Μάιος του 2009. Ο «Αστέρας» της Βουλιαγμένης σφύζει από υψηλούς, παγκοσμίου κύρους προσκεκλημένους, από αστυνομικούς της αντιτρομοκρατικής και πράκτορες του FBI. Ο Δημοσιογράφος Charlie Skelton της βρετανικής εφημερίδας «Guardian» έχει φτάσει στην Αθήνα με στόχο να παρεισφρήσει στα άδυτα του ξενοδοχειακού συγκροτήματος όπου γίνεται η συνάντηση της λέσχης Bilderberg και να στείλει ανταπόκριση στην εφημερίδα του. Η ελληνική πραγματικότητα τον «προσγειώνει» για τα καλά.
Φτάνοντας, ζητάει από τον οδηγό του ταξί να τον αφήσει 50 μέτρα μακριά από το ξενοδοχείο του. Ο ταξιτζής τον ρωτάει τον λόγο, αλλά ο δημοσιογράφος παραμένοντας σιωπηλός δεν του αποκαλύπτει την ταυτότητά του. «Α, κατάλαβα, θες να καπνίσεις χόρτο έτσι;». Ο δημοσιογράφος κατεβαίνει από το ταξί, πηγαίνει στο δωμάτιό του και στη συνέχεια βάζει πλώρη για τον «Αστέρα». Ύστερα από αρκετές περιπλανήσεις στους δρόμους της Βουλιαγμένης, κάτω από τον καυτό ήλιο, το μόνο που βλέπει γύρω του είναι σκουπίδια. «Τι στο καλό συμβαίνει με τους Έλληνες και τους κάδους σκουπιδιών; Μήπως δεν τους βλέπουν;» αναρωτιέται.
Την ίδια μέρα ο δημοσιογράφος επιστρέφει στον «τόπο του εγκλήματος». Κοιτάζει την ήρεμη θάλασσα απέναντι από την πύλη του «Αστέρα» και τραβάει φωτογραφίες. Ένας αστυνομικός τον πλησιάζει και ο διάλογος που ακολουθεί είναι ο εξής:
Α:«Όχι φωτογραφίες»
Δ:«Ούτε τη θάλασσα δεν μπορώ να βγάλω;»
Α:«Δώσε μου τη φωτογραφική σου»
Δ:«Δε σε καταλαβαίνω»
Α:«Διαβατήριο»
Δ:«Έχω την κάρτα του club μου»
Α:«Διαβατήριο»
Δ:«Δίπλωμα οδήγησης;»
Ο αστυνομικός παίρνει εν τέλει το δίπλωμα οδήγησης και το σημειωματάριο του δημοσιογράφου. «Τι στο καλό;» αναφωνεί ο αστυνομικός. «Τι γράφεις εδώ πέρα;». Μαζεύονται κι άλλοι αστυνομικοί και άντρες της αντιτρομοκρατικής. «Ποιος είναι αυτός που γράφεις εδώ, αυτός ο Sylvester; Είναι φίλος σου; Πού μένει; Με τι ασχολείται;» …Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή. Ο δημοσιογράφος πιάνει ενστικτωδώς την κάμερα του και απαθανατίζει τη στιγμή. «Όχι φωτογραφίες, δεν σου είπα;», «Παιδιά τράβηξε φωτογραφία», «Νο fotografia» είναι ορισμένες από τις αντιδράσεις των ένστολων.
Ο δημοσιογράφος αρνείται και κρατάει τη φωτογραφική μηχανή στην τσέπη του. «Πείτε μου ποια είναι τα δικαιώματά μου και αν κατηγορούμαι για κάτι» τους ψιθυρίζει. Ύστερα από πέντε λεπτά τον αφήνουν ελεύθερο.
Κάποιοι όμως έχουν γίνει η «σκιά» του. Κόβει βόλτες στο δρόμο και μια φιγούρα βρίσκεται πίσω του. Ο κατάσκοπος κρατάει εφημερίδα, απλώς δεν έχει ανοίξει τρύπες για να τον βλέπει… Πίνει καφέ στην παραλιακή και κάποιος τον παρακολουθεί. Ο δημοσιογράφος γελάει… Τους κατάλαβε σχεδόν αμέσως. «Ωραίοι αστυνομικοί υπό κάλυψη» σκέφτεται. Τους καλεί να πιουν καφέ στο τραπέζι του. Εκείνοι αρνούνται. Τον αρχίζουν όμως στις ερωτήσεις. «Ποιος πραγματικά είσαι; Τι κάνεις στην Αθήνα; Για ποιο έντυπο δουλεύεις;». Τουλάχιστον συστήθηκαν ως «Nick και John» αν και σύμφωνα με τον ρεπόρτερ θύμιζαν περισσότερο τους Starsky and Hutch.
Φεύγει από το ξενοδοχείο και περπατάει στον δρόμο. Στέκεται και κοιτάζει πίσω του. Ναι, έρχεται ο John… Περνάει στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Περνάει και ο John. Ο δημοσιογράφος τον κοιτάζει επίμονα και ο αστυνομικός έχει καταλάβει ότι τον έχει πάρει χαμπάρι…
Ο δημοσιογράφος πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και προσπαθεί να πείσει τους αρμόδιους ότι δεν είναι ούτε επικίνδυνος ούτε τρομοκράτης. Τους ζητάει να σταματήσουν οι δυο τύποι να τον ακολουθούν. Αλλά… «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα»!
Στο κείμενο που αναφέρεται στην τελευταία ημέρα παραμονής του στην Αθήνα, ο δημοσιογράφος του «Guardian» αισθάνεται την ανάγκη να ζητήσει συγνώμη από όλους. Από τον «Mr Bilderberg» που τον ενόχλησε, από τους θαμώνες του ξενοδοχείου που έβλεπαν τους αστυνομικούς να μπαινοβγαίνουν όλη μέρα, από τους ίδιους τους αστυνομικούς που τους έσερνε αριστερά – δεξιά, ακόμη και από τη γραμματέα αστυνομικό που της φώναζε, λέγοντας ουσιαστικά το αυτονόητο: «ήρεμα, ήρεμα… δεν είμαι τρομοκράτης».
Τελικά ο Charlie Skelton έφυγε άπραγος. Ούτε ρεπορτάζ ούτε φωτογραφίες. Το μόνο που απέκτησε ήταν το σύνδρομο παρακολούθησης. Όπως γράφει ο ίδιος στο τέλος του κειμένου του: «Δεν πετάχτηκα από κάποιο φράχτη για να κολλήσω τη φωτογραφική μου μηχανή στα μούτρα του David Rockefeller, γιατί πολύ απλά δεν ήθελα να βρεθώ με μια σφαίρα στο μέτωπο».
Μαύρο χιούμορ ή ελληνική πραγματικότητα;
