Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος, ο ο μεγάλος ποιητής της Ρωμιοσύνης αποσβολωμένος από τον θρήνο των γυναικών, όλων των γυναικών, όλων των μητέρων που μοιρολογούν ανήμπορες μπροστά στην αμετάκλητη απόφαση του Χάροντα.
– Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
– Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;…
– Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
– Σήκω, γλυκέ μου, αργήσαμε, ψηλώνει ο ήλιος, έλα
και το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε στην πιατέλα.
– Και γω θα καρτεράω σκυφτή βραδί και μεσημέρι
ναρθεί ο καλός μου, ο θάνατος, κοντά σου να με φέρει.
– Πού πέταξε τ’ αγόρι μου; Πού πήγε; Πού μ’ αφήνει;
χωρίς πουλάκι στο κλουβί, χωρίς νεράκι η κρήνη.
– Ω, Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα
βοήθεια στο γιο μου θα ‘στελνες τον Άγγελο από πέρα.
– Τώρα τα μάτια σου έκλεισαν και γω κλείστηκα απ’ έξω
κι ούτε έχω πέτρα να σταθώ και δρόμο πια να τρέξω.
– Γιε μου, αν πονάς την ορφανή που στέκει έξω από τη θύρα
άνοιξε τα ματάκια σου και μια στιγμούλα τήρα
– Αχ, γιε μου, γιε μου, γιόκα μου, δε δύναμαι άλλο η έρμη
χτυπούν, χτυπούν τα δόντια μου σα να με πιάνει θέρμη
– Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
– Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε….
Γιάννης Ρίτσος, «Επιτάφιος» (απόσπασμα)
«Αι Γενεαί Πάσαι» είναι ένα μοιρολόι. Το κατανυκτικό κείμενο του ύμνου αποδίδει τον πόνο της Παναγίας για τον επίγειο θάνατο του μονάκριβου Yιού της. Πρόκειται για έναν ψαλμό που ακούγεται αιώνες τώρα κατά την Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και κατά την Ακολουθία του Επιταφίου. Εξιστορεί τη σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας.
Είναι η πιο βαθιά ανθρώπινη στιγμή του Θείου Δράματος. Είναι η μέρα των μεγάλων συμβολισμών της Χριστιανοσύνης. Της μεγάλης προσμονής. Της μεγάλης ελπίδας.
Οι καμπάνες ηχούν πένθιμα. Η μάνα θρηνεί εκείνο που κάθε μάνα απεύχεται να της συμβεί. Ο Θεάνθρωπος, είναι ο γιος. Η μάνα κλαίει. «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;». Κάθε μάνα θα το έλεγε αυτό…
Επιλέξαμε πέντε εκδοχές με πέντε διαφορετικές γυναίκες, οι οποίες, η καθεμία με τον δικό της μοναδικό τρόπο και ηχόχρωμα, αποδίδουν τον διαχρονικό αυτόν ψαλμό.
Η ερμηνεία της Γλυκερίας, η απόδοση της Μαρίας Φαραντούρη, η μοναδική a cappella εκδοχή της Φλέρυ Νταντωνάκη, η εντυπωσιακή απόδοση της Ειρήνης Παππά με μουσική επένδυση του Βαγγέλη Παπαθανασίου και η αισθαντική ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη. Πέντε διαφορετικές προσεγγίσεις αλλά ένας κοινός στόχος. Η βαθιά θλίψη που απαιτεί να αποδοθεί ο αρχέγονος σεβασμός στον πόνο ψυχής που μόνον γυναίκες νιώθουν ώστε να τον αποτυπώσουν.
Οι στίχοι είναι διαχρονικοί και πάντα συγκινούν και συγκλονίζουν τις ανθρώπινες ψυχές. Άλλωστε, ο πόνος και ο θάνατος συντροφεύουν τη μοίρα του ανθρώπου περνώντας τους αιώνες αδιάλειπτα.
Αι Γενεαί Πάσαι (ω γλυκύ μου έαρ)
«Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη Ταφή Σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών του ξύλου, ο Αριμαθείας, εν τάφω Σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον, μύρα σοι, Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις, ύμνους εξοδίους, προσοίωμεν τω Κτίστη.
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου.
Ιωσήφ κηδεύει, συν τω Νικοδήμω, νεκροπρεπώς τον Κτίστην.
Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος;
Υιέ Θεού παντάναξ, Θεέ μου πλαστουργέ μου, πώς πάθος κατεδέξω;
Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον τους δούλους σου».
Δείτε το βίντεο:
Δείτε το βίντεο:
Δείτε το βίντεο:
Δείτε το βίντεο:
Δείτε το βίντεο: