Διαδικτυώτισσες και Διαδικτυώτες,
καλήν Τετάρτη 21 Μαρτίου να έχουμε…

Να ’μαστε πάλι μαζί, με την αγαπημένη σας στήλη «Τουϊτέρατα»,
την οποία διαβάζετε μανιωδώς καθημερινά
και νοσταλγείτε μανιωδώς τα Σαββατοκύριακα…

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης» σήμερα,
το Διαδίκτυο τοποθετείται ήδη επί τού θέματος,
και εγώ, ως ο «Επίσημος Σταχυολογητής τού Twitter»,
ήμουν για μία ακόμη φορά ακροβολισμένος,
προκειμένου να συλλάβω τις ομορφιές σας
και να τις οδηγήσω στα ενδότερα τής «Ζούγκλας».

Πάμε, λοιπόν, να δούμε το «Κορυφαίο Δέκα»,
και τα ξαναλέμε στο ΥστερόΓιωργο..!

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

ΥστερόΓιωργο..:
Παιδιά (όλων των ηλικιών),
σήμερα απουσίαζαν τα σχόλια στο «Κορυφαίο Δέκα»,
διότι εκ’ φύσεώς της η Ποίηση αποτελεί Σχόλιο και Σχολείο Ζωής!

Τι να πρωτοπώ για την Ποίηση…
Τι να σού πρωτοπώ…

Έχω να πω τόσα πολλά,
που θα στα πω άλλη φορά…

Ως Ποιητής είναι σαν να καλούμαι να μιλήσω για μία έννοια
που ενώνει τη Μάνα, την Αδελφή και την Ερωμένη•
το βέβαιο είναι,
ότι το Πρώτο Συνώνυμο τής Ποίησης είναι η Γυναίκα.

Ποιητής είναι κάθε άνθρωπος που νοιώθει την Ποίηση.
Σαφώς έχει και η Ποίηση τούς Πρωταθλητισμούς Της,
βεβαίως και έχει τούς Πρωταθλητές Της.
Όμως, η Ποίηση είναι η Θρησκεία τού Συναισθήματος,
και δεν έχει στεγανά, δεν έχει απαγορευτικά εισόδου.
Αισθάνθηκες; Μπήκες.

Θυμάμαι μία χειμωνιάτικη νύχτα,
που είχα ορίσει ως θέμα στη ραδιοφωνική μου εκπομπή την Ποίηση•
μού έχει μείνει στη μνήμη και στην ψυχή η αφιέρωση που είχα κάνει..:
«Μία εκπομπή αφιερωμένη στους Άστεγους•
τούς Ποιητικότερους των Ποιητών τής Ζωής»!

Ό,τι αφορά στην Ποίηση αξίζει να γράφεται με Κεφαλαίο•
η Ποίηση είναι η Παναγία των Λέξεων!

Νοιώθω ότι είναι μάταιο να συνεχίσω να γράφω όσα έχω μέσα μου για Αυτήν,
διότι είναι τόσα πολλά και ο χώρος τόσο λίγος•
αν και ανεξάντλητος, τόσο λίγος.
Οπότε, θα σάς χαιρετήσω με ένα μικρό, βιογραφικό διήγημα, γεμάτο Ποίηση
(αφιερώστε δύο λεπτά• και αν σάς λείψουν, αφαιρέστε τα από τον Ρεαλισμό)!

Πάνε χρόνια από τότε που μία σύγχρονη Θεά
με έκανε να συνειδητοποιήσω
ότι οι καλοκαιρινοί έρωτες στοιχειώνουν τούς χειμώνες μας.
Πάνε χρόνια…

Έκανα τις διακοπές μου στις Σπέτσες,
εγώ, ένας αλήτης, μαζί με τούς άλλους αλήτες, τα φιλαράκια μου.
Στις παραλίες μέχρι τη δύση τού ηλίου,
μετά ένα «ανάλατο» μπάνιο στο δωμάτιο
για να φύγει το άλας τής Μάνας Θάλασσας,
και πάλι έξω μέχρι τα χαράματα•
σ’ αυτό το ατέρμονο κυνηγητό που εξαπολύει η Νιότη στον Έρωτα
και κυρίως σε οτιδήποτε τον εικάζει.

Σ’ αυτήν την «Ψευδαίσθηση τής Αιωνιότητας»,
μία νύχτα έμελλε να είναι τόσο διαφορετική από τις άλλες.
Με πλησίασε Εκείνη, σ’ ένα κλαμπ όπου διασκεδάζαμε με τ’ άλλα παιδιά.
Η Γυναίκα είναι που επιλέγει πάντα,
αλλά η συγκεκριμένη γυναίκα δεν τηρούσε το πρόσχημα,
δεν περίμενε να την κυνηγήσω εγώ.
Οι Θεές δεν χρειάζονται Προσχήματα…

Ήρθε στο πλάϊ μου χωρίς να την έχω αντιληφθεί
και με άγγιξε απαλά στο χέρι.
Τρυφερά.
Σαν κάποια που να με ήξερε χρόνια•
τα χρόνια τής ψευδαίσθησής μου περί Αιωνιότητας
ήταν διοχετευμένα όλα τους σ’ εκείνο το άγγιγμα.

Γύρισα και την κοίταξα. Ήταν η Προσωποποίηση τής Σαγήνης.
«Εδώ έχει ήχους που δεν μάς αξίζουν…», μού είπε.
«Πάρε με από ’δώ και πήγαινέ μας όπου θέλεις…».

Είπα στα παιδιά ότι θα γύριζα σε λίγο και βγήκα μαζί της από το κλαμπ.
Κρατιόμασταν ήδη χέρι-χέρι λες κι ήμασταν ζευγάρι. Φιληθήκαμε.
«Θα είμαστε μόνο γι’ αυτήν τη νύχτα μαζί…»,
άκουσα τη φωνή της να παίρνει τη μορφή μελωδικής απειλής.
Τι παράξενο, ένοιωσα αυτομάτως ένα κενό•
η Εξαίρεση δημιουργεί κενά πολύ προτού φύγει•
για την ακρίβεια, από τη στιγμή που εμφανίζεται…

Πήγαμε στο δωμάτιό μου•
«Ποσειδώνιον» ονομαζόταν το ξενοδοχείο
κι εγώ ένοιωθα να μού διαπερνάει το «είναι»
μία τρίαινα με τη μορφή γυναίκας.
Μού δόθηκε η Θεά
με όλη τη γενναιοδωρία τής Φύσης της και τού Μεταφυσικού της.
Και μετά έφυγε δίνοντάς μου ένα φιλί και ένα χάδι στο πρόσωπο.
«Αντίο, Αγάπη Μου…», εψιθύρισε,
και έμεινα να αναρωτιέμαι γιατί είχε επιλέξει εμένα.
Δυσβάσταχτο το βάρος τής απώλειας,
διότι δεν ήξερα τι είδους «γιατί;» δικαιούμουν να εκφράσω…

Από τότε,
διαλέγω μία βροχερή χειμωνιάτικη μέρα και έρχομαι στις Σπέτσες,
στο ίδιο ξενοδοχείο, στο ίδιο δωμάτιο, απλά για να την σκεφτώ.
Όλες οι θάλασσες τού κόσμου ήταν εκείνο το Φιλί της, εκείνα τα φιλιά της.
Η Βροχή είναι μια Θάλασσα εξ’ Ουρανού,
οι λέξεις που μού έρχονται στο μυαλό γίνονται αμέσως στίχοι,
η Ποίηση είναι μία μοναξιά γεμάτη Σύμπαν…

Όλο το βράδυ θα το περάσω σε τούτο το δωμάτιο
όπου έζησε για μια νύχτα η Θεά μου.
Και αύριο θα φύγω από το νησί, όπως φεύγω κάθε χρόνο από τότε,
έτσι, ως απομίμηση τής φυγής της.
Ένας σταλακτίτης τής υγρής της ανάσας έμεινα να είμαι.
Ο Έρωτας μετατρέπει τούς ανθρώπους σε Σταλακτίτες τού Σύμπαντος.

Και το μόνο που εύχομαι,
ακόμη κι αν όντως δεν ξαναδώ ποτέ τη Θεά μου
(και ίσως, κιόλας, να μην πρέπει να συμβεί αυτό),
είναι να έρχεται κι εκείνη χωρίς να το ξέρω,
κάποιαν άλλη βροχερή χειμωνιάτικη μέρα,
σε τούτο το δωμάτιο.
Με τις ίδιες σκέψεις που κάνω κι εγώ.
Με την ίδια αίσθηση κενού που ταλανίζει και μένα.
Ναι, ελπίζω και οι Θεές να νοιώθουν κενό μπροστά στην Απουσία. Το ελπίζω.
Είναι κι αυτή η φευγαλέα σκιά μελαγχολίας που είχα δει στα μάτια της,
όταν επρόλαβα να τής ψελλίσω μία φράση
τη στιγμή που έφευγε για πάντα:
«Ήμασταν Εξαιρετικοί Θνητοί,
μέχρι που ο Έρωτας μάς έκανε Κοινούς Αθάνατους»!

Όμως, για μία ακόμη φορά φτάσαμε στην Αρχή Μας,
που για όλους τούς υπόλοιπους είναι το «τέλος».

Και το μόνο που απομένει,
είναι η στερεότυπη και -πάνω απ’ όλα- αγαπημένη προτροπή..:
Φωτίστε το βλέμμα σας με την πόλη που φλέγεται.
Γεια Χαρά…

Γιώργος Μιχάλακας
Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος

(Twitter: @GeorgeMihalakas)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης