Ιδιοφυής, τεχνίτης πρώτος, με το κατσαβίδι στο χέρι, πρωτοπόρος των τεχνολογικών θαυμάτων τη δεκαετία του ‘70, ο Τζορτζ Λούκας, αποτελεί από μόνος του ένα κεφάλαιο στην αμερικάνικη κινηματογραφική βιομηχανία, καθιστώντας, ουσιαστικά, την επιστημονική φαντασία, ως ένα ακόμη κυρίαρχο είδος του σινεμά και μάλιστα ελκύοντας εκατομμύρια νεανικό κοινό.
Κοιτώντας μία φωτογραφία εποχής, με τον Λούκας δίπλα στους σημαντικότερους σκηνοθέτες της γενιάς του, τους Ντε Πάλμα, Σπίλμπεργκ, Σκορτσέζε και Κόπολα, έρχονται μνήμες, όταν πιστεύαμε ότι ο κινηματογράφος μπορούσε να ξεφύγει από τα καθιερωμένα στάνταρ των στούντιο, τις εμμονές των τεχνοκρατών για κέρδη και εμπορική αξιοποίηση του προϊόντος, την επιχείρηση χειραγώγησης του κοινού και τις προπαγανδιστικές ταινίες, για το «αμερικάνικο όνειρο», τον μοναχικό Αμερικάνο ήρωα, την απαξίωση κάθε διαφορετικής φωνής ή και την εμφάνιση ως κινδύνου σε κάθε τι που δεν έχει την έγκριση του Χόλιγουντ ή ακόμη και του Πενταγώνου.
Και αν ο Κόπολα, πρώτος στη σειρά, μας έκανε να παραμιλάμε με τον «Νονό», ο Σπίλμπεργκ να μας απογειώνει με τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» και να μας κόβει το κολύμπι με τα «Σαγόνια του Καρχαρία», ο Σκορτσέζε να κομματιάζει το «αμερικάνικο όνειρο» με τον «Ταξιτζή» και ο Ντε Πάλμα να προχωρά, λίγο αργότερα, ακόμη ένα βήμα παραπέρα την κατεδάφιση του «ονείρου με τον «Σημαδεμένο», ο Λούκας μας έδειξε ότι η φαντασία δεν μπορεί να περιοριστεί ούτε καν στα άστρα.
Ο Τζορτζ Λούκας, που συμπληρώνει αισίως τα 80 χρόνια του (14 Μαΐου 1944), πριν δέκα χρόνια, πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από την εταιρεία παραγωγής LucasFilm που ίδρυσε ο ίδιος, για να την πουλήσει στην Disney και να επιστρέψει, όπως δήλωσε, στο αγαπημένο του γκαράζ, μαζί με τα πριόνια και τα σφυριά του, προκειμένου να κάνει ταινίες για το χόμπι του, να πειραματιστεί, να μην έχει το άγχος για το αν θα βγουν στις αίθουσες και αν θα κάνουν εισιτήρια. Ναι, ο άνθρωπος που γνώριζε καλύτερα από τον καθένα πώς να γεμίζει τις κινηματογραφικές αίθουσες, πώς να κάνει δισεκατομμύρια από τις ταινίες και τις παραγωγές του, εγκατέλειπε την κινηματογραφική βιομηχανία.
Αλλά, μήπως δεν ήταν ο πρώτος που εγκατέλειψε ουσιαστικά τη σκηνοθεσία, αμέσως μετά την εκπληκτική επιτυχία της τριλογίας του «Πολέμου των Άστρων», περιοριζόμενος στην παραγωγή και αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, που τον έκαναν τον πλουσιότερο άνθρωπο του κινηματογράφου;
Μία απόφαση, που απ’ τη μια κατεδείκνυε την ευφυΐα του στο να βγάζει χρήματα και απ’ την άλλη, την αποστασιοποίησή του από το σινεμά, ως μορφή τέχνης – κάτι που τόνωσε τη γνωστή και διαχρονική αμφισβήτηση τα περί 7ης Τέχνης. Κακά τα ψέματα, η απόφασή του αυτή, θα δικαιωθεί σε μεγάλο βαθμό και ειδικά στο Χόλιγουντ. Ο στενός φίλος, από τα φοιτητικά του χρόνια, Σπίλμπεργκ, από ανανεωτής του αμερικάνικου σινεμά, μέγας παραμυθάς και δεξιοτέχνης της σκηνοθεσίας, εξελίχθηκε σε κυνηγός των Όσκαρ και συμβιβασμένος με το αμερικάνικο βαρύ καθεστώς, ο Κόπολα παραμερίστηκε, ενώ ο Ντε Πάλμα αναγκάστηκε να γυρίζει επί το πλείστον περιπέτειες μπλοκμπάστερ και θριλεράκια, διατηρώντας, ωστόσο, πάντα τη σκηνοθετική του δεξιοτεχνία – βεβαίως υπάρχει και η περίφημη «Υπόθεση Καρλίτος», μία από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων δεκαετιών, με την οποία απέδειξε πόσο τεράστιος σκηνοθέτης είναι.
Ας γνωρίσουμε, όμως, λίγο καλύτερα τον κύριο Τζορτζ Λούκας, που ως ενεργός κινηματογραφικά διένυσε μία σύντομη πορεία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 (η παρένθεση της τριλογίας των «Πολέμων των Άστρων» 1999-2005, μπορεί να εκληφθεί ως μία παρανυχίδα στην καριέρα του), αφιερώνοντας τη δημιουργικότητά του σε άλλες επιχειρήσεις που του έχουν αποφέρει μία περιουσία πάνω από 5 δισ. δολάρια.
Η Disneyland και το τρακάρισμα
Ο Τζορτζ Λούκας γεννήθηκε το 1944, λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Μοντέστο της Καλιφόρνια, από γονείς με καταγωγή γερμανοελβετική, αλλά και ένα αξιοσημείωτο κράμα από Αγγλία, Σκωτία, Ολλανδία και Γαλλία μεριά.
Η οικογένειά του βρέθηκε στην πρώτη εβδομάδα λειτουργίας της Disneyland το 1955, όπου μαγεύτηκε ο μικρός Λούκας. Ξετρελαμένος με τα κόμικς, την επιστημονική φαντασία και τα ανάλογα τηλεοπτικά προγράμματα, όπως το «Flash Gordon», θα αρχίσει να κάνει ερασιτεχνικές ταινίες από την εφηβεία του. Κάπου εκεί του ήρθε και η τρέλα με τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και η ιδέα να γίνει οδηγός αγώνων ταχύτητας. Ωστόσο, ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που είχε, με το αυτοκίνητό του να καταλήγει σε ένα δέντρο, θα του κόψει τα όνειρα και θα τον οδηγήσει στο σινεμά. Σε ηλικία 19 χρόνων θα βρεθεί να παρακολουθεί μαθήματα σκηνοθεσίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, όπου θα γνωρίσει τον Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Μία φιλία που κρατά ακόμη, ενώ συνεργάστηκαν και στις τεράστιας επιτυχίας περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς, όπου ο Λούκας είχε αναλάβει την παραγωγή, ενώ ήταν ανάμεσα και στους σεναριογράφους των ταινιών. Στα αξιοσημείωτα, ότι θα γνωριστεί και με τον Κόπολα κατά τη διάρκεια της πρακτικής του εξάσκησης στην Warner.
Ο Πόλεμος των Άστρων
Το 1977, χρονιά ορόσημο για τον Λούκας, προβάλει μια μισοτελειωμένη κόπια της ταινίας που τιτλοφορεί «Ο Πόλεμος των Άστρων», σε μερικούς φίλους και συνεργάτες – ανάμεσά τους και οι Σπίλμπεργκ και Ντε Πάλμα. Από την ταινία έλειπαν κάποια εφέ και μερικές σκηνές μαχών, που είχαν πλάνα αρχειακού υλικού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από λίγους μήνες η ταινία θα κάνει πρεμιέρα.
Το στοίχημα με τον Σπίλμπεργκ
Εκείνη την εποχή, ο Σπίλμπεργκ γύριζε την πολυδάπανη, μπροστά στην παραγωγή του Λούκας, ταινία «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Ο Λούκας ήταν απογοητευμένος, καθώς δεν έβρισκε επαρκή χρηματοδότηση και μάλιστα έβαλε στοίχημα με τον φίλο του, βέβαιος για την εισπρακτική επιτυχία της ταινίας του Σπίλμπεργκ. Όποιος κέρδιζε θα έδινε στον άλλον το 2,5% των κερδών. Η ιστορία τον διέψευσε πανηγυρικά. Μπορεί ο Σπίλμπεργκ να έβγαλε 40 εκατομμύρια δολάρια από την ταινία του φίλου του, αλλά ο Λούκας έβαλε στην τσέπη το απίστευτο ποσό του ενός δισεκατομμυρίου, καθώς «Ο Πόλεμος των Άστρων» του είχε κοστίσει μόλις 11 εκατομμύρια!
Επαναστατικές τεχνικές
Χρησιμοποιώντας επαναστατικές τεχνικές για την εποχή, με τα εφέ να κάνουν πάρτι, το σενάριο, ένας συνδυασμός επιστημονικής φαντασίας και έπους, ο αντικομφορμιστής εκείνη την εποχή Λούκας θα μαγέψει με την έμπνευσή του και θα δημιουργήσει στρατιές θαυμαστών και κυρίως νέων, που από τότε αποτελούσαν τη βασική δεξαμενή της εμπορικότητας στο σινεμά. Έχοντας δίπλα του εξαιρετικούς συνεργάτες, όπως τον Γκίλμπερτ Τέιλορ στη φωτογραφία, τον Τζον Γουίλιαμς στη μουσική και στο καστ τους Μαρκ Χάμιλ, Κάρι Φίσερ, Πίτερ Κάσινγκ, Άλεκ Γκίνες και τον τότε άγνωστο ακόμη, Χάρισον Φορντ, θα στήσει μία κινηματογραφική αυτοκρατορία. Οι επόμενες δυο ταινίες, που θα ακολουθήσουν, θα φέρουν περίπου τα ίδια οικονομικά αποτελέσματα για τον Λούκας, ο οποίος σχεδόν άμεσα ξέκοψε από τη σκηνοθεσία, συνεχίζοντας απλώς να κάνει χρήματα.
Και «φιλάνθρωπος»
Σήμερα, ο Τζορτζ Λούκας απολαμβάνει τη ζωή του, καθισμένος πάνω στα δισεκατομμύρια που έβγαλε απ’ τις τρεις πρώτες ταινίες του και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, αποτελώντας ένα σύμβολο για τον κινηματογράφο, μιας εποχής που μοιάζει αρκετά μακρινή. Ταυτόχρονα, ένας άνθρωπος που ήξερε καλύτερα, ακόμη και από τη σκηνοθεσία, να βγάζει χρήματα και να έχει σήμερα την πολυτέλεια να προσθέσει στο βιογραφικό του, δίπλα στο σκηνοθέτης και παραγωγός και το «φιλάνθρωπος», όπως αρκετοί διάσημοι δισεκατομμυριούχοι.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ