Με προτάσεις, ενστάσεις, διαφωνίες αλλά και τοπικές διαφορετικές προσεγγίσεις ολοκληρώθηκε μετά από μία μαραθώνια συνεδρίαση οκτώ ωρών, της Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, η ακρόαση των 20 αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων που είχαν κληθεί να εκφράσουν τις απόψεις τους, επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, που αφορά, «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης».
Ειδικότερα:
Η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδος, Μαργαρίτα Στενιώτη εξέφρασε την αντίθεση της στην κατάργηση των ειρηνοδικείων, τονίζοντας μεταξύ άλλων «ότι μια πιο σύγχρονη, ταχύτερη και αποτελεσματική δικαιοσύνη, απαιτεί τη διατήρηση των του θεσμού των ειρηνοδικών διότι αυτός παρέχει την άμεση πρόσβαση στη δικαιοσύνη και την άμεση έκδοση των αποφάσεων και δεν διχάζει αλλά ενώνει τις τοπικές κοινωνίες».
Παράλληλα μίλησε για «σοβαρότατες ελλείψεις σε δικαστικές υποδομές, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις είναι άθλιες, αλλά και σε γραμματειακή υποστήριξη», και τόνισε την ανάγκη στοχευμένων παρεμβάσεων με ορθολογικά κριτήρια».
«Στηρίζουμε τον θεσμό του ειρηνοδίκη για να έχει άμεση πρόσβαση ο πολίτης», ανέφερε ενώ χαρακτήρισε «πολύ σημαντικό το θέμα της ένταξης στην ειδική επετηρίδα η οποία συνέχεται με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης», σημειώνοντας ότι «δεν τηρείται το κριτήριο της κρίσης και της αξιολόγησης».
«‘Έχουμε αντιρρήσεις για τον τρόπο που ενοποιείται ο πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας, χωρίς την εξασφάλιση των αναγκαίων οργανικών θέσεων στις περιφερειακές έδρες, οι δικαστές θα λειτουργούν ως ένας περιοδεύων θίασος. Πρέπει οι 1500 δικαστές να γίνονται πρωτοδίκες με δίκαιους όρους και με όρους ισότητας Αλλάζει η όλη δομή της δικαιοσύνης και πρέπει όλοι να ανησυχούμε γιατί αυτή η αλλαγή είμαι βέβαιη ότι δεν θα έχει αποτελεσματικότητα, δεν θα έχει εξοικονόμηση πόρων και ταχεία απονομής δικαιοσύνης. Αντίθετα θα υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων. Δεν μπορεί να ψηφίζουμε πρώτα και έπειτα να επιμορφωνόμαστε. Καταδικάζω το βεβιασμένο του εγχειρήματος», τόνισε η κ. Στενιώτη.
Ο Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης, εφέτης, εκπρόσωπος τύπου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σημείωσε ότι «δεν έχει απαντηθεί ακόμα πως θα αντιμετωπιστεί το ζήτημα της μεταφοράς οργανικών θέσεων», επισημαίνοντας ότι «η διασπορά υποθέσεων στα περιφερειακά πρωτοδικεία θα οδηγήσει στην καθυστέρηση των αποφάσεων».
Πρόσθεσε ακόμα ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ουδέποτε συνάντησε τους εκπροσώπους της Παγκόσμιας Τράπεζας στο πόρισμα των οποίων βασίζονται οι συγχωνεύσεις και καταργήσεις του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, για να λάβουμε γνώση και να εκθέσουμε τις δικές μας απόψεις».
Ο Νικήτας Βέλιας, υπεύθυνος των Οικονομικών της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, έκανε λόγο για ένα «νομοσχέδιο διαστρεβλωμένο με ανύπαρκτα στοιχεία για τα ειρηνοδικεία που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες δικαστών και πολιτών».
«Το μόνο που επιτυγχάνεται με την ενοποίηση των ειρηνοδικείων με τα πρωτοδικεία, είναι ένα δικαστικός μηχανισμός που πάει γρήγορα να ενσωματωθεί σε έναν δικαστικό σχηματισμό που πάει πιο αργά και σίγουρα αυτό δεν οδηγεί στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης», σημείωσε.
«Επιχειρείται μία τέτοια μεγάλη μεταρρύθμιση, χωρίς να προηγηθεί διάλογος και να ληφθεί υπόψη η δικαστηριακή καθημερινότητα. Είναι επιεικής ο χαρακτηρισμός μνημείο προχειρότητας. Ο δικαστικός χάρτης μετατρέπεται σε διχαστικό χάρτη», ανέφερε ενώ εστίασε και την κριτική του στα προβλήματα με την επετηρίδα και ζήτησε με σαφή τρόπο να διασφαλιστεί η μισθολογική εξομοίωση των ειρηνοδικών με τους πρωτοδίκες.
Ο Δομένικος -Θεολόγος Δελλίδης, εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, αναγνώρισε ότι πολλές από τις προτάσεις τους «έχουν υιοθετηθεί στο νομοσχέδιο», ωστόσο, όπως είπε, « εγείρουν προβλήματα ορισμένες διατάξεις του» εκφράζοντας την αντίθεση του στη κατάργηση των ειρηνοδικείων», ενώ υποστήριξε ότι «θα εντείνει τις αγκυλώσεις και τις δυσλειτουργίες στην απονομής της δικαιοσύνης, η μεγάλη έλλειψη οργανικών θέσεων».
Την αντίθεση του στο νομοσχέδιο εξέφρασε και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, επισημαίνοντας ότι «θα δημιουργήσει αντί να λύσει προβλήματα» ενώ σημείωσε ότι «η ενοποίηση των δικαστικών δεν έγινε σε όλες τις περιπτώσεις με ορθολογικά και αξιοκρατικά κριτήρια».
«Παραμένει ζήτημα εξαιρετικής σημασίας η επιμόρφωση των ειρηνοδικών και θα δημιουργήσει προβλήματα στην ποιοτική απονομή της δικαιοσύνης», ανέφερε.
Όπως είπε ο κ. Βερβεσός «στην Αττική η κυβέρνηση βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο, ιδρύοντας πρωτοδικεία εκεί που υπάρχουν τα παλιά ειρηνοδικεία, οι υποδομές πολλών από αυτών είναι άθλιες και χωρίς ψηφιακή εγκατάσταση».
«Πρώτα έπρεπε να γίνουν αυτά, να λύσουμε τα προβλήματα που υπάρχουν, όπως με τις κτιριακές εγκαταστάσεις, την ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης και μετά να δημιουργήσουμε τα περιφερειακά δικαστήρια. Συμφωνούμε επί της αρχής για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, όμως έχουμε σοβαρές ενστάσεις ως προς τον τρόπο που γίνεται, γιατί ούτε ταχύτερη και ποιοτικότερη απονομή δικαιοσύνης θα έχουμε, ούτε εξυπηρέτηση των πολιτών», τόνισε.
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον κ. Βερβεσό, κινήθηκε και η κριτική του προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, Ηλία Κλάππα, που έκανε λόγο για «ομιχλώδες τοπίο», ενώ επεσήμανε μεταξύ άλλων, ότι «σε καμία περίπτωση η λύση στον υδροκεφαλισμό της δικαιοσύνης και στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης δεν είναι η διχοτόμηση, η τριχοτόμηση ή η πολυδιάσπαση της».
«Δεν είχαμε καμία θεσμική επικοινωνία με την Παγκόσμια Τράπεζα. Η εκτίμηση των οικονομικών συνεπειών είναι σημαντική, όμως οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με δικαιοδοτικά κριτήρια και όχι με τη λογική κόστους- οφέλους», σημείωσε.
Τόνισε ακόμα ότι όταν «δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τα κριτήρια με τα οποία εντάσσονται στα περιφερειακά πρωτοδικεία, τα ειρηνοδικεία», χαρακτήρισε «αναγκαία την κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων διαφορετικά θα καταρρεύσει η απονομή δικαιοσύνης στην Αττική», υποστήριξε ότι «θα γίνει συγκέντρωση δικαστικής ύλης σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία που θα λειτουργήσει σε βάρος των μικρών, μεσαίων δικηγορικών γραφείων» και κατέληξε ότι «νιώθουμε απόλυτη ανασφαλείς».
Ο πρόεδρος του δικηγορικού Συλλόγου Μεσολογγίου, Χρήστος Παϊσιος, συντάχθηκε με τις απόψεις του κ. Βερβεσού υπογραμμίζοντας ότι το νομοσχέδιο οδηγεί σε πολυδιάσπαση και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
«Το νομοσχέδιο δεν αφορά καμία επιτάχυνση της δικαιοσύνης με την υποβάθμιση ή κατάργηση των πρωτοδικείων στη περιφέρεια. Είναι αυτοδύναμοι, ζωντανοί οργανισμοί, απαραίτητοι, και πρέπει να παραμείνουν στη θέση τους και να μην υποβαθμιστούν» τόνισε ενώ χαρακτήρισε αδικία την υποβάθμιση του πρωτοδικείου Μεσολογγίου όπως και την κατάργηση άλλων 7 πρωτοδικείων.
«Διατρανώνουμε την αντίθεση μας, κρούομε τον κώδωνα του κινδύνου και δεν θα γίνουμε Ιφιγένεια χωρίς κανένα λόγο».
Ο Χριστόφορος Λινός, πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθήνας, υποστήριξε ότι «δημιουργείται σοβαρό ζήτημα για την απονομή της δικαιοσύνης καθώς επιβαρύνονται οι δικαστές με μεγάλη δικαστική ύλη».
«Χρειάζεται σωστή κατανομή δικαστών στα διάφορα τμήματα και άνοιγμα των πινακίων για να επιταχύνουμε την απονομή, τουλάχιστον της ποινικής δικαιοσύνης», σημείωσε.
Η Μαρία Χρόνη, πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ανέφερε ότι το νομοσχέδιο δεν δίνει καμία δυνατότητα στην εξέλιξη τους, τόνισε την ανάγκη ίδιας μισθολογικής αντιμετώπισης με τους πρωτοδίκες.
Την αντίθεση του στο νομοσχέδιο δήλωσε ο Γεώργιος Διαμάντης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων της Ελλάδος, καταγγέλλοντας το υπουργείο Δικαιοσύνης ότι «δεν έκανε κανένα διάλογο μαζί τους, τους απέκλεισε από τη συζήτηση ενώ έχουν σημαντικό υποστηρικτικό ρόλο στις λειτουργίες της δικαιοσύνης».
«Οι δικαστικοί υπάλληλοι είναι στη χειρότερη θέση σε σχέση με όλους τους άλλους δημόσιους υπαλλήλους τόσο σε ότι αφορά τις αμοιβές τους όσο και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται και με τις τεράστιες ελλείψεις εργατικού δυναμικού με ένα κενό 40% στην κάλυψη των οργανικών θέσεων ενώ τώρα θα τους προστεθεί και επιπλέον φόρτος εργασίας», ανέφερε ο κ. Διαμαντής.
Το ίδιο επικριτικός εμφανίστηκε και ο Δημήτρης Λιάτσος, μέλος της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, σημειώνοντας ότι «πολύ φοβάμαι ότι μέχρι τέλος του έτους θα ξανασυζητάμε πάλι για την ανάγκη επιτάχυνσης της δικαιοσύνης καθώς χωρίς προσλήψεις προσωπικού θα αποτύχει αυτή η διαδικασία και τα δικαστήρια θα βαλτώσουν.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Στρατής Δουνιάς, μέλος της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος, τονίζοντας ότι «απαιτούμε να μην συγχωνευθεί ή καταργηθεί καμία υπηρεσία με τη λογική κόστους-οφέλους».
Υπέρ του νομοσχεδίου τάχθηκε η Αναστασία Παπαδοπούλου, αεροπαγίτης, γενική διευθύντρια της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, διαβεβαιώνοντας ότι το έργο της επιμόρφωσης των ειρηνοδικών , που θα είναι μεγάλο, δύσκολο και επίπονο θα γίνει με τον ενδεδειγμένο τρόπο και θα ολοκληρωθεί πολύ γρήγορα, μέχρι τέλους του έτους, αν ξεκινήσει τον Ιούλιο η ενημέρωση τους».
Όπως είπε, σκοπός των νέων ρυθμίσεων είναι η βελτίωση της λειτουργίας της δικαιοσύνης και η περιστολή των δαπανών ενώ επεσήμανε ότι «η επιμόρφωση των ειρηνοδικών πρέπει να είναι συνεχής, ουσιαστική και δεν θα πρέπει στο διάστημα της κατάρτισης τους να ασκούν άλλα καθήκοντα».
Ο Παναγιώτης Πετράκης, ομότιμος καθηγητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, χαρακτήρισε απαραίτητη την μεταρρύθμιση και τον εξορθολογισμό στο δικαστικό σύστημα, επικαλούμενος και σχετικές παρατηρήσεις του Οίκου «Μούντις».
Όπως τόνισε, η Ελλάδα σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ έχει τον υψηλότερο αριθμό δικαστών, μικρά ποσοστά σε αναλογίες των δικαστικών υπαλλήλων, μεγαλύτερους αριθμούς δικαστηρίων σε αναλογία κατοίκων, μικρότερο αριθμό εισαγγελέων και αρκετά λίγα χρήματα για τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος.
«’Αρα πρέπει να διεκδικήσουμε μεγαλύτερο ποσοστό για τις μεταρρυθμίσεις, και επιβάλλεται, σε αυτά τα καλά χρόνια που διερχόμαστε να κάνουμε τις μέγιστες δυνατές κινήσεις ώστε να είμαστε έτοιμη να αντιμετωπίσουμε γκρίζες καταστάσεις στο μέλλον», τόνισε ο κ. Πετράκης.
Ακόμα, χαρακτήρισε «επιτακτική ανάγκη να υπάρχει ένα ενιαίο δικαστικό σύστημα», ενώ έκανε λόγο για «σοβαρές επεμβάσεις, που πρέπει να γίνουν, με μεγαλύτερα βήματα και με μία αναμόρφωση ακόμα πιο γενναία».
Ο Στέλιος Βουκούνας, πρόεδρος της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων, τόνισε ότι «τίποτα δεν θα προχωρήσει χωρίς τις κατάλληλες υποδομές, χωρίς ουσιαστικές λύσεις για σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές» ενώ εξέφρασε την κάθετη διαφωνία του για την διάσπαση των πρωτοδικείων, χαρακτήρισε «πλασματική την ενοποίηση» και επεσήμανε ότι το νομοσχέδιο «είναι άλλο ένα πλήγμα για τους νέους δικηγόρους, μικρούς και μεσαίους.
Την έντονη αντίδραση του στη μεταφορά της έδρας του περιφερειακού πρωτοδικείου στο Αγρίνιο, εξέφρασε ο δήμαρχος Μεσολογγίου, Σπυρίδων Διαμαντόπουλος, τονίζοντας ότι «η κατάργηση του από την ιστορική αυτή πόλη, αποφασίστηκε χωρίς καμία λογική εξήγηση».
«Είναι αταλάντευτη η θέση μας για την παραμονή της έδρας στο Μεσολόγγι και η εξαίρεση της είναι θεσμική εκτροπή» .
Το ίδιο κατηγορηματική ήταν και η πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Μεσολογγίου, Κατερίνα Παπαβασιλείου που ζήτησε να «διορθωθεί άμεσα το ατόπημα αυτό», και πρόσθεσε ότι «δεν είναι δυνατόν να απομειώνεται ένα άκρως παραγωγικό πρωτοδικείο της χώρας, με τις υψηλότερες επιδόσεις και το χαμηλότερο κόστος τα οποία καθόλου δεν λαμβάνονται υπόψη».
Στην αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η Κατερίνα Παπαβασιλείου, αντιδήμαρχος αρμόδια Διοικητικών Θεμάτων του δήμου Λεβαδέων, που εξέφρασε την ικανοποίηση της και χαρακτήρισε αυτονόητο ότι ορίζεται η περιφερειακή έδρα του πρωτοδικείου στη Λειβαδιά.
Την έντονη διαμαρτυρία του εξέφρασε ο δήμαρχος Μεγαρέων, Παναγιώτης Μαργέτης, υποστηρίζοντας ότι είναι «η μόνη περιφερειακή έδρα που άλλαξε χωρίς αιτιολόγηση και ζήτησε να διορθωθεί να μην μεταφερθεί αλλού αλλά να παραμείνει στο πρωτοδικείο Μεγάρων.
«Πρέπει με βάσει τα αντικειμενικά κριτήρια να γίνει η επιλογή και μία ορθολογική κατανομή. Η λύση έπρεπε να είναι ξεκάθαρη, σαφής, για την επιλογή της έδρας για να μην δημιουργούνται τοπικές αντιπαλότητες», ανέφερε.
Υποστηρικτικός στον δήμαρχο Μεγάρων, εμφανίστηκε και ο Νικόλαος Κομνηνός Χλέπας, καθηγητής της σχολής Οικονομικών και Πολιτικών επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων ότι «είναι επαρκείς οι κτιριακές υποδομές στα Μέγαρα, το κόστος είναι χαμηλό και εξυπηρετείται ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτών αντίθετα από την άλλη πόλη η οποία επιλέχθηκε να έχει την περιφερειακή δικαστική έδρα.
Τις ενστάσεις και την διαφωνία του διότι δεν ορίστηκε η περιφερειακή δικαστική έδρα στο δήμο του εξέφρασε ο Γιώργος Λεβαντάκης, δήμαρχος Τριφυλίας, κάνοντας λόγο για άδικη μετακίνηση σε άλλη πόλη με μικρότερο πληθυσμό η οποία δεν έχει ούτε και τις γνώσεις.
«Σκύψτε πάνω στα προβλήματα της επαρχίας γιατί ήδη υποφέρει από την εγκατάλειψη και έχει αγανακτήσει», σημείωσε.
Κατά του νομοσχεδίου, το οποίο καμία επιτάχυνση δεν φέρνει όπως είπε τάχθηκε ο Γιώργος Αναστασίου, δήμαρχος Θηβαίων και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Φορέων ενάντια στο κλείσιμο του ειρηνοδικείου Θηβών, υποστηρίζοντας ότι «είναι το μόνο που έχει κριθεί κατάλληλο σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, τα οποία όμως δεν λήφθηκαν υπόψη».
«Στο πόρισμα λέει ότι όπου υπάρχουν φυλακές δεν πρέπει να κλείσουν. Δυστυχώς δεν λήφθηκαν υπόψη τα κριτήρια», επεσήμανε.
Με τις απόψεις του δημάρχου Μεγάρων συντάχθηκε πλήρως και ο Αντώνιος Τουλουμάκος, μέλος της συντονιστικής επιτροπής φορέων ενάντια στο κλείσιμο της έδρας του πρωτοδικείου Θήβας, καταλογίζοντας στη κυβέρνηση «εμμονή».
«Καταστρατηγείτε τα στοιχεία που επικαλείστε της Παγκόσμιας Τράπεζας, και ορίζει ρητά ότι εξαιρούνται οι περιοχές που έχουν φυλακές και μεταναστευτικές ροές. Το πρωτοδικείο Θήβας πάει για κλείσιμο, Δεν είμαστε σε αντιπαράθεση με τη Λειβαδιά. Εσείς έχετε ευθύνη. Η κυβέρνηση μας έφερε σε αυτό το σημείο. Όποιος δεν καταψηφίσει αυτή τη διάταξη θα είναι, με πολιτικούς όρους, ανεπιθύμητος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τουλουμάκος.
Για «τεράστια αδικία που έγινε ειδικά για το πρωτοδικείο Θήβας που είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Ελλάδος ενώ έχει και φυλακές», μίλησε και η πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Θήβας, Σωτηρία Μανάρα .
«Είναι αναγκαίο να παραμείνει ως κύριο το πρωτοδικείο της Θήβας. Πέρσι μόνο έγιναν 900 μεταγωγές κρατουμένων. Είναι ένα τεράστιο ποινικό δικαστήριο με ένα πρότυπο κτιριακό συγκρότημα», πρόσθεσε.
Ο Γιώργος Μπέσκος, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αιγίου, υποστήριξε ότι «αυτό το νομοσχέδιο ούτε επιτάχυνση στον απονομή της δικαιοσύνης ούτε εξοικονόμηση πόρων θα επιφέρει».
«Τις παθογένειες στη δικαιοσύνη δεν τις λύνουμε τώρα. Απλά τις αναβάλουμε για δύο χρόνια. Θέλετε να έχουμε την τύχη της Αθήνας; Το πρωτοδικείο της Πάτρας δεν έχει καν δικαστικές αίθουσες. Με ποια οικονομικά ή χωροταξικά κριτήρια μεταφέρετε την έδρα εκεί; Είναι αδιανόητο αυτό που κάνετε, είναι παλαιοκομματικές λογικές και παραλογισμός που θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Από την πλευρά του ο δήμαρχος Ελευσίνας, Γιώργος Γεωργόπουλος, συνεπικουρούμενους και από τους δημάρχους Ασπροπύργου και Μάνδρας, εξέφρασε την απόλυτη ικανοποίηση του για την επιλογή της Ελευσίνας ως περιφερειακή έδρα του Πειραιά, τονίζοντας ότι « είναι μία ορθή και λογική λύση γιατί υπερέχει σε όλα τα κριτήρια και είναι ένας αναπτυξιακός πόλος».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι απόψεις του Δημάρχου Μάνδρας-Ερυθρών, Αρμόδιου Κρίκου, σημειώνοντας ότι «προσυπογράφεται από όλους τους όμορους δήμους η παραμονή του πρωτοδικείου Ελευσίνας ως έδρα της Περιφέρειας Πειραιά».
Την ικανοποίηση του για τις διατάξεις του νομοσχεδίου που επιχειρούν την αναδιαμόρφωση των κεντρικών περιφερειακών παραλλήλων δήλωσε ο Δημήτρης Νικάκης, δικηγόρος εκπρόσωπος του δήμου Αγρινίου.
Όπως είπε «το Αγρίνιο διαθέτει δύο πρωτοδικεία ενώ αναμφισβήτητα τηρεί τόσο τα τεχνοκρατικά όσο και τα πληθυσμιακά κριτήρια που θέτει η Παγκόσμια Τράπεζα για την εγκατάσταση του κεντρικού πρωτοδικείου στην περιοχή».
Την «πλήρη και κατηγορηματική αντίθεση» του στο νομοσχέδιο, που «εξοβελίζει τον κλάδο» τους, όπως είπε, εξέφρασε ο Βασίλης Διονυσόπουλος, πρόεδρος του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων.
«Είναι κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων και θα έχει σοβαρές συνέπειες σε μικρούς και μεσαίους δικηγόρους. Με τις νέες αλλαγές ευνοούνται οι ισχυρές δικηγορικές εταιρίες και τα μεγάλα δικηγορικά γραφεία σε βάρος των δικηγόρων. Το μεγαλύτερο ποσοστό ύλης πάει στα χέρια τους. Γι αυτούς νομοθετείτε. Το νομοσχέδιο οδηγεί στον εξοβελισμό των αυτοαπασχολούμενων συναδέλφων», υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο κ. Διονυσόπουλος.