Βιώσιμη ανάπτυξη είναι το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, το οποίο λαμβάνει υπόψη του και την προστασία του περιβάλλοντος. Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να ονομαστεί και αειφόρος ανάπτυξη.

Προβλέπει ότι η χρήση φυσικών πόρων θα πρέπει να γίνεται με τέτοιο ρυθμό, που η φύση να μπορεί να ανανεωθεί. Ποτέ με πιο γρήγορο ρυθμό, γιατί οι πόροι θα εξαντληθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επόμενες γενιές.

Το κύριο χαρακτηριστικό της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι ότι προϋποθέτει την εφαρμογή μιας πολιτικής, η οποία θα εξασφαλίζει ότι οι επόμενες γενιές θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες σε εκμετάλλευση φυσικών πόρων σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.

Για παράδειγμα, αν χρησιμοποιείται η ξυλεία ενός δάσους με πολύ γρήγορο ρυθμό (πιο γρήγορα από ότι φυτρώνουν νέα δέντρα), τότε η επόμενη γενιά δεν θα βρει δάσος για να κόψει ξύλα. Αυτό δεν είναι βιώσιμη ανάπτυξη.

Από την άλλη πλευρά αν κόβουμε τα ξύλα του δάσους με τέτοιο ρυθμό ώστε το δάσος να προλαβαίνει να ανανεωθεί, τότε η επόμενη γενιά θα βρει το δάσος όπως το είχε βρει και η προηγούμενη γενιά.

Επομένως, θα έχει τις ίδιες ευκαιρίες στην εκμετάλλευση του συγκεκριμένου φυσικού πόρου (της ξυλείας). Αυτό ονομάζεται βιώσιμη ανάπτυξη.

Σημαντική προτεραιότητα για κυβερνήσεις, οργανισμούς, επιχειρήσεις αλλά και για την κοινωνία των πολιτών

Τα τελευταία χρόνια, η Βιώσιμη ανάπτυξη εξελίσσεται διεθνώς σε μία σημαντική προτεραιότητα κυβερνήσεων, οργανισμών, επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών γενικότερα.

Όλοι καλούνται να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση των ζητημάτων που τίθενται, να συμβάλουν στην αναζήτηση των σωστών λύσεων και να δεσμευτούν σε συγκεκριμένες ενέργειες τόσο ατομικές όσο και συλλογικές.

Ως προς τον ορισμό της Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία.

Ο γνωστότερος ορισμός της ανήκει στην πρώτη πρωθυπουργό της Νορβηγίας Gro Harlem Brundtland. Ως πρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, η κ. Brundtland παρέδωσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 1987, την αναφορά της, με τίτλο «Το Κοινό μας Μέλλον», γνωστή ως “Brundtland report”, στην οποία η βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται ως: η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες.

Στη Διεθνή Συνδιάσκεψη του Ρίο, το 1992, διατυπώθηκαν για πρώτη φορά και επίσημα οι αρχές της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Εκεί η Βιώσιμη Ανάπτυξη ορίζεται ως: η ανάπτυξη που παρέχει μακροπρόθεσμα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη φροντίζοντας τις ανάγκες της παρούσας και των μελλοντικών γενεών. Οι συνθήκες του Maastricht το 1992, του Amsterdam το 1997 και η Διεθνής Συνδιάσκεψη του Johannesburg το 2002, δέκα χρόνια μετά το Ρίο, επιβεβαίωσαν την αναγκαιότητα της βιωσιμότητας και την καθιέρωσαν τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και διεθνώς.

Σύμφωνα με τη Στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, όπως αυτή υιοθετήθηκε για πρώτη φορά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Goeteborg το 2001, και όπως αναπτύσσεται και σε μεταγενέστερα σχετικά κείμενα: Η Βιώσιμη Ανάπτυξη είναι μία συνεχής πορεία αλλαγής και προσαρμογής, και όχι μία στατική κατάσταση, με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος, χωρίς όμως να μειώνεται η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν και τις δικές τους ανάγκες, μέσα από την ισόρροπη και ισότιμη επιδίωξη και των τριών πυλώνων της Βιώσιμης Ανάπτυξης: Οικονομία – Περιβάλλον – Κοινωνία. Μέσα από τη συμπόρευση, δηλαδή, της οικονομικής ανάπτυξης, της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικής συνοχής, όπως παραστατικά απεικονίζεται με το γνωστό ισόπλευρο τρίγωνο της Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Η συμπόρευση όμως αυτή και των τριών πυλώνων της Βιώσιμης Ανάπτυξης δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο να επιτευχθεί. Απαιτούνται:

• Συνδυασμένες σταθμίσεις πολλών παραγόντων σε διαφορετικά επίπεδα, συχνά μεταξύ αντιτιθέμενων ενδιαφερόντων και συμφερόντων, σε συνάρτηση και με τον παράγοντα χρόνο.

• Ειλικρινής, τεκμηριωμένος και εποικοδομητικός διάλογος και διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, που προϋποθέτει τη δημιουργία πλαισίων και τη θέσπιση κανόνων μέσα στα οποία να μπορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη να συνομιλούν και να συνδιαλέγονται.

• Συντονισμένες ενέργειες με τη συμμετοχή και την ενεργοποίηση όλων όσοι εμπλέκονται: Πολιτεία, επιχειρήσεις, μη-κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς που εκπροσωπούν γενικότερα την κοινωνία των πολιτών.