Δύο αντικρουόμενες τάσεις διαγκωνίζονται για την έξοδο της χώρας στις αγορές μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης.

Η μία θα ήθελε να δει και πάλι -έστω δοκιμαστικά- τη χώρα στις αγορές, ενώ η άλλη να μη γίνει βιαστικό βήμα, το οποίο θα αποδειχθεί, όπως το 2014 επί κυβέρνησης Σαμαρά, μετέωρο και θνησιγενές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η αντιπαράθεση αυτή καταλαμβάνει μεγάλο χώρο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μπερδεύοντας ουσιαστικά τους πολίτες και πιέζοντας την κυβέρνηση να πάρει αποφάσεις.

Η έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου θα ασκήσει πιέσεις στο κόστος δανεισμού όλων των βραχυπρόθεσμων τίτλων και ειδικά των εντόκων γραμματίωνΠαράγοντες της αγοράς με κύριο επιχείρημα ότι τώρα είναι η ώρα για κάτι τέτοιο, αφού αποκλιμακώνεται -έστω και ήπια- το κόστος δανεισμού μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, πιέζουν για έξοδο στις αγορές, αν είναι δυνατόν και στις 21 Ιουλίου. Κυρίαρχη θέση στην τάση αυτή έχει η Rothschild.

Αντίθετα, στην κυβέρνηση και στο οικονομικό επιτελείο φαίνεται να μην ενθουσιάζονται με μια τέτοια προοπτική. Προτιμούν η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές να είναι πιο προσεκτική, χωρίς βιασύνη και ενθουσιασμό.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Θέλουν ένα βήμα σταθερό κι όχι κάτι που θα ακυρωθεί στην πράξη, επειδή δεν έγινε την κατάλληλη στιγμή. Το κόστος εξάλλου αν δεν μπορέσει να σταθεί η χώρα στις αγορές θα είναι πολύ μεγαλύτερο, από το να μην εκμεταλλευθούν μια ευκαιρία, που μάλλον θα παρουσιαστεί εκ νέου μέσα στο φθινόπωρο. Αυτό το γνωρίζουν καλά στην πλατεία Συντάγματος.

Η «άλλη πλευρά» έχει τα δικά της επιχειρήματα.

Η έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου θα ασκήσει πιέσεις στο κόστος δανεισμού όλων των βραχυπρόθεσμων τίτλων και ειδικά των εντόκων γραμματίων. Σχηματικά, δεδομένου ότι το υφιστάμενο απόθεμα των εντόκων γραμματίων αγγίζει σήμερα τα 15 δισ. ευρώ, εάν το επιτόκιο υποχωρήσει από τα επίπεδα του 2,95% – 3% στο 1%, αυτό θα σημαίνει μείωση τόκων κατά 300 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Αξιωματούχοι της Ευρωζώνης παροτρύνουν την κυβέρνηση να αρχίζει να προετοιμάζεται για μια βιώσιμη επιστροφή στις αγορές μετά από απουσία οκτώ ετών
Παράλληλα, η έκδοση πενταετών ομολόγων θα έχει άμεσο αντίκτυπο στα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων.

Αν και ήδη μεγάλες επιχειρήσεις, όπως ο ΟΠΑΠ και η Μυτιληναίος, έχουν εκδώσει πενταετή ομόλογα με επιτόκιο 3,5%, η υποχώρηση του κόστους δανεισμού του Δημοσίου και η μετατόπιση του σημείου αναφοράς, από τα δεκαετή στα πενταετή ομόλογα, θα βελτιώσει τα επιτόκια εταιρικού δανεισμού.

Στο σκέλος της διαπραγμάτευσης, ο δανεισμός της Ελλάδας με επιτόκιο κάτω του 5% θα έδειχνε στις αγορές πως η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ, η οποία τοποθετεί στο 6% το μέσο κόστος δανεισμού της χώρας από τις αγορές μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης, είναι υπέρμετρα απαισιόδοξη.

Σε κάθε περίπτωση, εάν επιχειρηθεί έξοδος στις αγορές, η έκδοση σχεδιάζεται να καλυφθεί τόσο με μετρητά όσο και με ανταλλαγή ομολόγου. Παράλληλα, δεν θα καλυφθεί αποκλειστικά με χρήματα ιδιωτών, αλλά και από τον επίσημο τομέα, ήτοι από το κοινό κεφάλαιο της Τράπεζας της Ελλάδος.

Για κάθε ενδεχόμενο, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους εξετάζει την έκδοση πενταετούς ομολόγου, λήξης 2022, ύψους έως 3,5 δισ. ευρώ. Ο αρχικός στόχος για το επιτόκιο της έκδοσης τοποθετείται στο 4,75% – 4,85%, όταν το τελευταίο πενταετές ομόλογο που είχε εκδώσει η Ελλάδα το 2014 έφερε επιτόκιο 4,95%.

Μεγάλο μέρος του υπό έκδοση χρεογράφου θα δοθεί σε κατόχους του πενταετούς ομολόγου του 2014 που κανονικά ωριμάζει τον Απρίλιο του 2019. Αυτό το ομόλογο έχει σήμερα απόδοση 3,7% και οι κάτοχοί του θα το ανταλλάξουν με χρεόγραφο που θα δίνει υψηλότερη απόδοση κοντά στο 4,80%. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το 30% του ομολόγου του 2014.

Στις Βρυξέλλες χαρακτηρίζουν πολύ σημαντικό να ολοκληρωθεί χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, η τρίτη αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, που θα ξεκινήσει εντός του φθινοπώρου.

Με δεδομένο ότι η τρίτη αξιολόγηση δεν προβλέπει νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, αλλά μόνο ορισμένες μεταρρυθμίσεις και τον έλεγχο της υλοποίησης των συμφωνηθέντων, η έγκαιρη ολοκλήρωση θα στείλει το μήνυμα στις αγορές και στους επενδυτές ότι η Ελλάδα προετοιμάζεται πλέον για την επόμενη μέρα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Επιπλέον η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα επαναφέρει στην ατζέντα του Εurogroup με θετικό τρόπο και το ζήτημα των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που θα ανοίξει και το δρόμο για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Την ίδια στιγμή, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, αξιωματούχοι της Ευρωζώνης παροτρύνουν την κυβέρνηση να αρχίζει να προετοιμάζεται για μια βιώσιμη επιστροφή στις αγορές μετά από απουσία οκτώ ετών, όπου τις δανειακές ανάγκες της χώρας κάλυπταν Ευρωπαίοι εταίροι και ΔΝΤ.

Διαβάστε επίσης:

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης