Αχ, Ελλάς, μάνα Ελλάς,
Πώς μπορείς και γελάς,
Και με ξένους, κοπρίτας, μιλάς;
Του Λαού δεν ακούς τας φρικτάς οιμωγάς;

Και το κλέος, τ’ αρχαίο, πουλάς,
Εις τας ρίμας, τας οδούς, τας αγυιάς.
Μα κανείς, ν’ αγοράσει δεν θέλει,
Τα παλιά σου, πανάρχαια κλέη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Και Εκείνων τα Ρήματα, πλέον,
Αμανέ, τα ’χεις κάνει, που κλαίων,
Το αρχαίον σου κάλλος, το νέον,
Στας δαγκάνας της Μέρκελ, εκπνέον.

Σε κυνήγησαν Ούννοι μυριάδες
Γερμανέοι, Ευρωπέη, αγάδες.
Και πρινώτερα, μαύροι τσολιάδες
Σε διασύραν, με μαύρες λαμπάδες.

Μα του Έλληνος η κραυγή η ουραία,
Σε ξυπνά μίαν ίμερον μέρα.
Και τους πόδας στυλώνεις, ωραία,
Των καινών Κρομανιόν, η φοβέρα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το παλιό παρελθόν σου, ελθόν,
Χάρμα νέον, ως καινός Παρθενών,
Σου φωνάζει, εν μέσω κραυγών:
Στήθι Ελλάς, προ των νέων δεινών.

Μητερότρυνε, μάνα μοιραία,
Τα τεκνά σου τα πάντα ωραία.
Κι οι πληγές σου αν είναι επτά,
Ενεοί θα σταθούν, οι Βρωμαίοι, μετά.

Σωκράτης Σωφρονίσου Αλωπεκήθεν,
Αιώνιος αλέκτορας, των πέρα και εκείθεν,
«Πιο λίγο, κι απ το τίποτα, ο Ζεύς εμένα μέλλει.»
Ηρακλειτείως, αναφωνεί, στα Ευρωπεομέλη.

Τακ-τακ, η σόλα μία μας, προ των Τροϊκανών,
Τα κώλα τύπτει, άκωλων και των μη ικανών.
Κρείσσον γαμήσαι τους κρυψάρχους
Κι όλους τους ψεύτικους μουνάρχους.

Εμπρός, εμπρός, του Έλληνα, καλεί η υποθήκη:
Βγάλετε το πεόσπαθο απ’ την παλιά του θήκη.
Ο άνθρωπος δεν γένηκε, να περπατεί στα τέσσερα.
Έχει καρδιά και νουν καλόν, να φτάσει τα υπέρτερα.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης