«Ανέγνων, έγνων, κατέγνων», είπες, ανάλγητε, με την παγωμένη καρδιά και το πούσι του τοκογλύφου στο μυαλό.

«Ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως», Διάβασες, μα δεν κατάλαβες τίποτα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ουκ έγνως, την ανέχεια ενός ολόκληρου λαού, που, εσύ, δήμιε του «Διεθνοδήμιου Νομισματικού Ταμείου» (ΔΝΤ), που είναι γεμάτο με αριθμούς και άδειο από ανθρωπιά, τον έριξες στην φτώχια και την απελπισία, μαζί με τους κωλορεβερέντζηδες μικρούς, τυφλούς και ανίκανους κυβερνήτες του.

Ουκ έγνως:

Ότι αλληλεγγύη ονομάζεις την κατασπάραξη των αδυνάτων και ανθρωπιά τα «πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας.»
Και τον εταίρο θεωρείς συνέταιρο στις απάνθρωπες αποφάσεις των λεγομένων τώρα θεσμών, που χαλκεύουν τα δεσμά της φτώχιας των λαών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ότι, η Δημοκρατία, έχει γίνει Κράτος βουλευτών και επιτρόπων που αποφασίζουν για τους λαούς, χωρίς τους λαούς.

Ότι, οι ατομικές ελευθερίες, που διατυμπανίζεις, ως κύμβαλο αλαλάζον, (τενεκές ξεγάνωτος), είναι τυμπανιαίες, τουμπανισμένες, και εκχυδαϊσμένες, μέσα στην ελευθέρια της ηδονοθηρίας και θηριωδίας του ατομικισμού, της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας και του παγκοσμιοποιημένου τίποτα.

Χρήμα, όχι πόροι. Λοβοτομημένο το άτομο. Όχι υπεύθυνο άτομο.

Χρατς, κρακ, κλατς, οι νέο-Ευρωπαίοι, της Νέας Τάξης Πραγμάτων, προελαύνουν , συνθλίβοντας, στο πέρασμά τους, ανθρωπιά, αγάπη, αλληλεγγύη, φιλοπατρία, κοινωνική ευθύνη.

Η απέραντη φτήνια των λέξεων και της σκέψης τους.
Γνωρίζουν την τιμή όλων των πραγμάτων, αλλά την αξία ουδενός. Κι όσο για την Τιμή, «που τιμή δεν έχει …» είναι άγνωστη λέξη στο λεξιλόγιό τους. Λογιστική έννοια, κι αυτή.

Ζήτημα μηδενικών η «Τιμή» τους, που δεν έχουν.

«Ο Γκραντγκριντ είχε μια θεμελιώδη αρχή: κάθε τι έπρεπε να πληρώνεται• τίποτα να μη δίνει κανείς χωρίς ανταπόδοση. Η ευγνωμοσύνη να καταργηθεί και ότι απορρέει απ αυτήν δεν έχει λόγο ύπαρξης. Ολόκληρη η ζωή των ανθρώπων έως μυελού οστέων από τη γέννηση έως τον θάνατο έπρεπε να είναι μια ρυθμισμένη αγορά επί πληρωμή. (Καρόλου Ντίκενς «Οι δύσκολοι καιροί.»

Τα πρόσωπα των ανθρώπων σπαταλημένα στον άγονο αγώνα, για να επιβιώσουν.

Τα μικρά παιδιά έχουν, τώρα, αντί για χαμόγελο, ρυτίδες στα μάγουλα. Είναι οι ρυτίδες, που τους χαράξατε εσείς, οι αρυτίδωτοι λειεγκέφαλοι της εξουσίας.

Μαντάμ Σουσούδες, παραγεμισμένες με ξενόφερτα καμώματα και ξενόφερτα φκιασίδια, που τα μοστράρετε, για να κρύψετε την απάνθρωπη μουτσούνα σας. Το κενό του κενόκρανου κρανίου σας. Ξενόμυαλοι, ένοικοι ξένης σκέψης. Κακοπάτριδες, «Κοπίδων (ψευτών, απατεώνων) αρχηγοί» (Ηράκλειτος)

ΜΜΕ ( Μέσα Μαζικής Εγκεφαλομαλάκυνσης), των κενόκρανων ντερμπεντέρηδων, (λεβέντηδων) αναλυτών.

Των κοαζουσών, «βρεκεκέξ κοάξ κοάξ/αχ, βρε κόσμε είσαι βλάξ», ξανθών (το ξανθό δεν είναι χρώμα είναι ιδιότητα) τηλεμανταμίτσων (μανταμίτσα, υποκοριστικό της μαντάμας.)

Το κενό, η απουσία του νοήματος, ο βόρβορος της παραπληροφόρησης, η παραχάραξη της σημασίας και του νοήματος.

Η εξουσία εκχυδαϊσμένη.

Εξορισμένη, απούσα, η ουσία.

Στο προσκήνιο, η παρουσία των ανούσιων παρασίτων.

Μια τυραννία της σκέψης και της ζωής, με φιλελεύθερη, δημοκρατική λεοντή.

Μαριονέτα ο «λαός»,
που κινούν τα νήματά της,
μαριονέτες άρχοντες, και τα νήματα, αυτής της μαριονέτας, κινούν απρόσωπα χρηματιστηριακά και διαπλεκόμενα ποικίλα συμφέροντα.

Έτσι το συλλογικό μας συνειδητό και υποσυνείδητο, η πόλη, ετεροκαθορισμένη από την Νεο-ευρωπαϊκή κενότητα, ετεροκαθορίζει τους πολίτες της.

Θα ‘ρθει μια μέρα, που πια δεν θα ‘χετε τι να πείτε.

Σπαταλήσατε, σκοτώσατε όλες τις λέξεις. Και τις πετάτε άταφα κουφάρια στα μούτρα τού «πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» Λαού (Δ.Σολωμός).

Και θα ‘ναι μια μέρα, που θα περιμένετε ένα γράμμα και δεν θα έρχεται, γιατί αυτό που λάβατε, μόλις πρόσφατα, με μια μόνο λέξη γραμμένη, το πετάξατε.

Στεγνές καρδιές, στεγνά μυαλά, στεγνές ψυχές, υψώνουν τη σημαία της απάνθρωπης νεοφιλελεύθερης οικονομίας, πάνω στα ερείπια των ανθρώπινων αξιών και της ανθρωπιάς.

Τώρα, τα χέρια τους σφίγγονται γύρω στο κοντάρι μιας άλλης σημαίας:

Μια σημαίας ευκαιρίας για όλους τους κακοπάτριδες .

«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς αιδώ» (Κ. Καβάφης), υπέστειλαν τη σημαία

της Εθνικής ανεξαρτησίας,
της Λαϊκής κυριαρχία,
της Κοινωνικής δικαιοσύνης,
της Δημοκρατίας,

και, ανεπαισθήτως και αναισχύντως, έκλεισαν την Ελλάδα έξω.

Όμως,

«Θα ‘ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε / αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας.» (Μ. Αναγνωστάκης)

Μη μου χτυπάς την πόρτα. Δε θα σ’ ανοίξω. Δε σε γνωρίζω, φτενέ πολιτικατζή.
Ίσως ταξιδέψαμε μαζί, κάποτε, σε κάποιο τραίνο. Μα δεν σε ξέρω.

Από τον δρόμο μου, την οδό των ονείρων μου, δεν πέρασες, ποτέ.

Αρνητή της ζωής. Ζωντανέ από αυταπάτη

« Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω» (Μ. Αναγνωστάκης),

Μ’ ανοιχτά τα στήθη και τα χέρια γύρω στο κοντάρι της σημαίας μου, που γράφει:

«ΚΑΝΕΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ ΟΥΤΕ ΥΠΗΚΟΟΣ: ΟΥΤΙΝΟΣ ΔΟΥΛΟΣ…ΟΥΔ’ ΥΠΗΚΟΟΣ.»
(Σοφοκλής)

«Μια φοβερή ξυλάρα κράταγε και την εκράδαινε» (Ν. Εγγονόπουλος).

Και πήρε σβάρνα, ο Καραΐσκος, τους κωλορεβερέντζηδες υποταχτικούς σφουγγοκωλάριους της Εσπερίας και των παγκοσμιοποιημένων Νεάντερνταλ,

Κι ήτανε, λένε, ντυμένος το οργισμένο φως της Λαμπρής των Ελλήνων.
Και «η φωνή του ήτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες» (Εγγονόπουλος).

Και τα αγάλματα ακίνητα, μέσα στα θαυμάσια ερείπια, σωπαίνοντας,
βρυχώνται, τώρα, τα βροντερά, τα ξεχασμένα, τα αιώνια μυστικά.

Και τα λυχνάρια, που ψάχνουν τον άνθρωπο, δείχνουν τον δρόμο, που θα ’ρθουν οι δαυλοί του αύριο, να βάλουν φωτιά στα σάπια.

Κι οι άνθρωποι θα σπείρουν τον σπόρο της νέας γενιάς των ωραίων ανθρώπων.

Οι άνθρωποι αυτής της Πατρίδας, μπροστά σ’ αυτήν κρίση, μπροστά στο κενό του ανθρώπου, εμείς οι Έλληνες,

ΟΧΙ θα πούμε, ΔΕΝ «Θα μείνουμε καύκαλα μ’ άχερα γεμάτα» (Έλιοτ)

Έτσι στη λογική της άνευ όρων παράδοσης, αντιτείνουμε τον «παραλογισμό», στις συγκεκριμένες συνθήκες, του

«ΤΟ ΣΩΦΡΟΝ ΤΟΥ ΑΝΑΝΔΡΟΥ ΠΡΟΣΧΗΜΑ».

Και λέμε ΟΧΙ στις στρατιές των επίδοξων κατακτητών, όταν το περάστε αυθέντα και η συνεργασία, φαίνεται η μόνη λογική επιλογή επιβίωσης. Έχει, όμως, αποδειχθεί ότι οδηγεί, κατ ευθείαν, στην υποδούλωση.

Εμείς θα πολεμήσουμε. Κι αν η μάχη είναι σκληρή και άνιση, εμείς, θα παραμείνουμε

«Ες αεί, παρά δύναμιν τολμηταί, παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες: πάντοτε τολμώντας πέρα από τη δύναμή μας, διακινδυνεύοντας παρά τη συνετή γνώμη και στα δεινά ευέλπιδες»

Εμείς, θα κραυγάσουμε την πολεμική κραυγή Εκείνων:

Ελελεύ

Την κραυγή, που έκανε τον Τρινταχαίμη (αυλικός του Ξέρξη) και κάθε Τρινταχαίμη, έκτοτε, να αναφωνεί: «Αλίμονο, με τέτοιους άντρες μας έφερες να πολεμήσουμε που δεν πολεμούν για χρήματα αλλά για την αρετή: Παπέ, κ’ οίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιεύονται αλλά περί αρετής.»

Και είναι αυτοί οι λίγοι «τρελοί», με τη μεγάλη ψυχή, που σώζονται και σώζουν.

Το τρελοβάπορό μας,

«Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς,
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.

΄Ελα Χριστέ και Κύριε, λέω κι απορώ,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε,
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε.»
(Ο. Ελύτης)

«Έλληνες μην κιοτέψετε,
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σαν γραικοί σταθείτε.

Παιδιά μ’ να νταγιαντίσετε, να γίνετ’ ένα σώμα
Να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας.»

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης