Ένας στους τέσσερις ασθενείς με ρευματικά νοσήματα στην Eλλάδα, σταματά να εργάζεται στα πρώτα πέντε χρόνια από τη διάγνωση, σύμφωνα με τους επιστήμονες του Iνστιτούτου Kοινωνικής και Προληπτικής Iατρικής. Tαυτόχρονα μόλις το 4% των εργοδοτών δηλώνει ότι απασχολεί άτομα με ρευματικές παθήσεις ενώ το 87% έχει άγνοια σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στα συγκεκριμένα άτομα.

Πρόκειται για αποτέλεσμα της έρευνας που διεξήχθη ανάμεσα σε 313 ασθενείς, με θέμα «Ρευματικές Παθήσεις και Εργασία στην Ελλάδα», και παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη τύπου.
«Στην Ελλάδα περίπου 80.000 – 100.000 άτομα πάσχουν από αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα όπως η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα, η Ψωριασική Αρθρίτιδα, η Νεανική Ιδιοπαθής Αρθρίτιδα και η Αγκυλοποιητική Σπονδυλαρθρίτιδα.» τόνισε στην εναρκτήρια ομιλία του ο κος Χαράλαμπος Μουτσόπουλος, Καθηγητής-Διευθυντής Παθολογικής Φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι φλεγμονώδεις αυτές παθήσεις προσβάλουν άτομα στην πλέον παραγωγική περίοδο της ζωής, στις ηλικίες, δηλαδή, 19-65 ετών, προκαλώντας έντονο πόνο, οίδημα, δυσκαμψία στις αρθρώσεις και κόπωση που τους αναγκάζουν να απουσιάζουν από την εργασία.

Τα άτομα με ρευματικές παθήσεις νιώθουν ότι το εργασιακό τους περιβάλλον (εργοδότες ή/και συνάδελφοι) δεν είναι «έτοιμοι» να στηρίξουν την παραμονή ή επανένταξή τους στο εργασιακό χώρο. Σχεδόν 1 στους 2 ερωτηθέντες δεν ενημερώνει την εργοδοσία ή τους συναδέλφους, εκφράζοντας το άγχος τους για πιθανή διαφορετική μεταχείριση ή ακόμη και απόλυσή τους από την εργασία. Aκόμα και όταν ενημερώνουν στην εργασία για την πάθησή τους, όμως 4 στους 10 δηλώνουν ότι δε βρίσκουν την κατάλληλη ή επιθυμητή υποστήριξη. H έρευνα διεξήχθη σε δείγμα 313 ατόμων αποτελούμενου από άτομα με ρευματικές παθήσεις, επαγγελματίες υγείας και εργοδότες και ανέδειξε ότι η σωστή ενημέρωση και η στήριξη από την πολιτεία αποτελούν τους κύριους παράγοντες για την παραμονή ή επανένταξη των ατόμων με ρευματικές παθήσεις στην εργασία.