριν την επενδυτική βαθμίδα, από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, σε συνέχεια της ενίσχυσης του κύρους και της αξιοπιστίας της χώρας, με τις δώδεκα διαδοχικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, παρά τις αλλεπάλληλες εξωγενείς κρίσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Η παγκόσμια ανάκαμψη που ενισχύθηκε μετά την πανδημία του Covid-19 εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων, γεωπολιτικής αβεβαιότητας και ασυμμετριών μεταξύ των οικονομιών, ενώ η αυστηρή νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών με στόχο τη συγκράτηση του πληθωρισμού οδήγησε σε αύξηση του κόστους δανεισμού περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα διεθνώς.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις θερινές οικονομικές προβλέψεις της, αναθεωρεί προς τα κάτω την ανάπτυξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, σε σχέση με τις εαρινές προβλέψεις της και εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης για μεν την ΕΕ από 3,4% το 2022 στο 0,8% το 2023 και στο 1,4% το 2024, για δε την ευρωζώνη από 3,3% το 2022 σε επίσης 0,8% το 2023 και σε 1,3% το 2024. Σύμφωνα με τις θερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει και να διαμορφωθεί στο 6,5% για την ΕΕ και στο 5,6% για την ευρωζώνη το 2023, πριν υποχωρήσει περαιτέρω στο 3,2% και στο 2,9% αντίστοιχα το 2024.

Εν μέσω βαθμιαίας ομαλοποίησης των διεθνών συνθηκών οικονομικής αβεβαιότητας, το 2024 η ελληνική οικονομία αναμένεται να συνεχίσει την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης που ξεπερνούν σημαντικά τον μέσο όρο της ΕΕ. Συγκεκριμένα, το επίπεδο πραγματικού ΑΕΠ του 2024 προβλέπεται να ανέλθει στο μεγαλύτερο ύψος της περιόδου μετά το 2010, σημειώνοντας αύξηση 3% έναντι του 2023. Η επίδοση αυτή αποτελεί μέρος μίας ανοδικής τάσης που διαμόρφωσε η ταχεία ανάκαμψη από το πλήγμα της πανδημίας που ξεκίνησε το 2021 και εν συνεχεία, η περαιτέρω άνοδος του όγκου οικονομικής δραστηριότητας με σημαντική αύξηση των επενδύσεων, ακόμα και υπό τον δυσμενή πληθωριστικό παράγοντα της ενεργειακής κρίσης. Σε ονομαστικούς όρους, το ελληνικό ΑΕΠ το 2024 αναμένεται να ξεπεράσει κατά 4,1% το μέσο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας πριν την είσοδο της Ελλάδας στο πρώτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής.

Παρά τη διατήρηση των τιμών σε υψηλό επίπεδο έναντι της περιόδου πριν την ενεργειακή κρίση, οι ανοδικές πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να εξομαλυνθούν περαιτέρω κατά τη διάρκεια του 2024, στο 2,4% κατά μέσο όρο, συγκλίνοντας σημαντικά στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ για πληθωρισμό 2%.

Η συνεχιζόμενη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αναμένεται να διαμορφώσει την ανεργία στο χαμηλότερο ποσοστό επί του εργατικού δυναμικού από το 2009, σε 10,6% βάσει της μεθοδολογίας της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού και σε 9% βάσει εθνικών λογαριασμών. Ο αριθμός των ανέργων αναμένεται να πέσει σε επίπεδα προ της οικονομικής προσαρμογής.

Ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας προβλέπεται να έχει θετική επίδραση στην πραγματική ανάπτυξη το 2024 κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες, με σημαντική ωστόσο αύξηση των εισαγωγών αγαθών (5,2% σε ετήσια βάση). Ωστόσο, το πραγματικό ισοζύγιο υπηρεσιών προβλέπεται να έχει θετική επίδραση στο ΑΕΠ ύψους 1,2 ποσοστιαίων μονάδων, η οποία αντισταθμίζει πλήρως την εξέλιξη στο ισοζύγιο αγαθών, κυρίως χάρη στην εκτιμώμενη αύξηση των καθαρών ονομαστικών εισπράξεων από τον εξωτερικό τουρισμό. Σε εθνικολογιστικούς όρους, το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να βελτιωθεί, υποχωρώντας ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 4,2%, από 4,5% το 2023.

Σημαντική παράμετρος για την επίτευξη των ανωτέρω μακροοικονομικών στόχων είναι η γρήγορη αποκατάσταση της παραγωγικής δραστηριότητας, με έμφαση στην αγροτική παραγωγή, αλλά και των υποδομών, των περιοχών που επλήγησαν από τις πρόσφατες πλημμύρες. Για αυτόν τον σκοπό έχουν προβλεφθεί οι απαραίτητοι δημοσιονομικοί πόροι, χρησιμοποιώντας παράλληλα κατά το βέλτιστο βαθμό τις διαθέσιμες ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης.

Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή δεν αποτελεί ένα παροδικό φαινόμενο. Για αυτόν τον σκοπό η κυβέρνηση λαμβάνει επιπρόσθετα μέτρα και πραγματοποιεί σημαντικές επενδύσεις, μέσω εθνικών και συγχρηματοδοτούμενων πόρων, σε τέσσερα επίπεδα: (α) στην κλιματική μετάβαση και απανθρακοποίηση, (β) στην ανάπτυξη υποδομών ανθεκτικών σε επιδεινούμενα καιρικά φαινόμενα, (γ) στη σημαντική ενίσχυση της πολιτικής προστασίας και της πρόληψης και (δ) στη θωράκιση της εθνικής οικονομίας από τις συνέπειες φυσικών καταστροφών, μέσω της πρόβλεψης σχετικών μόνιμων κονδυλίων στον προϋπολογισμό, την ενίσχυση της ασφάλισης καθώς και της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας της κρατικής αρωγής.

ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης του 2023, με βάση τη μεθοδολογία ESA, είχε προβλεφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2023 ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 1.668 εκατ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ, ενώ στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2023, το πρωτογενές αποτέλεσμα είχε εκτιμηθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.544 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 2.560 εκατ. ευρώ ή 1,1% του ΑΕΠ, πλησίον των προβλέψεων του Προγράμματος Σταθερότητας.

Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 2023 παρατηρείται αύξηση τόσο των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού (κατά 3 δισ. ευρώ) όσο και των δαπανών (κατά 2,8 δισ. ευρώ). Το συνολικό ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται πλησίον των προβλέψεων της εισηγητικής έκθεσης του προϋπολογισμού, λόγω της αύξησης των ενοποιημένων τόκων Γενικής Κυβέρνησης και διαμορφώνεται σε συνολικό έλλειμμα 2,1% του ΑΕΠ έναντι 2% που ήταν η πρόβλεψη του προϋπολογισμού 2023.

Η αύξηση των εσόδων οφείλεται: α) στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, λόγω της επαναφοράς της στην κανονικότητα μετά τις επιπτώσεις της πανδημίας Covid-19 και των κυβερνητικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, β) στη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων, οι οποίες κατά το επτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019, γ) στην αύξηση των μισθών και συντάξεων, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος), δ) στην εκτεταμένη χρήση πιστωτικών καρτών και στην αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών εν γένει και ε) στις πληθωριστικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, που επιδρούν και στη χώρα μας, αν και σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 72,710 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 2,765 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο του προϋπολογισμού. Η αύξηση αυτή, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης και της συνεπακόλουθης ανόδου των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών καθώς και στις αυξημένες δαπάνες για την υγεία και τις εκλογικές διαδικασίες (διενέργεια δεύτερων βουλευτικών εκλογών). Επίσης, οφείλεται και στις επείγουσες και έκτακτες ανάγκες, οι οποίες προέκυψαν λόγω των καταστροφικών πυρκαγιών, που εκδηλώθηκαν σε αρκετές περιοχές της χώρας και ιδίως στις περιοχές Έβρου και Ρόδου καθώς και λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων που έπληξαν ιδίως την Περιφέρεια Θεσσαλίας τον μήνα Σεπτέμβριο 2023. Η διάθεση των απαραίτητων επιπλέον κονδυλίων υλοποιήθηκε με την ψήφιση δύο συμπληρωματικών προϋπολογισμών, ύψους 700 εκατ. ευρώ και 600 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις για το 2024, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 5,048 δισ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ. Σημειώνεται ότι το έτος 2024 χαρακτηρίζεται από την άρση της ενεργοποίησης της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης