Την πορεία της κατασκευής της πρώτης φάσης του Καθολικού της Μονής Εσφιγμένου, με βάση, κατά κύριο λόγο, τις πληροφορίες ενός αριθμού ανέκδοτων εγγράφων του αρχείου της, που αποτυπώνουν με λεπτομέρεια το οικοδομικό χρονικό της δημιουργίας του κτίσματος από τον προγραμματισμό του έργου ώς την πλήρη ολοκλήρωσή του, παρουσιάζει το βιβλίο «Η οικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Εσφιγμένου» του αρχιτέκτονα Μιλτιάδη Δ. Πολυβίου (Ιερά Μονή Εσφιγμένου, Άγιον Όρος, 2022).

Τα στοιχεία που αναδεικνύονται μέσα από την επισταμένη έρευνα του κ. Πολυβίου παρέχουν πλήθος σημαντικών πληροφοριών «ευρύτερης σημασίας σχετικά με τον σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση των έργων, τις διάφορες ειδικότητες των απασχολούμενων στις οικοδομικές εργασίες, τον αριθμό των εργαζομένων στα επί μέρους συνεργεία, τις αμοιβές τους κατά βαθμίδα επαγγελματικής στάθμης, την καταγωγή τους, τα είδη και την προέλευση των χρησιμοποιούμενων οικοδομικών υλικών, τις μονάδες μέτρησής τους, τις τιμές τους και την τεχνική ορολογία της εποχής, συμβάλλοντας έτσι στην πληρέστερη γνώση της παραγωγής του αρχιτεκτονικού έργου στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας», όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Ενδιαφέρομαι για την εποχή από τα μέσα του 18ου αιώνα ώς τα χρόνια της Επανάστασης -και ως ιστορία και ως αρχιτεκτονική- καθώς είναι η εποχή στην οποία κορυφώνεται η μεγάλη ακμή του νέου ελληνισμού, που έχει τα αποτυπώματά της σε όλους τους τομείς: στην οικονομία, την Παιδεία, τα Γράμματα, παντού. Είναι η λεγόμενη χρυσή εποχή του νεοελληνισμού, που για όλους αυτούς τους λόγους που υπαγόρευαν ένα ελεύθερο κράτος, μια ελευθερία περισσότερη, οδήγησαν στην Επανάσταση του ’21. Σε αυτή την εποχή μέσα υπάρχουν κάποια αρχιτεκτονήματα που εκφράζουν αυτό το πνεύμα- ως στοιχεία μορφολογικά, διακοσμητικά είναι ακριβώς η έκφραση αυτής της εποχής. Κάποια απ’ αυτά βρίσκονται στο Άγιον Όρος, όπως και αυτό που εξετάζω εγώ», αναφέρει ο κ. Πολυβίου, μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για την απόφασή του ν’ ασχοληθεί με την οικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Εσφιγμένου, ένα από τα ομορφότερα μοναστήρια της Ιεράς Χερσονήσου.

«Πρόκειται», όπως περιγράφει, «για ένα αξιόλογο κτίσμα που εκφράζει μια εποχή σημαντική για το νεοελληνισμό. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι αυτά τα έγγραφα, που αποτυπώνουν το πώς γινόταν η παραγωγή του αρχιτεκτονικού έργου εκείνη την εποχή, έχουν ένα ευρύτερο ενδιαφέρον καθώς δεν σώζονται πάντα. Ίσα ίσα πολύ λίγες φορές σώζονται και αποτυπώνουν λεπτομερώς όλη αυτή τη διαδικασία της προμήθειας των υλικών, πώς εργάζονταν τα οικοδομικά συνεργεία, ποιοι ήταν οι κτήτορες, ποιοι έδιναν τα χρήματα κ.λπ.».

Η οικοδόμηση του Καθολικού μέσα από αρχειακά έγγραφα

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

 Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η οικοδόμηση του Καθολικού της Μονής Εσφιγμένου ολοκληρώθηκε σε δύο οικοδομικές φάσεις: Κατά την πρώτη οικοδομική φάση, που συντελέσθηκε στο χρονικό διάστημα 1806-1810, οικοδομήθηκε το βασικό κτίσμα, δηλαδή ο κυρίως ναός με τη λιτή και έναν εξωνάρθηκα. Τη μορφή του ναού της πρώτης αυτής οικοδομικής φάσης τη διασώζει μια φωτογραφία του Ernest De Caranza, τραβηγμένη το 1853, έναν μόλις χρόνο πριν από τη δεύτερη οικοδομική φάση, η οποία προσδιορίζεται με ακρίβεια από σχετική αναφορά επιγραφής που βρίσκεται στο υπέρθυρο της εισόδου στον νάρθηκα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της επιγραφής, που επιβεβαιώνονται απολύτως και από τα αντίστοιχα δομικά δεδομένα, γίνεται σαφές ότι κατά τη δεύτερη αυτή φάση το 1854 προστέθηκε στα δυτικά του κτίσματος ένας νέος εξωνάρθηκας, καθώς και δύο πλευρικά παρεκκλήσια στα ανατολικά άκρα του αρχικού εξωνάρθηκα, ο οποίος μετατράπηκε έτσι σε κλειστό νάρθηκα.

Ο κ. Πολυβίου παρουσιάζει την πορεία της κατασκευής της πρώτης φάσης του καθολικού, μέσα από ανέκδοτα έγγραφα που κατάφερε να εντοπίσει μετά από επίμονες ερευνητικές προσπάθειες στο σχετικά ατακτοποίητο αρχείο εγγράφων της Μονής, με την ευγενική συμπαράσταση του αείμνηστου π. Ιγνατίου, υπεύθυνου τότε του αρχείου της. «Στο Άγιον Όρος», όπως λέει ο συγγραφέας του βιβλίου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «επειδή ακριβώς είναι μακραίωνες οντότητες τα μοναστήρια του, φυλάσσονται όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στη ζωή τους. Δηλαδή υπάρχουν έγγραφα σε μοναστήρια από την εποχή της ίδρυσής τους έως τώρα. Άρα, λοιπόν, τα αγιορείτικα αρχεία, για τέτοια είδους έρευνα, είναι μοναδικά», σημειώνει.

Πρόκειται για τρία κατάστιχα και οκτώ λυτά έγγραφα. Τα κατάστιχα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, καταγράφουν με λεπτομέρεια, κατά χρονολογική σειρά, τις δαπάνες του οικοδομικού έργου σε αμοιβές εργαζομένων και σε υλικά και από τα λυτά έγγραφα, τα πέντε συμπληρώνουν τις πληροφορίες των καταστίχων για την οικοδόμηση του κτίσματος και την κάλυψη των σχετικών εξόδων. Τα τρία κατάστιχα και τα πέντε λυτά έγγραφα αποτυπώνουν με λεπτομέρεια την πορεία της οικοδόμησης του αρχικού ναού και την οικονομική διαχείριση του όλου έργου ώς την πλήρη ολοκλήρωσή του. «Η πλήρης εποπτεία του οικοδομικού χρονικού του που αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό θα δώσει τη δυνατότητα να επιχειρηθεί στο μέλλον, εάν υπάρχουν οι σχετικές προϋποθέσεις, μια εμπεριστατωμένη μελέτη του υφιστάμενου κτίσματος, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση μίας ολοκληρωμένης εικόνας ενός σημαντικού αρχιτεκτονικού μνημείου της εποχής κατά την οποία κορυφώνεται ο λεγόμενος χρυσός αιώνας του νέου ελληνισμού», επισημαίνει ο κ. Πολυβίου. Τα υπόλοιπα τρία έγγραφα (εκ των οκτώ) αναφέρονται στη συμφωνία για την κατασκευή του τέμπλου και στην κάλυψη της δαπάνης γι’ αυτό καθώς και για την αγιογράφηση του ναού.

Σε ό,τι αφορά την ταυτότητα του έργου, την απάντηση δίνει η κτητορική επιγραφή του καθολικού, που βρίσκεται στο τόξο του διαφράγματος μεταξύ νάρθηκος και κυρίως ναού. Στην τοιχογράφηση του ναού, δίπλα στην είσοδο της λιτής, εικονίζεται σύμφωνα με την επιγραφή, ο Κασσανδρείας Ιγνάτιος, ολόσωμος, κρατώντας στο ένα του χέρι την επισκοπική ράβδο και στο άλλο το ομοίωμα του ναού, ως υποδήλωση, της κτητορικής του ιδιότητας. Πέραν, ωστόσο, της επιγραφής υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα όσα αναφέρει η επιγραφή, στα οποία και γίνεται εκτενής αναφορά από τον κ. Πολυβίου.

Η (έμμεση) συνεισφορά του βιβλίου στην υπόθεση της Μονής Εσφιγμένου

Κατά τον κ. Πολυβίου, η έμμεση -και εξόχως σημαντική- συνεισφορά του βιβλίου αφορά «την κατάληψη της Μονής Εσφιγμένου από κάποιους που αυτοπροσδιορίζονται ως γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί και δεν είναι τίποτα άλλο παρά κοινοί καταληψίες».

«Αυτό το βιβλίο, πέραν της όποιας αξίας ή απαξίας έχει, θέτει αυτό το θέμα: τι θα γίνει με τη Μονή Εσφιγμένου. Βιβλία όπως αυτό θέτουν το συγκεκριμένο πρόβλημα. Επιτέλους θα λυθεί ή θα εξακολουθεί το κράτος ν’ ανέχεται τους καταληψίες να καπηλεύονται αυτή την υπόθεση;», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, πρόκειται για το χρονικό της οικοδόμησης του κτίσματος, δεν είναι η μελέτη και η αποτίμηση αυτού. Με βάση, δηλαδή, την κατάσταση που υπάρχει στη μονή (σ.σ. με την κατάληψη), για να κάνω μια εις βάθος εξέταση του κτίσματος, θα έπρεπε να πάω και να μείνω μια εβδομάδα εκεί. Αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει να κάνω αίτηση, εμμέσως δηλαδή να αναγνωρίσω ότι δικαίως έχουν την κυριότητα αυτού του κτίσματος. Δεν θα το κάνω βέβαια, γιατί αυτοί είναι πολλαπλώς αναγνωρισμένοι ως καταληψίες», υπογραμμίζει ο κ. Πολυβίου.

Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου περιλαμβάνεται ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου και χαιρετισμός του διοικητή του Αγίου Όρους Αθανάσιου Μαρτίνου, ενώ τον πρόλογο έγραψε ο Αρχιμανδρίτης κ. Βαρθολομαίος, Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου.

Λίγα λόγια για τον Μιλτιάδη Πολυβίου

Είναι διπλωματούχος αρχιτέκτων της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, διπλωματούχος μεταπτυχιακών σπουδών του κλάδου Βυζαντινής Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του ίδιου πανεπιστημίου και διδάκτωρ της σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Ως αρχιτέκτων του Υπουργείου Πολιτισμού ασχολήθηκε με έργα προστασίας μνημείων, κατά κύριο λόγο στον χώρο του Αγίου Όρους. Αντικείμενο των δημοσιευμάτων του είναι κυρίως η μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, ενώ επίσης ασχολείται και με θέματα αναφερόμενα στον μικρασιατικό ελληνισμό, τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και τους μεταπολεμικούς ποιητές της Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει τα βιβλία Το καθολικό της μονής Ξηροποτάμου (Αθήνα 1999, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών) και Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στο Πήλιο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (Εκδόσεις Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βόλος 2019).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης