Σαν σήμερα στις 14 Αυγούστου του 1944, έγινε η μάχη της «Μαδαρής» στο «Καμαριανό Αόρι».
Απόσπασμα από την έκθεση πολεμικής δράσης της ομάδας «Ψηλορείτης» του καπετάν Γιώργη Πετρακογιώργη που συνέταξε ο ίδιος με τη λήξη των πολεμικών γεγονότων της κατοχής:
«Την 14ην Αυγούστου 1944, εις θέσιν «Μαδαρή» συνήφθη μάχη με 300 Γερμανούς από της 9.30 πρωινής μέχρι της 5.30 απογευματινής. Εφονεύθησαν 60 στρατιώται Γερμανοί και 2 αξιωματικοί, εκ των ημετέρων εφονεύθη ο Παναγιώτης Μανωλεσάκης λοχίας Προβολικού και τραυματίας…»
Ο Βασίλης Σπαχής, από τους νεότερους αντάρτες της ομάδας, βρίσκονταν στα γεγονότα της μάχης της «Μαδαρής» στο «Καμαριανό Αόρι» και αφηγήθηκε ανάμεσα στα άλλα: «… Ο Πετρακογιώργης ετοιμάζει την ενέδρα του και στέλνει έναν αντάρτη, τον Κωστή Σαριδάκη, να παρακολουθεί τις κινήσεις των Γερμανών το πρωί. Επίσης προορισμός του Σαριδάκη είναι να μας δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις και τον τρόπο που κινούνται οι Γερμανοί, προκειμένου να είμαστε βέβαιοι ότι θα πέσουν στη δική μας ενέδρα. Τα ξημερώματα, όμως, συνέβη ένα περιστατικό που μας αποθάρρυνε: Οι Γερμανοί κινούνται και από την κατεύθυνση των Ανωγείων, με πολύ μεγάλη δύναμη και η πρώτη κίνηση που κάνανε ήταν να αιχμαλωτίσουν στα Ανώγεια 1500 γυναικόπαιδα. Ξαναέγινε σύσκεψη μεταξύ Άγγλων και Ανωγειανών ανταρτών και αποφασίστηκε να μην κτυπηθούν οι Γερμανοί, διότι θα είχαμε τεράστιο αριθμό θυμάτων άμαχου πληθυσμού, γυναικόπαιδων…»
Ειδοποιούν με σύνδεσμο τα ξημερώματα για την απόφαση τον Πετρακογιώργη και ο ίδιος του απαντά: «Εμείς θα πολεμήσομε το πρωί α’ δε μείνει και ένας μας ζωντανός. Γιατί θα μου πούνε οι χωριανοί μου οι Μεσαρίτες: Έρχεσαι στα σπίτια μας και κάνεις παλικαριές, σαμποτάζ και όταν βγαίνουνε οι Γερμανοί στο βουνό κρύβεσαι». Σχηματίσαμε ένα κλοιό, πράγματι θανάσιμο, διότι διαθέταμε μεγάλο αριθμό αυτομάτων όπλων. Εάν το σχέδιο απέβαινε όπως το είχαμε προβλέψει, όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχή, αλλά δυστυχώς για μας, το πρωί που οι Γερμανοί άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό, αντί για μια φάλαγγα ανεβαίνανε σε δυο, και η μικρή μας δύναμη των 84 ανδρών δεν είχε τη δυνατότητα να καλύψει τις δυο φάλαγγες…»
Αλλαγή διάταξης
Αναγκάστηκε τότε ο αρχηγός να αλλάξει τη διάταξη της μάχης. Κόψαμε το βουνό εγκάρσια για να μπορέσουμε εμείς, η λιγότερη δύναμη των ανταρτών, να αντιμετωπίσουμε τους Γερμανούς που ήταν πολλαπλάσιοι από μας. Παρατηρούσαμε την ανάβαση των Γερμανών χωρίς αυτοί να μας αντιληφθούν. Εγώ με τον αντάρτη Γιώργη Παπαδουράκη, από το χωριό Γρηγοριά, ήμασταν προμηθευτές στο πολυβόλο του πολυβολητή Γρηγόρη Χρυσού και κατέχομε ένα πολυβολείο. Ο αρχηγός είχε δώσει εντολή να βάλομε εμείς πρώτοι, αλλά επειδή άλλαξε η διάταξη της μάχης εμείς ήρθαμε σε μειονεκτική θέση και μου λέει ο πολυβολητής Χρυσός: «Βασιλειό, πήγαινε να πεις στον αρχηγό να μεταφέρομε το πολυβόλο στην παραπάνω θέση». Από τη θέση αυτή ήταν πιο εμφανής ο εχθρός…»
Μια μπροσθοφυλακή περίπου 30 Γερμανών έχει κάνει αναγνώριση προς το «Καμαριανό» βουνό και επιστρέφοντας πίσω, πέφτει πάνω στα πυρά των πολυβόλων μας που άρχισαν να κροταλίζουν και να χαλά ο κόσμος από τις ριπές. Εμείς, όμως, δεν είχαμε υπολογίσει ένα αστάθμητο παράγοντα: Είχαν σκοπεύσει στη θέση της πορείας των Γερμανών που ανέβαιναν στο βουνό, από το αεροδρόμιο του Τυμπακίου με το ενδεχόμενο μήπως και δεχθούν επίθεση οι Γερμανοί που ανέβαιναν από τους αντάρτες. Έτσι, μόλις άρχισε η συμπλοκή, καταιγιστικές οβίδες από το αεροδρόμιο έπεφταν στο λημέρι μας, με αποτέλεσμα στην πρώτη φάση να φοβηθούν οι άνδρες γιατί ήταν κάτι το αναπάντεχο. Έτσι σίγησαν τα πυρά…»
Ξαφνικά, ο Πετρακογιώργης πετάγεται όρθιος και θέλοντας να ενισχύσει το ηθικό των ανδρών του, αρχίζει να πυροβολεί και φωνάζει: «Απάνω τους βρε, γαμώ τη σημαία τους και όσο κοντά τόσο μη φοβάστε τις οβίδες». Ο νεαρός Σπαχής με τον θαυμασμό και τον σεβασμό που έτρεφε στο πρόσωπό του, φοβήθηκε για τη ζωή του και του ζητούσε: «Προς Θεού αρχηγέ, θα σε σκοτώσουνε» και ο ίδιος του απαντούσε, «Σιωπή Βασιλειό» και δεν κάθισε παρά μόνο όταν γενικεύονταν τα πυρά των ανταρτών κατά των Γερμανών. Συνεχίζει την αφήγησή του: «…Το σύνολο της μπροσθοφυλακής των Γερμανών, περίπου 30 άνδρες, σκοτωθήκανε με την πρώτη σύγκρουση, διότι ήταν άκρως ευνοϊκή η θέση των ανταρτών εν αντιθέσει με τη θέση των Γερμανών που ανέβαιναν στον ανήφορο του βουνού. Από τους τριάντα Γερμανούς επέζησαν έξι άνδρες και σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ένας πολίτης Έλληνας. Προλάβανε και μπήκανε σε ένα μητάτο, όπου με τον καταιγισμό των δικών μας πυρών δεν είχανε τη δυνατότητα να κινηθούνε…»
Ο πολίτης που ήταν μαζί με τους Γερμανούς δεν είχε καμιά σχέση μαζί τους και τον είχαν επιτάξει για να τους δείξει το δρόμο προς τη Νίδα. Αυτός ο δυστυχής φώναζε τα ονόματα που ήξερε ότι είχαν ενταχθεί στην ομάδα του Πετρακογιώργη και ζητούσε έλεος, αλλά εμείς, αφενός δεν ξέραμε ότι δεν ήταν συνεργάτης των Γερμανών, και αφετέρου δεν μπορούσαμε να του κάνουμε τίποτα. Τελικά, φώναξαν οι Γερμανοί μέσα από το μητάτο ότι θέλανε να παραδοθούνε. Είχαμε, λοιπόν, ένα γερμανομαθή αντάρτη, τον Λευτέρη Καστρινάκη, ο οποίος φώναξε στον αρχηγό: «Αρχηγέ ζητούν να παραδοθούνε» και απαντά ο αρχηγός: ‘Πες τους να βγουν έξω με τα χέρια ψηλά…» Σε αυτή, όμως, τη φάση πλησιάζει στο μητάτο ο Κρυοβρυσανάκης ο Αντώνης για να ρίξει μια χειροβομβίδα μέσα. Φαίνεται ότι οι Γερμανοί ακούσανε το θόρυβο του Κρυοβρυσανάκη, και πετάγεται ένας από αυτούς έξω υψώνοντας το ταχυβόλο για να τον πυροβολήσει, αλλά για καλή τύχη του Αντώνη τον ακολουθούσε ένας πολύ γενναίος αντάρτης, ο Μιχάλης ο Κραουνάκης από τον Μέρωνα Αμαρίου και προτού πυροβολήσει ο Γερμανός πρόλαβε μια του έριξε μια ριπή σκοτώνοντάς τον…»
Ο θάνατος Μανωλεσάκη
Η μάχη της «Μαδαρής» διήρκεσε έως το απόγευμα και στο διάστημα αυτό από τις βολές του Πυροβολικού από το Τυμπάκι, τραυματίστηκε ο λοχίας του Πυροβολικού Παναγιώτης Μανωλεσάκης από το Καβούσι Ρεθύμνου που υπέκυψε λίγη ώρα αργότερά στα τραύματά του. Για το τέλος του Μανωλεσάκη περιγράφει: «… Είχαμε ένα γενναίο αντάρτη, λοχία του Πυροβολικού, τον Παναγιώτη Μανωλεσάκη από το Καβούσι Ρεθύμνου. Αυτός ο άνθρωπος μας έδινε οδηγίες πώς να προφυλασσόμαστε από τις οβίδες και κάποια στιγμή βρέθηκε όρθιος με αποτέλεσμα μια οβίδα να του πάρει ολόκληρο το αριστερό λαγόνι…»
Βρεθήκαμε κοντά του, μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του, ο Λευτέρης Αλεξάκης από το χωριό Πατσό, ο Γιώργης ο Αναγνωστάκης από την Κυριάννα, ο Αρτέμης ο Νταμπάκης από την Ανώπολη Σφακίων και εγώ. Η κατάστασή του ήταν κρίσιμη και λένε οι μεγαλύτεροι από μένα στον Παναγιώτη, αυτή τη γενναία μορφή «κουράγιο Παναγιώτη», αλλά ενώ έσβηνε και πέθαινε μας απαντά: «Φύγετε εσείς, δεν έχω καμιά ελπίδα». Μέσα σε λίγα λεπτά πέθανε. Τον αφήσαμε εκεί και αρχίσαμε να συμπτυσσόμαστε προς τα «Ακόλλητα», μια τοποθεσία του Καμαριανού βουνού και εκεί διανυχτερεύσαμε. Το πρωί μας είπε ο αρχηγός: «Να κατέβετε να θάψετε τον Παναγιώτη». Ήταν το μοναδικό θύμα που είχαμε. «να πάρετε τα πράγματά μας και να αποφύγετε συμπλοκή με τους Γερμανούς διότι έχουν λιγοστέψει τα πυρομαχικά μας». Πράγματι, αυτό κάμαμε και είχαν βγει και οι Γερμανοί να συλλέξουν τους νεκρούς τους, σχηματίσαμε αμυντική γραμμή μέχρι να τελειώσουμε τις διαδικασίες της ταφής του αείμνηστου Παναγιώτη Μανωλεσάκη και μετά αρχίσαμε πάλι την σύμπτυξη προς τα πάνω και απομακρυνθήκαμε από την περιοχή κατευθυνόμενοι προς την περιοχή του Αμαρίου…»