Έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου, ο μεγάλος Έλληνας σύγχρονος γλύπτης, Μάριος Γαρυφαλάκης. Σε λίγες μέρες θα έκλεινε τα 75 του χρόνια. Τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Mount Sinai στην Αστόρια, Καταλείπει μία κόρη και έναν αδελφό που ζει στην Ελλάδα. Η σωρός του εκτεθηκε σε προσκύνημα στο νεκροπομπείο Αντωνόπουλου (38-08 Ditmars Blvd, Astoria, NY 11105), το απόγευμα της Τρίτης 22 Σεπτεμβρίου.
Τα νεανικά του χρόνια εργάστηκε στην Ελλάδα, ενώ από το 1963 μέχρι το 1974 εργάστηκε στην Κύπρο. Στην Αμερική πήγε με την οικογένειά του το 1975. Έργα του έχουν βραβευθεί σε εκθέσεις στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ευρώπη και την Αμερική, ενώ πέραν της γλυπτικής ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική.
Ο Μάριος Γαρυφαλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα από εύπορη οικογένεια, στις 14 Οκτωβρίου 1934. Ο πατέρας του Σπύρος Γαρυφαλάκης ήταν κομματάρχης του Βενιζέλου, ιδιοκτήτης ακινήτων και εστιατορίου στην Αθήνα . Έφυγε από την Κρήτη για να αποφύγει βεντέτα, αφού απήγαγε την μετέπειτα γυναίκα του και μητέρα του Μάριου, που ήταν παντρεμένη κι είχε ένα γιο.
Το ταλέντο του στις καλές τέχνες δεν άργησε να φανεί και το ανακάλυψε όταν ο Μάριος ήταν μόλις 5 ετών, ο ετεροθαλής αδελφός του και μετέπειτα δάσκαλός του, Νίκος Σοφιολάκης.
Η πρώτη προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής. Όταν όμως ο Νίκος Σοφιολάκης είδε τις προσπάθειες του μικρού του αδελφού επέμεινε και τελικά πέντε χρόνια αργότερα, έπεισε το μπάρμπα Σπύρο να τον αφήσει να μαθητεύσει κοντά του.
Τα έργα του Μάριου Γαρυφαλάκη χαρακτηρίζονται από την κίνηση και την εσωτερικότητα. Η γυναίκα είναι το κεντρικό θέμα των έργων του, που διακρίνονται από έντονες κοινωνικές ανησυχίες. Πολλά από αυτά βγάζουν ένα αντιπολεμικό/φιλειρηνικό μήνυμα, ενώ όπως έλεγε, αρκετά τα κουβαλούσε μέσα στο μυαλό του για χρόνια και στην κατάλληλη στιγμή του έβγαιναν.
Ένα από αυτά, που δεν πρόλαβε να τελειώσει, είναι ένα γιγαντιαίο κεφάλι ανθρώπου του οποίου τα μάτια είναι γυάλινα και στο εσωτερικό είναι σκαλισμένο το σώμα γυναίκας.
Οι κοινωνικές του αυτές ευαισθησίες τον έκαναν ακόμη και γελοιογράφο, το καιρό του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, με τα σκίτσα του να δημοσιεύονται στην ημερήσια εφημερίδα «Πρωινή» της Νέας Υόρκης.
Ούτε όμως και η εκκλησιαστική κρίση που μάστιζε την Αμερική στη διάρκεια της ποιμαντορίας του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνα τον άφησε αδιάφορο. Σκίτσο του το οποίο έδειχνε το Σπυρίδωνα ΄μέσα σε ναό, να κρατά στο χέρι φραγγέλιο και να λέγει «τον οίκο του Θεού μου, οίκον εμπορίου ποιήσατε», έγινε σημαία των υποστηρικτών του πρώην Αρχιεπισκόπου και εξόργισε τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Συμμετείχε για πρώτη φορά σε έκθεση, σε ηλικία 16 ετών, στην Αθήνα. Μάλιστα το έργο που παρεχώρησε, μία μινιατούρα, εκλάπη.
Στην Κύπρο όπου πήγε το 1963, μετά από πρόσκληση του Μακαρίου – τον οποίο είχε συναντήσει κατά την επιστροφή του από την εξορία στις Σεϋχέλες -, φιλοτέχνησε πάμπολλες προτομές και μνημεία ηρώων της ΕΟΚΑ, όπου, όπως λέγει, προσπαθούσε να δώσει τον εσωτερικό κόσμο τους.
Ένα από τα αγαπημένα έργα του, είναι το «Θα πάρω μιάν ανηφοριά …», το οποίο κάθε χρόνο απονέμει ως «Βραβείο Ευαγόρας Παλληκαρίδης», ο Παμπάφιος Σύνδεσμος Αμερικής.
Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ, με δασκάλους, μεταξύ άλλων, τον Τόμπρο και τον Παπά. Αποφοίτησε το 1958 και μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, έφυγε για την Κύπρο, την οποία θεωρούσε δεύτερη πατρίδα του. Μάλιστα ορισμένα από τα έργα ζωγραφικής του τα υπογράφει ως «Μάριος Γαρυφαλάκης, Κύπριος».
Η σωρός του, σύμφωνα με την επιθυμία του, θα αποτεφρωθεί και η τέφρα θα σκορπιστεί σε αγαπημένες του περιοχές της Κύπρου.
Ως άνθρωπος ήταν ιδιόρρυθμος χαρακτήρας, που δεν υπολόγιζε το χρήμα και ταυτόχρονα δεν ήθελε να χρωστά υποχρέωση σε κανέναν. Λυπόταν που τα περισσότερα έργα του – που ήταν ιδιαίτερα ακριβά – δεν μπορούσαν να τα αγοράζουν άνθρωποι με περιορισμένο βαλάντιο αλλά μόνο πλούσιοι και πολλές φορές πρόσφερε στους λιγοστούς του φίλους έργα του στο γύψο. Ζούσε πολύ λιτή ζωή, το ίδιο λιτό ήταν και το φαγητό του. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να βοηθά κρυφά άτομα που είχαν ανάγκη. Αγαπούσε τα ζώα και για πολλά χρόνια στο εργαστήριό του ένα άσπρο κουνελάκι, το Σκόπα, που τον συντρόφευε.
Παρά το τεράστιο ταλέντο του, απέφευγε τη δημοσιότητα κι όσες φορές δοκίμαζε να δημιουργήσει τη δική του σχολή, οι προσπάθειές του έμεναν ημιτελείς, αφού δεν είχε μεγάλη υπομονή με τους μαθητές του. Οι φίλοι του θα θυμούνται για πάντα τη βραχνή του φωνή (από τα 4 πακέτα τσιγάρων που κάπνιζε την ημέρα), την ανθρωπιά και την απλότητά του.
Με πληροφορίες από το: www.greeknewsonline.com
