Για τον σύγχρονο άνθρωπο, η σεξουαλικότητα συντελεί στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, ενθαρρύνει την πραγμάτωση του δυναμικού του και προωθεί τη δημιουργία διαπροσωπικών σχέσεων. Για πολλά χρόνια όμως, η σεξουαλικότητα συνδεόταν με αυξημένο αίσθημα ενοχής, αυστηρές απαγορεύσεις και παρατεταμένη σιωπή. Για τα άτομα με νοητική υστέρηση, η απενεχοποίηση της σεξουαλικότητας συνάντησε και συναντά ακόμη πιο πολλούς σκοπέλους.

Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πολλές προσπάθειες, έτσι ώστε να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα των ατόμων αυτών και να αντιμετωπίζονται από την κοινωνία ως ισότιμοι πολίτες. Ειδικά προγράμματα εκπαίδευσης στοχεύουν στην επαγγελματική αποκατάσταση, την αυτονόμηση και την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία μέσω ελεγχόμενης συμμετοχικής δράσης. Αδιαφιλονίκητο δικαίωμα των ατόμων με νοητική υστέρηση είναι επίσης η έκφραση της σεξουαλικότητας, καθώς και η άντληση απόλαυσης μέσα από αυτή.

Δυστυχώς, οι διάφορες πεποιθήσεις που επικράτησαν κατά καιρούς έχουν αφήσει το στίγμα τους και στις μέρες μας. Χαρακτηριστικό είναι πως πολλοί γονείς ατόμων με νοητική υστέρηση συχνά ενστερνίζονται πεπαλαιωμένες αντιλήψεις, αναφορικά με το ζήτημα της σεξουαλικότητας. Αυτό, συνήθως, οφείλεται σε ελλιπή ενημέρωση, η οποία οδηγεί σε αμηχανία και αδυναμία χειρισμού, κάθε φορά που παρατηρούν μια σεξουαλική συμπεριφορά ή έρχονται αντιμέτωποι με σχετικές ερωτήσεις των παιδιών. Οι ίδιοι υποστηρίζουν πως ένας αυστηρός χειρισμός ικανός να καταστείλει κάθε σεξουαλική έκφραση είναι ικανός να προστατέψει τα παιδιά τους.

Ποιοι είναι, όμως, αυτοί οι μύθοι που δυσκολεύουν τον δρόμο των ατόμων με νοητική υστέρηση προς τη σεξουαλικότητα;

Ίσως η πιο δημοφιλής πεποίθηση που επικράτησε στο παρελθόν είναι ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση παρουσιάζουν αυξημένη σεξουαλική ορμή, την οποία, εξαιτίας της αναπηρίας τους, δεν μπορούν να ελέγξουν. Υπό το πρίσμα αυτό, τα άτομα αυτά θεωρήθηκαν επικίνδυνα και υποστηρίχθηκε πως κάθε μορφή σεξουαλικής έκφρασης, συμπεριλαμβανόμενης και της αυτοϊκανοποίησης, θα πρέπει να απαγορεύεται και να τιμωρείται, όταν λαμβάνει χώρα.

Μια επίσης επικρατούσα αντίληψη θεωρεί ότι τα άτομα αυτά μένουν για πάντα παιδιά και, συνεπώς, δεν έχουν κανένα σεξουαλικό ενδιαφέρον. Κάθε ένδειξη σεξουαλικότητας αποτελεί πρόβλημα το οποίο χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και σημαίνει πως το άτομο ήρθε σε επαφή με ερέθισμα σεξουαλικής φύσης και εκδήλωσε τη συγκεκριμένη συμπεριφορά μέσω της μίμησης. Το περιβάλλον, λοιπόν, πρέπει να είναι στείρο από τέτοιου είδους ερεθίσματα και φυσικά η σεξουαλική αγωγή θεωρείται επικίνδυνη για τα άτομα αυτά, αφού μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς την έκφραση της σεξουαλικότητας.

Τέλος, πολλοί πιστεύουν πως τα άτομα με νοητική υστέρηση δεν είναι ικανά να αναπτύξουν μια ερωτική σχέση και δεν πρέπει να ενθαρρύνονται προς αυτή την κατεύθυνση. Η σεξουαλική τους έκφραση μπορεί να περιοριστεί στην αυτοϊκανοποίηση.

Συγκροτώντας την εικόνα της πραγματικότητας, πρέπει να σημειωθεί πως η μεγάλη διαβάθμιση που υπάρχει στη σοβαρότητα της νοητικής υστέρησης δεν επιτρέπει γενικεύσεις. Με σχετική ασφάλεια μπορούμε να μιλήσουμε για τα άτομα με ελαφριά και μέτρια νοητική υστέρηση, τα οποία συνήθως αποζητούν σεξουαλικό σύντροφο και τα οποία μπορούν να μάθουν μέσα στο πλαίσιο της ειδικής σεξουαλικής αγωγής ποια είναι η υγιής σεξουαλική συμπεριφορά. Μάλιστα, σύμφωνα με μελέτες, η έκφραση της σεξουαλικότητας των ατόμων με ελαφριά νοητική υστέρηση διαφέρει ελάχιστα από αυτή των ατόμων με φυσιολογική νοημοσύνη.

Τα άτομα αυτά λοιπόν, κατά τη διάρκεια της εφηβείας, παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον για τις σχέσεις, ρωτούν για το σεξ και συχνά αναφέρουν την επιθυμία να βρουν έναν σταθερό σύντροφο και να παντρευτούν. Εδώ πρέπει να τονισθεί πως η σεξουαλική δραστηριότητα δεν σχετίζεται τόσο με τη νοητική ικανότητα όσο με τη βιολογική ωρίμανση, η οποία στα άτομα με μέτρια και ελαφριά νοητική υστέρηση είναι συνήθως φυσιολογική.

Παράλληλα, οι φόβοι και οι ανησυχίες των γονέων είναι απόλυτα δικαιολογημένοι γιατί τα άτομα αυτά έχουν περιορισμένη ικανότητα για μάθηση και μεταφορά της στην καθημερινή ζωή, φτωχές κοινωνικές δεξιότητες, δυσκολία να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεών τους και να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους, καθώς και αδυναμία να νοηματοδοτήσουν σωστά τις συμπεριφορές των άλλων.

Μπορεί, λοιπόν, να γίνουν εύκολα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καθώς και να έρθουν αντιμέτωπα με τις συνέπειες ανασφαλούς σεξουαλικής συμπεριφοράς, όπως είναι η ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.

Η σεξουαλικότητα, λοιπόν, είναι αναμφίβολο δικαίωμα των ατόμων με νοητική υστέρηση. Για να λειτουργήσει όμως ως τέτοιο, πρέπει να υπάρχει η απαραίτητη σεξουαλική αγωγή από ειδικούς που γνωρίζουν πώς να μεταφέρουν αποτελεσματικά τη γνώση στα άτομα αυτά, καθώς και η ειδική εκπαίδευση του οικογενειακού περιβάλλοντος, ώστε να δράσει υποστηρικτικά. Με αυτό τον τρόπο, τα άτομα με νοητική υστέρηση θα μπορέσουν να εξασκήσουν το δικαίωμά τους να ερωτευτούν, να συνάψουν σχέσεις και να γευτούν τις χαρές της ερωτικής ζωής.

Το άρθρο υπογράφει η Αλεξάνδρα Γυφτοπούλου, Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, εξειδικευμένη στην Ειδική Αγωγή, επιστημονική συνεργάτιδα του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών.

www.andrologia.gr