Αν και δεν πρόκειται για την αναβίωση μιας ξεκάθαρης τάσης, το δολάριο ξεκίνησε την εβδομάδα με άνοδο, η οποία είχε τις βάσεις της στην «απαλή» προσέγγιση των αξιωματούχων της G20 ως προς την υποτίμηση των νομισμάτων τους.

Αν δούμε την απόδοση του δολαρίου τη Δευτέρα, ήταν σχεδόν αμετάβλητο έναντι των πιο ευμετάβλητων νομισμάτων. Η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου υποχώρησε ελαφρώς προς όφελος του δολαρίου, ενώ το υψηλότερης απόδοσης δολάριο Αυστραλίας ενισχύθηκε ελάχιστα έναντι του αμερικανικού νομίσματος. Πραγματική πρόοδος στο δολάριο επισημάνθηκε σε σχέση με τη στερλίνα, το δολάριο Καναδά και ακόμα περισσότερο σε σύγκριση με το γιεν.

Τις προηγούμενες εβδομάδες είδαμε σχετικές προσπάθειες στήριξης της οικονομίας ως τους κυριότερους θεμελιώδεις καταλύτες, καθώς οι τάσεις ρίσκου έχασαν την επιρροή τους στις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Η προσοχή της αγοράς επικεντρώθηκε στη συνεδρίαση της G20 το περασμένο Σαββατοκύριακο αναφορικά με τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων ως ένα μέσο τεχνητής διόγκωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Μετά τη διήμερη συνεδρίαση, οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεσμεύτηκαν να μην στοχοποιήσουν συγκεκριμένες ισοτιμίες σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν τις οικονομίες.

Αυτό το συμπέρασμα λειτουργεί τόσο θετικά όσο και αρνητικά για το δολάριο. Αν η G20 αποφάσιζε να υπογραμμίσει τη χειραγώγηση και να εξηγήσει τι πιστεύει ότι αποτελεί ένδειξη μιας τέτοιας κίνησης, η εκπληκτική αύξηση του ισολογισμού της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) κατά άνω του 200% τα τελευταία πέντε χρόνια θα μπορούσε να έχει τύχει σκληρής αξιολόγησης. Πρόκειται για σιωπηρή έγκριση από τη Fed να συνεχίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας 85 δισ. δολαρίων ανά μήνα.

Ωστόσο, επιτρέπει και στις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζας να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική τους.

Χωρίς αμφιβολία, η πιο ενεργός κεντρική τράπεζα ως προς τη στήριξη της οικονομίας είναι η αμερικανική κεντρική τράπεζα. Από την άλλη πλευρά, οι προσπάθειες στήριξής της έχουν αποτιμηθεί πλήρως από τις αγορές. Εναλλακτικά, ο ρυθμός και ο όγκος των ιαπωνικών προσπαθειών δεν είναι γνωστός. Το ίδιο συμβαίνει για τη Βρετανία και τον Καναδά.

Αξιοσημείωτο στην ανακοίνωση της G20 είναι ότι τα ρίσκα της ανάπτυξης παραμένουν εμφανώς καθοδικά, ακόμα και αν έχει περιοριστεί το ρίσκο της απότομης διόρθωσης. Η Ομάδα επεσήμανε ότι ΗΠΑ και Ιαπωνία θα πρέπει να επιλύσουν τις δημοσιονομικές αβεβαιότητες. Αυτό αποτελεί αντιφατική ένδειξη.

Επιμέλεια: Άννα Μορφούλη